Ετυμολογία των λέξεων “ετυμολογία” – “έτυμον”
22 Μαΐου 2019Ετυμολογία: τοξικός – τόξο – τοξίνη
29 Μαΐου 2019
Κωνσταντίνος
< μτγν. Kωνσταντῖνος < λατ. Constantinus < επίθ. constans «σταθερός, βέβαιος»].
Ελένη
< αρχ. Ἑλένη, αβέβ. ετύμου. Eνδιαφέρουσα φαίνεται η εκδοχή τού H. Grégoire, ότι Ἑλένη < *Fελένα < *Fενένα (με ανομοίωση), που συνδ. με το λατ. Venus «Aφροδίτη». Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η σύνδεση με μια ρίζα *vel-/svel– «λάμπω» (σανσκρ. svarati «λάμπει, φωτίζει») ή πιθ. με ΙΕ ρίζα *wel– «στρέφω, γυρίζω» (wel–ena > Ἑλ-ένη). Tο όνομα έχει περάσει σε ξέν. γλώσσες μέσω τής ελλην. μυθολογίας, π.χ. αγγλ. Helen, γαλλ. Hélène κ.ά. όπου έχει διατηρηθεί η δασεία τού Ἑλένη με τη μορφή τού h-.