απώλεια
26 Αυγούστου 2019βεληνεκές
26 Αυγούστου 2019Ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gen-ə- «γνωρίζω»
αρχ. γι-γνώ-σκω, γνῶ-σις, γνωσ-τός, γνώ-μη, γνώ-μων, γνώσ-της, γνωρ-ίζω, γνώρ-ιμος, ἀ-γνο-ῶ κ.ά.
σανσκρ. jánati, λατ. nōscō, σύνθ. co-gnōscō (> γαλλ. connaître — αγγλ. notice, acquaint, cognition, incognito, recognise), ignoro «αγνοώ», αγγλ. know «γνωρίζω» + can «μπορώ», γερμ., kennen «γνωρίζω» + können «μπορώ»
- γνω-: γνώ-μη (> συγγνώμη, φυσιογνωμία), γνώ-μων, γνωματ-εύω, γνῶ-σις [γνωσι-ακός (πβ. αισθησι-ακός, παραδοσι-ακός), μεταφρ. δάνειο από αγγλ. cognitive]
γνώμη > ευγνώμων – αγνώμων, εμπειρογνώμων, ισχυρογνώμων,πραγματογνώμων
νόρμα (αντιδάνειο) <λατ. norma (μέσω τής Ετρουσκικής)< γνώμων
> α) γνω-σ– ( επαυξημένο με σ- ): γνώσ-της [ σύνθετα, π.χ. αρχαιο-γνώστης, καρδιο-γνώστης, φυσιο-γνώστης, παντο-γνώστης κ.ά. > ουσιαστικά σε -γνωσία, π.χ. αρχαιο-γνωσία, βιβλιο-γνωσία, παντο-γνωσία], γνωσ-τός, ἄ-γνωσ-τος
> β) γνω-ρ- (ίσως από αμάρτυρο ουσ. *γνῶ-ρον): γνωρ-ίζω, γνώρ-ιμος.
2) γνο-: αρχ. ἀ-γνο-ῶ