Κυκλοφορήθηκε η 5η έκδοση τού “Μεγάλου Λεξικού Μπαμπινιώτη”
27 Αυγούστου 2019ἔρρωσο / ἔρρωσθε
30 Αυγούστου 2019(συχνά κακόσημο) αυτός που γίνεται αμέσως αντιληπτός, καταφανής· οφθαλμοφανής, ολοφάνερος.
~ αβλεψία / αδικία / πέναλτι / λάθος / αντίφαση
«Τα κομματικά επιτελεία δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται σοβαρά για την εξόφθαλμη κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης»
«Στα σχετικά βίντεο η καταστροφή τού αρχαιολογικού χώρου είναι παραπάνω από εξόφθαλμη»
ΕΤΥΜ. αρχαία λ. ἐξόφθαλμος «αυτός που έχει μάτια που προεξέχουν» < ἐξ + ὀφθαλμός. Ήδη από την ελληνιστική εποχή η λ. έφτασε να σημαίνει «ολοφάνερος, καταφανής».
ΣΧΟΛΙΟ
εξόφθαλμος ή εξώφθαλμος; Η λ. δεν έχει σχηματιστεί από το επίρρημα έξω, πράγμα που αποδεικνύει λανθασμένη τη γραφή με -ω-: *εξώφθαλμος. Η σωστή γραφή είναι με -ο-: εξόφθαλμος.