Ετυμολογία: Κωνσταντίνος – Ελένη
22 Μαΐου 2019Ετυμολογία: νους
30 Μαΐου 2019Τα Oxford Dictionaries ανακήρυξαν ως λέξη τής χρονιάς 2018 (the word of the year) την ελληνικής προελεύσεως λέξη toxic.
Ιδού η ετυμολογία της:
τοξικός «δηλητηριώδης»
αρχ., αρχική σημ. «σχετικός με τόξο», < τόξ(ον) (βλ.λ.) + παραγ. τέρμα -ικός. Η αρχ. φρ. τοξικὸν φάρμακον (πβ. Αριστ. Περὶ θαυμασ. ἀκουσμ. 837a· αργότερα τοξικὸν βέλος), που δήλωνε το δηλητήριο με το οποίο οι Κέλτες και οι Σκύθες άλειφαν τα βέλη τους, υπήρξε η αφετηρία τής σημ. «δηλητηριώδης», η οποία πρωτοαπαντά (για το επίθ. τοξικός) στον ιατρό Διοσκουρίδη (1ος αι. μ.Χ.).
ΕΤΥΜ. ΠΕΔΙΟ
τοξικ-ότητα, λόγ. [1894], μεταφορά τού ελληνογενούς γαλλ. toxicité
τοξίκ-ωση, μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ. toxicosis.
ΣΥΝΘ. τοξικο- (ελληνογενείς ξέν. όρ.): τοξικο-δερμία (μεταφορά τού γαλλ. toxicodermie), τοξικο-λογία (λόγ. [1859], μεταφορά τού γαλλ. toxicologie), τοξικο-φοβία (μεταφορά τού αγγλ. toxiphobia), τοξικο-φόρος (μεταφορά τού αγγλ. toxophorous) κ.ά.
τόξο< αρχ. τόξον [ήδη ομηρικό] (γνωστό στη Μυκηναϊκή, όπως προκύπτει από το παράγωγο to–ko–so–ta: τοξότης), πιθ. δάνειο από την αρχ. Περσική, καθώς οι Πέρσες και κυρίως οι Σκύθες ήταν ονομαστοί τοξότες. Σε αυτό συντείνουν επίσης τα σκυθικά ονόματα Τόξαρις, Τάξακις, Ταξίλας, καθώς και το σπάνιο μτγν. περσ. taχš «τόξο». Η λ. τόξον αντικατέστησε πολύ νωρίς το αρχαϊκό συνώνυμο βιός (ὁ), που απαντά κυρίως στον Όμηρο.
ΕΤΥΜ. ΠΕΔΙΟ
τοξεύω < αρχ. τοξ-εύω [ήδη ομηρικό]
τόξευση < ελνστ. τόξευ-σις < αρχ. τοξ-εύω
τοξευτής < αρχ. τοξευ-τής < ρ. τοξ-εύω
τοξοειδής < ελνστ. τοξο-ειδής
τοξότης < αρχ. τοξό-της (ήδη μυκ. to–ko–so–ta) < τόξο(ν) + παραγ. τέρμα -της, πβ. αρχ. ἱππό-της
τοξωτός < ελνστ. τοξ-ωτός < τόξ(ον) + παραγ. τέρμα -ωτός.
ΣΥΝΘ. τοξο-: τοξο-φόρος (αρχ.), τοξο-βόλος (ελνστ.), τοξο-βολία (ελνστ.), τοξο-στοιχία κ.ά.
εκ-τοξεύω, εκ-τόξευση, εκ-τοξευτήρας, εκ-τοξευτικός.
τοξίνη λόγ. [1894], μεταφορά τού ελληνογενούς γαλλ. toxine < tox(ique) (με παραγ. τέρμα –ine των διαφόρων ουσιών) < λατ. toxicum «δηλητήριο με το οποίο άλειφαν τα βέλη» < αρχ. τοξικόν (βλ.λ. τοξικός).
ΕΤΥΜ. ΠΕΔΙΟ
τοξίν-ωση, μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ. toxinosis.
ΣΥΝΘ. τοξιν(ο)- (ελληνογενείς ξέν. όρ.): τοξιν-αιμία (μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ. toxaemia), τοξινο-θεραπεία (μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ. toxinotherapy), τοξινο-φόρος (μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ. toxophore).