η λέξη "μπάτσος"

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

"Η λέξη μπάτσος (από το τουρκικό baç) στη γλώσσα των προσεκτικών ομιλητών δηλώνει συνήθως τον αστυφύλακα, το όργανο της τάξεως, αλλά με μια αρνητική χροιά που παραπέμπει στην άσκηση βίας πάνω σε αθώα θύματα, στην αυταρχική εξουσία που ταλαιπωρεί αδύναμους πολίτες κ.λπ. Στον λόγο των ίδιων ομιλητών η ουδέτερη λέξη για το όργανο της τάξεως είναι η λέξη αστυνομικός (και αστυνόμος, πβ. «κλέφτες κι αστυνόμοι» που έλεγαν και λένε τα παιδιά παίζοντας και αγγλικά cops and robbers), συνδεόμενη με εύσημες σημασιολογικές συνυποδηλώσεις (την προστασία του πολίτη από τους κακοποιούς, την καταδίωξη των εγκληματιών, την εξασφάλιση της ζωής και της περιουσίας των πολιτών κ.τ.ό.). Αρα η γενίκευση της λέξης μπάτσος, που βλέπουμε να κυριαρχεί λ.χ. στον μεταγλωττισμό των περισσότερων τηλεοπτικών έργων, σε τηλεοπτικές σειρές κ.λπ., για να αποδώσει το άχρωμο αγγλικό cop, και το σώμα των αστυνομικών μειώνει κοινωνικά και ηθικά και αφαιρεί από την ελληνική γλώσσα τη δυνατότητα να διαφοροποιεί σημασιολογικά τη χρήση των δύο λέξεων, επιβάλλοντας βαθμηδόν σε όλες τις περιπτώσεις τη μία από αυτές, το μπάτσος". 

ΕΤΥΜ. μπάτσος «υβριστ. για αστυνομικό» < οθωμ. τουρκ. baç «φόρος, διόδια» (που εισέπρατταν πιεστικά οι χωροφύλακες) < περσ. bāc «φόρος»

Εκτύπωση