κόμη (κομμώ, κόμμωση) – κώμη (κωμόπολη) – κόμμι (γόμμα)
27 Αυγούστου 2019πνεύμα – ψεύδομαι
27 Αυγούστου 2019ψηλός (ψηλό κτήριο – ψηλό βουνό) < αρχ. ὑψηλός < ύψος ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ψηλ-ώνω, ψήλω-μα —ΣΥΝΘΕΤΑ: ψηλο-τάβανος, ψηλό-λιγνος, ψηλο-κρεμαστός, υψηλό-μισθος …
ETYM. < αρχ. ὑψηλός < [ήδη ομηρικό] < επίρρ. ὕψι «ψηλά, προς τα πάνω» (με παραγ. τέρμα -ηλός, πβ. κ. απατ-ηλός, χαμ-ηλός) < *ὕπ-σι < ὑπ- (των αρχ. ὕπ-ατος, ὑπ-έρ, ὑπ-ό, ὕπ-τιος, όπου και άλλα ομόρριζα Ι.Ε. γλωσσών) και κατάλ. -ι τοπικής πτώσεως, πβ. αρχ. ἀντ-ί, ἄρτ-ι
ψιλός «έλλειψη όγκου, πληρότητας, σπουδαιότητας» < αρχ. ψιλός= «γυμνός, άδενδρος (μτφ.) – απογυμνωμένος – λεπτός» (ψιλή φωνή – ψιλή κλωστή – ψιλή κυριότητα “την κυριότητα που δεν είναι πλήρης, διότι κάποιος άλλος έχει κρατήσει την επικαρπία τής συγκεκριμένης ιδιοκτησίας”) ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ψιλή, ψιλ-ώνω, ψίλω-ση, ψιλ-ικά, ψιλικ-ατζής ΣΥΝΘΕΤΑ: «κάτι είναι λεπτό, φτενό ή μικρό σε βαθμό ή μέγεθος» ψιλό-βροχο, ψιλο-κόβω, ψιλο-πράγματα, ψιλο-λογώ, ψιλο-κοσκινίζω
ETYM. < αρχ. ψιλός < ψῑ- (με παραγ. τέρμα -λός, πβ. κ. χω-λός, τυφ-λός), που απαντά επίσης στο ελνστ. ψίω «τρέφω, ταΐζω (με μικρές μπουκιές, κυρ. για νήπια) – (μέσο) μασώ» (ψίχα).