λήθη

Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

το να ξεχνά ή να ξεχνιέται (κάποιος/κάτι)· λησμοσύνη, λησμονιά.

«Ό,τι μας φέρνει τώρα δάκρυα, αύριο θα το έχει σβήσει η λήθη, όπως γίνεται πάντα!»

«Τα λάθη μοιάζουν με τα πάθη: κρύβονται στη λήθη για να επαναληφθούν»

«Σε αυτό το όμορφο λεύκωμα διασώζει από τη λήθη εικόνες και µνήµες τής εποχής τού Μεσοπολέµου»

    "Μόλις πεθάνει

     Η αγάπη

     Θέλει σιωπή μεγάλη

     Για να ’βρει στην άκρη τού πόνου

     Την περίφημη λίμνη

     Τη λήθη."    (Γιώργος Σαραντάρης)

ΕΤΥΜ. αρχαία λ. λήθη / λᾱθᾱ, που προέρχεται από θέμα τού ρήματος λανθάνω «μένω απαρατήρητος, κρυμμένος, διαφεύγω την προσοχή». Από το στερητικό ἀ- και τη λ. λήθη σχηματίστηκε το αρχ. ἀληθής (> ἀλήθεια).

Εκτύπωση