Οι ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ στη γλώσσα
2 Ιουλίου 2020Συνοριοφύλακας, εποχικός, πληθυσμός
2 Ιουλίου 2020Ορθογραφικές δυσκολίες από διαφορές στο φωνήεν τής ρίζας ομόρριζων λέξεων
Ένα βασικό φαινόμενο τής αρχαίας Ελληνικής και των γλωσσών που ανήκουν στην ίδια οικογένεια είναι οι μεταβολές στο φωνήεν τής ρίζας, οι λεγόμενες «μεταπτώσεις» («μεταπίπτει», δηλ. περνάει σε άλλη μορφή, πχ. από -ε- σε -ο- [φέρ-ω > φόρ-ος], από -ει- σε -οι- [αμείβ-ω > αμοιβ-ή] κ.λπ.). Οι μεταβολές αυτές στην ρίζα των λέξεων επιβίωσαν στην Νέα Ελληνική μέσα από την συνέχεια τής γλώσσας μας.
Μεταπτώσεις: αλείφω – αλοιφή, λείπω – λοιποί – ελλιπής
αλείφω – αλοιφή, αμείβω – αμοιβή, τείχος – τοίχος
κείμαι, κειμήλιο – κοίτη, κοιτώνας, κοιμούμαι
λειπ- (λείπω, έλλειψη, έλλειμμα) – λοιπ- (λοιπός, υπόλοιπος, κατάλοιπο) – λιπ- (λιποθυμώ, λιποψυχώ, ελλιπής)
πείθω – πεποίθηση – πιθανός, πίστη, πιστός
στείβω – στοιβάζω – στίβος, στιβάδα, στιβαρός, στίφος
στείχω (αρχ.) – στοίχος, στοιχείο, στοίχημα – στίχος
φέρω, φέρετρο – φορά, φόρος, φορέας, φορείο – αυτόφωρος, φωριαμός
χειμώνας, χειμαδειό, χειμερινός, χειμάζω – χιόνι, χίμαιρα
Διακρίνονται οι εξής μεταπτωτικές βαθμίδες:
(α) απαθής βαθμίδα: το φωνήεν δεν μεταβάλλεται (π.χ. φέρω, λείπω, πατέρα, φρένες, λέγω, στέλλω, τένων),
(β) ετεροιωμένη βαθμίδα: το φωνήεν μεταβάλλει ποιόν, δηλ. είδος (π.χ. ε > o, φέρ-ω > φόρ-ος, πά-τερ > ἀπά-τορ-ος, φρέν-ες > ἄ-φρον-ος, λέγ-ω > λόγ-ος, στέλ-λω – στολ-ή, τέν-ων > τόν-ος· ει > οι, λείπ-ω > λοιπ-οί),
(γ) εκτεταμένη βαθμίδα: το φωνήεν μεταβάλλει ποσότητα και εκτείνεται από βραχύ σε μακρό (π.χ. ε > η (ē), πά-τερ > πα-τήρ, φρέν-ες > φρήν),
(δ) εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα: το φωνήεν μεταβάλλει ποιόν και ποσότητα (π.χ. ε > ω (ō), φέρ-ω > φώρ «κλέφτης», πά-τερ > ἀπά-τωρ),
(ε) συνεσταλμένη βαθμίδα: το φωνήεν σιγάται και το παρακείμενο υγρό ή έρρινο συναντάται με φωνηεντική μορφή, κυρίως ως βραχύ -α- (π.χ. φέρ-ω > φαρ-έτρα, πά-τερ > (δοτ. πληθ.) πα-τρά-σι, στέλ-λω> ἐ-στάλ-ην, τέν-ων > τά-σις, ἐκτε-τα-μένος)
(στ) μηδενισμένη βαθμίδα: το φωνήεν σιγάται χωρίς άλλη επίπτωση στους γειτνιάζοντες φθόγγους (π.χ. λείπ-ω > ἐλ-λιπ-ής, πα-τέρ-α > πα-τρ-ικός, φεύγ-ω > φυγ-ή).