αμφισημία - αμφίσημος
η διφορούμενη σημασία λέξης, φράσης ή πρότασης· το να γίνεται αντιληπτή με δύο διαφορετικούς τρόπους.
συντακτική ~
Η αμφισημία τής νουβέλας έδωσε αφορμή ώστε το έργο να ερμηνευθεί από άλλους κριτικούς ως ρατσιστικό και από άλλους ως αντιρατσιστικό ταυτόχρονα.
Η αμφισημία ήταν το βασικό χαρακτηριστικό των χρησμών τής Πυθίας.
αμφίσημος, -η, -ο.
ΕΤΥΜ. λόγια λέξη τής Νέας Ελληνικής, < αμφίσημος < αμφί «και από τις δύο πλευρές, ολόγυρα» + σήμα· αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. ambiguïté.