ολοσχερής
26 Αυγούστου 2019συνδαιτυμόνας
26 Αυγούστου 2019τανάπαλιν (επίρρ.) κατ’ αντίθετη φορά, αντίστροφα.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Η πολιτική κρίση οδηγεί σε κρίση αξιών και τανάπαλιν.
Η αφήγηση τού έργου κινείται συνεχώς από το παρελθόν στο παρόν και τανάπαλιν.
Για τα έξοδα μεταφοράς τού ασθενούς από το αεροδρόμιο στο νοσοκομείο και τανάπαλιν καταβάλλεται προκαθορισμένο ποσό βάσει αποδείξεων πληρωμής.
Βλ. λ. τούμπαλιν
ΕΤΥΜ. μεσαιωνική λ. τἀνάπαλιν < αρχαία φράση τὸ ἀνάπαλιν «αντιστρόφως, αντίθετα» (< ἀνά + πάλιν).