γνωρίζω - γνώμη - γνώση - αγνοώ

Ινδοευρωπαϊκή ρίζα  *gen-ə- «γνωρίζω»

αρχ. γι-γνώ-σκω, γνῶ-σις, γνωσ-τός, γνώ-μη, γνώ-μων, γνώσ-της, γνωρ-ίζω, γνώρ-ιμος, ἀ-γνο-ῶ κ.ά.

σανσκρ. jánati, λατ. nōscō, σύνθ. co-gnōscō (> γαλλ. connaître — αγγλ. notice, acquaint, cognition, incognito, recognise), ignoro «αγνοώ»,  αγγλ. know «γνωρίζω» + can «μπορώ», γερμ., kennen «γνωρίζω» + können «μπορώ»

  • γνω-: γνώ-μη (> συγγνώμη, φυσιογνωμία), γνώ-μων, γνωματ-εύω, γνῶ-σις [γνωσι-ακός (πβ. αισθησι-ακός, παραδοσι-ακός), μεταφρ. δάνειο από αγγλ. cognitive]

γνώμη > ευγνώμων - αγνώμων, εμπειρογνώμων, ισχυρογνώμων,πραγματογνώμων

νόρμα (αντιδάνειο) <λατ. norma (μέσω τής Ετρουσκικής)< γνώμων

>  α) γνω-σ- ( επαυξημένο με σ- ):  γνώσ-της [ σύνθετα, π.χ. αρχαιο-γνώστης, καρδιο-γνώστης, φυσιο-γνώστης, παντο-γνώστης κ.ά. > ουσιαστικά σε -γνωσία, π.χ. αρχαιο-γνωσία, βιβλιο-γνωσία, παντο-γνωσία],  γνωσ-τός, ἄ-γνωσ-τος

>  β) γνω-ρ- (ίσως από αμάρτυρο ουσ. *γνῶ-ρον): γνωρ-ίζω,  γνώρ-ιμος.

        2) γνο-: αρχ. ἀ-γνο-ῶ

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο