Ευρώπη
17 Μαΐου 2019Η δύναμη τής ελληνικής γλώσσας
21 Μαΐου 2019Ρομ(ά) < τσιγγαν. rom “σύζυγος, νυμφευμένος άνδρας”, πιθ. < σανσκρ. raama “σύζυγος – μαύρος”
μάννα, το μτγν. < εβρ. man, όπως απαντά στην ερώτηση man hu’? «τι είναι αυτό;», την οποία απηύθυναν οι Iσραηλίτες ο ένας στον άλλον, όταν πρωτοείδαν αυτό το είδος τροφής (πβ. Π.Δ. Έξοδος 16, 15: ἰδόντες δὲ αὐτὸ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ. Tί ἐστιν τοῦτο;). Στον ελλην. σχηματισμό συνεπέδρασε και το αρχ. μάννα (ἡ) «λεπτή σκόνη θυμιάματος». Πβ. και καγκουρό < γαλλ. kangourou / kanguroo < αγγλ. kangaroo, πιθ. < ganurru, λ. των Αβοριγίνων (ιθαγενών) τής Αυστραλίας. Σύμφωνα με ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΠΑΡΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ, η λ. προήλθε από τη φρ. ka guro «δεν ξέρω», με την οποία απάντησε ένας ιθαγενής στον Άγγλο πλοίαρχο James Cook το 1770, όταν ρωτήθηκε ποιο είναι το όνομα τού ζώου.
μαστίχα μεσν. < μτγν. μαστίχη < αρχ. μαστιχῶ (-άω) (υποχωρητ.) «τρίζω τα δόντια, μασώ» < μάσταξ, -ακος (ἡ) «στόμα» < *μάθ-τ-αξ < ρ. επίθ. *μαθ-τός < ρ. μασῶ (-άω) (< *μαθ-jάω) που συνδ. με το λατ. mando «μασώ» (> manduco «τρώγω» > γαλλ. manger).
ρετσίνα μεσν. < απευθείας από το αρχ. ῥητίνη ή < μτγν. λατ. resina, παράλλ. δάνειο τής Λατινικής από μη I.E. γλώσσα, όπως και το αρχ. ῥητίνη
ρομαντικός Mεταφορά τού γαλλ. romantique < παλ. γαλλ. roma(u)nt «ρομάντζο, μεσαιωνικό μυθιστόρημα» < romanz < παλ. γαλλ. romanz «(κείμενο) στη λαϊκή λατινική γλώσσα (σε αντίθεση με την κλασική Λατινική)» < δημώδ. λατ. *romanice (επίρρ.) «ρομανιστί, στη δημώδη Λατινική» < λατ. Romanicus < Roma «Pώμη». Από τον 17ο αι. η γαλλ. λ. δήλωσε επίσης το ύφος αυτών των μυθιστορημάτων και έφτασε να σημαίνει «συναισθηματικός, τρυφερός»
σεσημασμένος αρχ., αρχικώς «σφραγισμένος – σημαδεμένος» (για ζώα ή δούλους), μτχ. παθ. παρακ. τού αρχ. σημαίνω. Η σημ. «γνωστός κακοποιός» οφείλεται σε απόδ. τού γαλλ. marqué, το οποίο αρχικώς αναφερόταν στους καταδίκους που στιγματίζονταν με πυρωμένο σίδερο στον ώμο
σατέν < γαλλ. satin < ισπ. aceituní / setuní < αραβ. (atlas) Zaytūnī «ατλάζι από την πόλη Zaytūn», αραβ. ονομασία τής κινεζ. πόλης Tsai-Tung, όπου παραγόταν αυτό το ύφασμα
σηκώνω μεσν. < μτγν. σηκῶ (-όω) «ζυγίζω, ισορροπώ (σε πλάστιγγα)» < αρχ. σηκός. Η σημ. «υψώνω» (ήδη μεσν.) οφείλεται στην εικόνα τής ζυγαριάς κατά την οποία ο ένας δίσκος υψώνεται, όταν ζυγίζονται τα υλικά
σεζόν (σαιζόν) < γαλλ. saison < λατ. satio, -ōnis «σπορά, εποχή τής σποράς»