διαρρήδην
(επίρρ.) (αρχαιοπρ.)
χωρίς περιστροφές ή υπεκφυγές· ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα, αναφανδόν.
Υποστήριξε διαρρήδην τις διεκδικήσεις του.
Ωστόσο, πηγές προσκείμενες στον πρωθυπουργό απορρίπτουν διαρρήδην το σενάριο πρόωρων εκλογών.
Ο πρόεδρος τής επιτροπής, ακριβώς μία ημέρα πριν, είχε κάνει λόγο για την ανάγκη να αυξηθούν τα όρια ηλικίας, κάτι που αρνείται διαρρήδην ο υπουργός.
Βλ.λ. αναφανδόν
ΕΤΥΜ. αρχαία λ., < διά + θέμα που απαντά στα αρχ. ῥῆ-μα, ῥῆ-σις + -δην, επίθημα επιρρημάτων, πβ. άρ-δην, φύρ-δην, μίγ-δην.