πνεύμα - ψεύδομαι

ETYM. < αρχ. πνεῦμα < *πνεF-μα < πνέω < *πνέF-ω.

ΣΗΜΑΣ. αρχική σημ. «πνοή, φύσημα» (πβ. Αισχ. Προμ. Δεσμ. 1085-7: σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα πάντων εἰς ἄλληλα στάσιν ἀντίπνουν) ’ αρχαία σημ. «ανάσα, αναπνοή» (πβ. Πλάτ. Τίμαιος 79c: διὸ δὴ τὸ τῶν στηθῶν καὶ τὸ τοῦ πλεύμονος ἔξω μεθιὲν τὸ πνεῦμα πάλιν ὑπὸ τοῦ περὶ τὸ σῶμα ἀέρος) ’ ελνστ. σημ. «πνοή τής ζωής, ζωτική πνοή» (πβ. Π.Δ. Γένεσ. 7,15: εἰσῆλθον πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, δύο δύο ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστιν πνεῦμα ζωῆς) ’ ήδη ελνστ. σημ. «το Άγιο Πνεύμα», επίσης «πνευματικό πρόσωπο (άγγελος ή δαίμονας)» (κυρίως στην Κ.Δ., πβ. Μάρκ. 3,11: καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντες ὅτι Σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ· Εβρ. 1,7: ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα) ’ ελνστ. σημ. «σημείο για την προφορά τού αρχικού φωνήεντος λέξεων (δασεία ή ψιλή)» (φρ. πνεῦμα δασύ, ψιλόν, στον γραμματικό Απολλώνιο τον Δύσκολο, 2ος αι. μ.Χ.). 

ψεύδομαι

ΕΤΥΜ. < αρχ. ψεύδω, -ομαι  < ψευδ- < *pseu-d- (με παρέκταση -d-) < Ι.Ε. ρίζα *bhs-eu- (< *bhes- «φυσώ, σφυρίζω») || ψύ-χω «πνέω, φυσώ» > ψυχή

ΣΗΜΑΣ. Η προέλευση τής λ. προϋποθέτει μεταβολή από τη δήλωση ήχων όπως το σφύριγμα τού ανέμου ή ο χωρίς νόημα ψίθυρος στη σημασία «εξαπατώ».

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο