ψηλός – ψιλός
27 Αυγούστου 2019χειραγωγώ
27 Αυγούστου 2019ETYM. < αρχ. πνεῦμα < *πνεF-μα < πνέω < *πνέF-ω.
ΣΗΜΑΣ. αρχική σημ. «πνοή, φύσημα» (πβ. Αισχ. Προμ. Δεσμ. 1085-7: σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα πάντων εἰς ἄλληλα στάσιν ἀντίπνουν) αρχαία σημ. «ανάσα, αναπνοή» (πβ. Πλάτ. Τίμαιος 79c: διὸ δὴ τὸ τῶν στηθῶν καὶ τὸ τοῦ πλεύμονος ἔξω μεθιὲν τὸ πνεῦμα πάλιν ὑπὸ τοῦ περὶ τὸ σῶμα ἀέρος) ελνστ. σημ. «πνοή τής ζωής, ζωτική πνοή» (πβ. Π.Δ. Γένεσ. 7,15: εἰσῆλθον πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, δύο δύο ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστιν πνεῦμα ζωῆς) ήδη ελνστ. σημ. «το Άγιο Πνεύμα», επίσης «πνευματικό πρόσωπο (άγγελος ή δαίμονας)» (κυρίως στην Κ.Δ., πβ. Μάρκ. 3,11: καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντες ὅτι Σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ· Εβρ. 1,7: ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα) ελνστ. σημ. «σημείο για την προφορά τού αρχικού φωνήεντος λέξεων (δασεία ή ψιλή)» (φρ. πνεῦμα δασύ, ψιλόν, στον γραμματικό Απολλώνιο τον Δύσκολο, 2ος αι. μ.Χ.).
ψεύδομαι
ΕΤΥΜ. < αρχ. ψεύδω, -ομαι < ψευδ– < *pseu-d- (με παρέκταση -d-) < Ι.Ε. ρίζα *bhs-eu– (< *bhes- «φυσώ, σφυρίζω») || ψύ-χω «πνέω, φυσώ» > ψυχή
ΣΗΜΑΣ. Η προέλευση τής λ. προϋποθέτει μεταβολή από τη δήλωση ήχων όπως το σφύριγμα τού ανέμου ή ο χωρίς νόημα ψίθυρος στη σημασία «εξαπατώ».