άμεσα - αμέσως

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

άμεσα  
1. = «όχι έμμεσα» (αρχική κύρια χρήση)
2. = «σύντομα, χωρίς καθυστέρηση» (νεότερη σημασία. Ξεκίνησε ως «τύπος τής δημοτικής» σε -α των επιρρημάτων σε -α αντί τού αμέσως)

αμέσως= «πάραυτα, στο λεπτό» (εμφατικός τύπος)

Εκτύπωση