Ε΄ έκδοση τού Λεξικoύ τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας
19 Αυγούστου 2019ολοσχερής
26 Αυγούστου 2019(μτφ.) η απάτη, το ψέμα, η ψευδαίσθηση.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Κάθε φορά που αφεθήκαμε στη φενάκη των «μεγάλων ιδεών», το πληρώσαμε πολύ ακριβά.
Οι σπασμωδικές αντιδράσεις των χρηματαγορών θύμισαν σε κάθε εύπιστο ότι η συνεχής άνοδος των χρηματιστηριακών δεικτών δεν είναι παρά φενάκη.
Φενάκη αποδείχθηκαν οι προεκλογικές εξαγγελίες τού νέου δημάρχου για μείωση των δημοτικών τελών.
“Και ποτέ στ’ αλήθεια δε μάθαμε τι είναι τα ποιήματα
είναι σπαράγματα, είναι ομοιώματα
φενάκη
φρεναπάτη (…);” (Νίκος Καρούζος)
ΕΤΥΜ. ελληνιστική λ. (επίσης πηνήκη), αρχικώς «περούκα», < φέναξ, -ακος «απατεώνας, αγύρτης», από όπου προήλθε επίσης το αρχ. φενακίζω «εξαπατώ, ψεύδομαι».