ἔρρωσο / ἔρρωσθε

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

(ευχή) υγίαινε / υγιαίνετε∙ να είσαι / είστε καλά (καταληκτήρια φράση-χιρετισμός σε επιστολές)

ΕΤΥΜ. ῥώννυμι / ῥωννύω «ἐχω δύναμη, υγιαίνω»

ΟΜΟΡΡΙΖΑ : ρὠμη ««σωματική δύναμη, σθένος»», ρωμ-αλέος, εύ-ρωστος, άρ-ρωστος

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Το αρχαίο τοπωνύμιο Ρώμη δεν συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ρώμη.

ETYM. < αρχ. ῾Ρώμη [ήδη τον 4ο αι. π.Χ. στον Αριστοτέλη] < λατ. Roma, τοπωνύμιο ετρουσκ. αρχής, αγν. ετύμου. Αν και η ρωμαϊκή παράδοση παρήγε το όν. τής πόλης από τον Ρωμύλο (λατ. Romūlus), τον μυθικό ιδρυτή της, στην πραγματικότητα ισχύει το αντίστροφο.

Εκτύπωση