Ετυμολογία: νους

Καταχωρήθηκε στο Ετυμολογικά

ΕΤΥΜ. < αρχ. νοῦς «αντίληψη – διάνοια, μυαλό» < νόος, αβεβ. ετύμου. Έχει υποτεθεί ότι η λ. ανάγεται σε θ. *νοF- (πιθ. σχέση με ανθρωπωνύμιο Πολύ-νοF-a) και, ως εκ τούτου, συνδ. με γοτθ. snurts «έξυπνος, σώφρων». Σύμφωνα με άλλη, το αρχικό θ. είναι *noy- και οδηγεί σε σύνδεση με σανσκρ. náyati «οδηγώ». Η σύνδεση με το ρ. νεύω «γνέφω με νόημα» έχει πιθανή βάση που ενισχύεται από τον συσχετισμό με τη λ. πινυτός «σώφρων» και διαλεκτ. (κρητ.) νύναμαι = δύναμαι. Kατ’ άλλους, η λ. συνδ. με το αρχ. νέομαι «επιστρέφω» και ίσως «σώζω, φυλάσσω» που θα μπορούσε σημασιολογικά να εξελιχθεί πιθανόν σε «παρατηρώ» (πβ λατ. servo). 

Επίχαρμος: «νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει, τἆλλα τυφλὰ καὶ κωφά»
Αναξαγόρας: «πάντα ἔγνω νοῦς […] πάντα διεκόσμησε νοῦς»

νόος
> νοῦς > νοῶ > -νο-ια

-νοια
διά-νοια, έν-νοια, επί-νοια, μετά-νοια, παρά-νοια, περί-νοια, πρό-νοια, υπό-νοια

άνοια ||αγχίνοια, οξύνοια, βαθύνοια, ταχύνοια, ευρύνοια ||αμβλύνοια, βαρύνοια, βραδύνοια, μικρόνοια, ολιγόνοια, κουφόνοια || ομόνοια, διχόνοια, εύνοια, κακόνοια, κρυψίνοια

 

Εκτύπωση