Η δύναμη τής ελληνικής γλώσσας
21 Μαΐου 2019Ετυμολογία: Κωνσταντίνος – Ελένη
22 Μαΐου 2019
ετυμολογία
< αρχ. ἐτυμολογία (πιθ. σε απόσπασμα από τον Αριστοτέλη) < ἔτυμο(ς) «αληθής» (βλ.λ. έτυμον) + λεξ. επίθημα –λογία, από παράγωγο τού ρ. λέγω (βλ.λ.). Η λ. δήλωνε αρχικώς την «εύρεση τής πρώτης και αληθούς σημασίας μιας λέξεως» και αποτελούσε το τέταρτο μέρος τής Τέχνης Γραμματικῆς τού Διονυσίου τού Θρακός (2ος αι. π.Χ.).
έτυμον
ΕΤΥΜ. < αρχ. ἔτυμον, ουσιαστικοπ. ουδ. τού επιθ. ἔτυμος «αληθής, βέβαιος» < *ἔτF-μος, μεταπτωτ. βαθμίδα τής δισύλλαβης ρίζας *ἐτεF-, που απαντά επίσης στο ομόρριζο ἐτεός «αληθής, αυθεντικός» < *ἔτεF-ός) και συνδ. με το ρ. ἐτάζω (βλ.λ. εξετάζω).
ΣΗΜΑΣ. αρχική σημ. (με επιρρ. χρήση) «αληθώς, πράγματι» (πβ. Ομήρ. Ὀδ. δ 140: ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω;) → ελνστ. σημ. «ετυμολογική αρχή, προέλευση – αρχική σημασία τής λέξεως» (πβ. Ποσειδ. απόσπ. 7: τάχα τῶν πάλαι Ἑλλήνων οὕτω καλούντων τοὺς Ἄραβας, ἅμα καὶ τοῦ ἐτύμου συνεργοῦντος πρὸς τοῦτο).