Γλωσσολογική προσέγγιση τού λόγου
7 Ιουνίου 2018Από τη «Γραμματική των μερών τού λόγου» στη «Γραμματική των επικοινωνιακών λειτουργιών»
7 Ιουνίου 2018Πρακτικά τού Συνεδρίου: «1976-1996. Είκοσι χρόνια από την καθιέρωση τής Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας», 29 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1996 (Αθήνα: Γ. Τσιβεριώτη), σ. 191-196
Γενικά
Η θέση μου απέναντι στη γλωσσική μεταρρύθμιση τού ’76 υπήρξε σαφής και σταθερή: Η μεταδικτατορική Κυβέρνηση τού Κ. Καραμανλή με υπουργό Παιδείας τον Γ. Ράλλη έλαβε και εφάρμοσε στην πράξη μιαν ιστορική για τη γλώσσα απόφαση, αυτήν που περιελήφθη στον Νόμο 309/1976. Εκεί προβλέπεται ότι «Γλώσσα διδασκαλίας, αντικείμενο διδασκαλίας και γλώσσα των διδακτικών βιβλίων εις όλας τας βαθμίδας τής Γεν. Εκπαιδεύσεως είναι από τού σχολ. έτους 1976-7 η Νεοελληνική. Ως νεοελληνική γλώσσα νοείται η διαμορφωθείσα εις πανελλήνιον εκφραστικόν όργανον υπό τού ελληνικού λαού και των δοκίμων συγγραφέων τού Έθνους δημοτική, συντεταγμένη άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων». Η απόφαση τού ’76 τιμά αφενός αυτούς που την έλαβαν και αυτούς που την ψήφισαν (και την εψήφισε ολόκληρη η Ελληνική Βουλή), συγχρόνως δε αποτελεί σταθμό στην ιστορία τής ελληνικής γλώσσας, αφού είναι αυτή που οδήγησε στην καθιέρωση τής νεοελληνικής ή δημοτικής ως επίσημης γραπτής και προφορικής γλώσσας των Ελλήνων, πρώτα στην Εκπαίδευση και αμέσως μετά στη Διοίκηση. Έτσι λύθηκε -κι αυτό αντικειμενικά υπήρξε μέγα και καθοριστικό επίτευγμα- το περίφημο Γλωσσικό ζήτημα, που δίχασε τους Έλληνες τους δύο τελευταίους αιώνες, προσλαμβάνοντας από τα τέλη τού 19ου αιώνα τη μορφή «γλωσσικού εμφυλίου»! Η διαμάχη που άρχισε με τον Αττικισμό (τον 1ο π.χ.αιώνα) εδέησε να βρει τη λύση της μετά από 2.000 χρόνια, μια λύση που προτού αντιμετωπιστεί θεσμικά, είχε ωριμάσει γλωσσικά στο στόμα τού ελληνικού λαού (η απλοποίηση τής γλώσσας άρχισε από τα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προχώρησε στη 10ετία τού ’60 και ωρίμασε ακόμη περισσότερο στα χρόνια τής μεταπολίτευσης). Μέσα στην ωριμότητα και τη σύνεση -πολιτική, κοινωνική και πνευματική-, που επέδειξαν οι Έλληνες μετά την πικρή εμπειρία τής Επταετίας, ήταν και η αποδοχή μιας άλλης εθνικής πραγματικότητας, τής γλώσσας, με την άρση ενός άλλου διχασμού, τού γλωσσικού διχασμού.
Τα είκοσι χρόνια, που διανύσαμε από τη γλωσσική μεταρρύθμιση μέχρι σήμερα, προτείνω να τα διακρίνουμε (σχηματικά και γενικευτικά κατ’ ανάγκην) σε δύο δεκαετίες: Στην α’ δεκαετία τής μεταρρύθμισης, τη 10ετία τής σύγχυσης, των λαθών και της οξύτητας (μέσα 10ετίας ’70 έως τα μέσα τής 10ετίας τού ’80) και στη β’ δεκαετία τής μεταρρύθμισης, τη δεκαετία τής δουλειάς, της σύνεσης και των επιτευγμάτων (μέσα 10ετίας τού ’80, μέχρι σήμερα). Μετά από μια σύντομη εκτίμηση των πεπραγμένων μέσα σ’ αυτές τις δύο δεκαετίες, θα σταθώ στα προβλήματα που υπάρχουν και σήμερα και θα τελειώσω με τις προοπτικές που διανοίγονται, κατά τη γνώμη μου, στην πορεία τής γλώσσας μας.
Η α’ δεκαετία (1976-1986)
Μια πολιτική απόφαση για ένα ζήτημα που είχε διχάσει επί χρόνια τους Έλληνες και που αφορούσε σ’ ένα θέμα ζωτικό για την προσωπική και δημόσια ζωή του καθενός, για τη γλώσσα που μιλάει και γράφει, δεν μπορούσε να μη προκαλέσει κραδασμούς. Ότι οι κραδασμοί δεν ήταν τόσοι και τέτοιοι που να προκαλέσουν βαθιά εθνικά ρήγματα και αγεφύρωτες ρήξεις οφείλεται αφενός στην ωρίμαση του θέματος που αναφέραμε και αφετέρου στην αμηχανία των ανθρώπων που αιφνιδιάστηκαν από την απόφαση. Μόλις, όμως, συνειδητοποιήθηκαν οι αλυσιδωτές επιπτώσεις που είχε η γλωσσική μεταρρύθμιση (στους μαθητές, στους εκπαιδευτικούς, στους γονείς, στους δημοσίους υπαλλήλους, στους δημοσιογράφους, στους ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ.) και μόλις βρέθηκαν όλοι ξαφνικά υποχρεωμένοι να εκφράζονται (να ακούνε γύρω τους, να διαβάζουν και κυρίως να γράφουν στην επίσημη τυπική επικοινωνία τους) στη δημοτική γλώσσα, τότε φάνηκαν στο προσκήνιο τα προβλήματα. Τότε άρχισαν οι κρίσεις και οι επικρίσεις, οι διαμαρτυρίες και οι αντιπαραθέσεις, η αίσθηση τής καταπίεσης και η συνειδητοποίηση μιας γλωσσικής κακογουστιάς που συχνά έφτανε τα όρια τής πρόκλησης. τότε είναι που έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά προβλήματα και, κυρίως, η έλλειψη σχεδιασμού και προετοιμασίας για την πρόληψη των αναμενομένων προβλημάτων.
Οι αδυναμίες που τότε για πρώτη φορά έγιναν αισθητές και επιδείνωσαν την κατάσταση ήταν, πάνω απ’ όλα, η έλλειψη τής απαραίτητης γλωσσικής υποδομής: μιας σύγχρονης (για τη γλώσσα της δεκαετίας τού ’80) γραμματικής, ενός σύγχρονου συντακτικού, ενός σύγχρονου λεξικού. Τότε έγινε επίσης έντονα αισθητή η έλλειψη κατάλληλων διδακτικών βιβλίων και η έλλειψη δασκάλων, προετοιμασμένων να διδάξουν τη δημοτική.
Το πρόβλημα οξύνθηκε από την αναζωπύρηση τού γλωσσικού —σε εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό επίπεδο— λόγω ακριβώς των αδυναμιών και των δυσκολιών που ανέκυπταν από την ξαφνική επισημοποίηση τής δημοτικής και τη γενίκευση τής χρήσης της. Η εύλογη άγνοια των μη ειδικών ως προς την έννοια τής δημοτικής και τη σωστή χρήση τής γλώσσας προκάλεσε σύγχυση και σημαντική πτώση τού επιπέδου τής γλωσσικής επικοινωνίας. Σε μια τάση —σε μερικούς συνειδητή, στους περισσότερους ασυνείδητη– αποφυγής τής “ύποπτης” καθαρεύουσας, φτάσαμε εκείνα τα χρόνια σ’ ένα “δημοτικιστικό καθαρισμό” τής γλώσσας, σε μια καθαρεύουσα από την ανάποδη, σε μια καθαρεύουσα δηλ. που αποσκοπούσε στον καθαρισμό τής δημοτικής από τα λόγια στοιχεία της, έστω κι αν αυτή ήταν αναγκαία στην επικοινωνία, έστω κι αν η αντικατάστασή τους προκαλούσε κωμικές καταστάσεις. Οι διπλοί τύποι θεωρήθηκαν τότε εξοβελιστέοι από τη γλώσσα. παράγονταν κείμενα που έδιναν έντονη την αίσθηση (ιδίως σε έγγραφα και διοικητικά γενικώς κείμενα) μιας “δημοτικής από μετάφραση” (τής καθαρεύουσας) και, γενικά, η γλώσσα έφτασε σ’ αυτό που επέμενε κι ο νόμος ότι έπρεπε να αποφευχθεί —σε μια δημοτική με ακρότητες. Αποτέλεσμα: Στην α΄ φάση της μεταρρύθμισης λύσαμε το γλωσσικό ζήτημα και βρεθήκαμε με ένα οξύ γλωσσικό πρόβλημα: το πρόβλημα να συλλάβουμε σωστά την έννοια τής δημοτικής γλώσσας και κυρίως το πρόβλημα τής εξασφάλισης μιας ποιότητας στη χρήση τής δημοτικής.
Η β’ δεκαετία (1986-1996)
Η πείρα από τη χρήση τής δημοτικής στην προηγηθείσα δεκαετία, οι συχνές και έντονες συζητήσεις, η αντίδραση τού κόσμου στις ακρότητες η οποία βρήκε και ευρεία δημόσια έκφραση (άρθρα, δημόσιες συζητήσεις, συνέδρια), το ξεσήκωμα πνευματικών ανθρώπων απέναντι στη στρέβλωση τής γλώσσας και στις κακοποιήσεις που διαπράττονταν εν ονόματι δήθεν της δημοτικής και, γενικότερα, η ευαισθητοποίηση τού κόσμου μπροστά σε μια αλλόκοτη κατάσταση που προέκυψε στα πρώτα χρόνια τής μεταρρύθμισης, άρχισαν να δίνουν καρπούς στη β’ δεκαετία.
Συνειδητοποιήθηκε βαθμηδόν ότι το λόγιο στοιχείο -εκτός ακραίων περιπτώσεων- δεν αποτελεί “νόθευση” τής νεοελληνικής κοινής, αλλά επικοινωνιακά γόνιμο και ιστορικά νόμιμο γλωσσικό υλικό. Έγινε επίσης αντιληπτό ότι γνήσια και ποιοτική χρήση τής δημοτικής δεν μπορεί να είναι “μια δημοτική από μετάφραση” λόγιων δομών τής γλώσσας. Όπως έγινε αντιληπτό και ότι η πολυτυπία (φωνολογική, μορφολογική, συντακτική και, προπάντων, λεξιλογική) δεν αποτελεί κατάρα, αλλά ευλογία τής ελληνικής γλώσσας, καταξιωμένη μέσα από τη μακρόχρονη καλλιέργεια τής Ελληνικής σε ποικίλα εκφραστικά επίπεδα.
Παράλληλα, η συστηματική διδασκαλία τής δημοτικής στο Σχολείο (κι εδώ βοήθησε αποφασιστικά το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), η εντονότερη ενασχόληση των εκπαιδευτικών, άλλων επιστημόνων, δημοσιογράφων, έμπειρων διοικητικών κ.ά. με την πρακτική χρήση της γλώσσας και με την ανάπτυξη ενός ειλικρινούς προβληματισμού για τα θέματα τής γλώσσας, οδήγησαν στο να καταρρεύσει ο μύθος ότι τάχα η δημοτική δεν έχει γραμματική (σαν να υπήρξε ποτέ στον κόσμο γλώσσα χωρίς γραμματική δομή!) ή ότι η δημοτική δεν μπορεί να εκφράσει σύνθετες έννοιες, όντας κατάλληλη -και σχεδόν “εκ Θεού” προορισμένη- μόνο για τη λογοτεχνία και απλούστερες μορφές προφορικής επικοινωνίας!
Εξάλλου, με την ανάδειξη τής δημοτικής (ή νεοελληνικής) από γλώσσα του προφορικού λόγου και της λογοτεχνίας σε γλώσσα τής εξουσίας (Διοίκησης, Εκπαίδευσης και ΜΜΕ) καθώς και με την τροπή της σε “αστική δημοτική” σύμφωνα με τις επικοινωνιακές και κοινωνικές ανάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων, η δημοτική από “αγνή κόρη τής επαρχίας” έγινε “η δραστήρια κυρία που κινείται στα κέντρα των αποφάσεων, στην επιστήμη, στην Εκπαίδευση, στον επιχειρηματικό κόσμο και σ’ αυτές ακόμη τις επίσημες αίθουσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας”. Έτσι γνώρισε μιαν αλματώδη επικοινωνιακή καλλιέργεια, αποκτώντας μαζί τη σκληρότητα και την ακαμψία τής γλώσσας τής εξουσίας, αλλά συγχρόνως και μια “εκφραστική ετοιμότητα” που υπαγορεύει τη χρήση της σε ποικίλα επίπεδα επικοινωνίας. Η γλώσσα μας, τη β’ δεκαετία τής μεταρρύθμισης, ξεπέρασε τους καβγάδες τού γλωσσικού και ψάχνει να βρει τον δρόμο της ανάμεσα στα μεγάλα και ουσιαστικά προβλήματα γλωσσικής επικοινωνίας που θέτει η σύγχρονη κοινωνία τής πληροφορικής και η Ευρώπη χωρίς σύνορα.
Προβλήματα
Ωστόσο, η μακροσκοπική θεώρηση τής γλωσσικής επικοινωνίας δεν αίρει ορισμένα προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν στη γλώσσα μας και στη β’ δεκαετία τής μεταρρύθμισης με κοινό παρονομαστή το πρόβλημα τής ποιότητας τής γλώσσας που χρησιμοποιούμε στην επικοινωνία μας, προφορική και γραπτή. Μερικά από τα προβλήματα που υπάρχουν έχουν γενικό χαρακτήρα: το ότι λ.χ. σε όλες τις χώρες (τουλάχιστον τής Ευρώπης) ακούγονται διαμαρτυρίες για υποβάθμιση τής γλώσσας. το ότι σε μια “κοινωνία τής εικόνας” όπως τείνει να γίνει η δική μας, η γλώσσα ως αξία και ως ποιότητα τίθεται σε δεύτερη μοίρα με αρνητικές για τη χρήση της συνέπειες. το γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος κατακλύζεται από όγκους γλωσσικών πληροφοριών και αναγκών που δεν έχει τον χρόνο να επεξεργαστεί (κατά την παραγωγή και πρόσληψη κειμένων) στον βαθμό που χρειάζεται και με απαιτήσεις ποιότητας. Αυτά και άλλα είναι, βεβαίως, γενικότερα προβλήματα.
Εδώ μας ενδιαφέρουν όμως περισσότερο τα ειδικότερα προβλήματα, που έχουν να κάνουν με τη δική μας γλώσσα μέσα σ’ αυτά τα 20 χρόνια τής μεταρρύθμισης. Τα προβλήματα αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, τα εξής:
(i) Το πρόβλημα τής καλύτερης διδασκαλίας τής γλώσσας στο Σχολείο. Χρειάζεται βελτίωση τής εφαρμογής τής δομολειτουργικής-επικοινωνιακής μεθόδου, με ανανέωση των βιβλίων διδασκαλίας τής γλώσσας στο σχολείο και με ενεργοποίηση των “3 ρω” τής γλώσσας: της καλύτερης γνώσης τών μηχανισμών της γραμματικής, της γνώσης τής προφοράς και της ορθής εκφοράς εκφοράς της γλώσσας και, τέλος, της κατάκτησης τής ορθογραφίας και της ίδιας τής γραφής τής γλώσσας.
(ii) Το πρόβλημα τής γλωσσικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών. Δεν μπορούμε να περιμένουμε να δώσει τους προσδοκώμενους καρπούς η διδασκαλία τής γλώσσας, όταν διδάσκεται από δασκάλους (στην πρωτοβάθμια) και καθηγητές (στη δευτεροβάθμια) που δεν έχουν οι ίδιοι καταρτισθεί γλωσσολογικά, δηλ. επιστημονικά, γι’ αυτό που κάνουν. Απαιτείται, λοιπόν, κατάλληλη κατάρτιση και συνεχής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στις σύγχρονες μεθόδους ανάλυσης και διδασκαλίας της γλώσσας.
(iii) Το πρόβλημα της εξοικείωσης των μαθητών με τα παλιότερα Ελληνικά μας. Σε μια γλώσσα όπως η Ελληνική, όπου οι επιβιώσεις και οι αναβιώσεις δομικών και λεξιλογικών κυρίως συστατικών έχουν δημιουργήσει μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στην παλιότερη και τη σύγχρονη Ελληνική, δεν μπορείς να μιλάς για απαιτητική κατάκτηση τής γλώσσας χωρίς επαφή και εξοικείωση με τη λόγια γλωσσική παράδοση, εξοικείωση που θα υπηρετεί την κύρια διδασκαλία τής γλώσσας, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διδασκαλία τής νεοελληνικής γλώσσας.
(iv) Το πρόβλημα τής επαφής των μαθητών (και όχι μόνον αυτών) με πρότυπα κείμενα. Εννοώ κείμενα επιστημονικά, δοκιμιογραφικά, λογοτεχνικά, δημοσιογραφικά κ.ά., ήτοι επαφή με διαφόρους τύπους κειμένων όπου η γλώσσα αξιοποιείται με δημιουργικό τρόπο, που διδάσκει από μόνος του, αναδεικνύοντας τις εκφραστικές δυνατότητες τής γλώσσας μας.
(v) Το πρόβλημα τής ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης τού κόσμου για τη γλώσσσα. Μ’ αυτό εννοώ ότι λείπει ακόμη μία ευρύτερη ενημέρωση του κόσμου ως προς τη χρήση τής νεοελληνικής και μια μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σε μια πιο προσεγμένη χρήση τής γλώσσας.
Προοπτικές
Το πέρασμα από “μια δημοτική με ακρότητες” (της α΄ φάσης τής μεταρρύθμισης) σε μια “δημοτική χωρίς (σκόπιμες τουλάχιστον) ακρότητες” (στη β’ φάση) δείχνει κιόλας τη γενικότερη κατεύθυνση που έχει πάρει η γλώσσα. Σιγά-σιγά την απειρία, την αμηχανία και τον εκνευρισμό έχει διαδεχθεί η όλο και μεγαλύτερη πείρα, σιγουριά και ηρεμία. Σήμερα κυριαρχεί μια νηφαλιότητα, που ήταν άγνωστη στο παρελθόν και που αυξάνει και σταθεροποιείται όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε χρονικά από το ’76. Η λόγια παράδοση τής γλώσσας έχει πάψει να αποτελεί το “κόκκινο πανί” και η χρησιμότητα της διαχρονικής προσέγγισης τής γλώσσας μας δεν αμφισβητείται σήμερα σοβαρά στον ευρύτερο χώρο τής Εκπαίδευσης. Με τον ίδιο τρόπο που διαλύθηκαν οι πλάνες για την ανεπάρκεια τής δημοτικής και για τη δήθεν εγγενή αδυναμία της να διδαχθεί. Τη “μυθολογία” και την “κινδυνολογία” που είχε αναπτυχθεί περί το γλωσσικό διέψευσε η πράξη, αποκαθιστώντας την αλήθεια και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Σήμερα στην Ελληνική ένα και μόνο πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει: το πρόβλημα τής ποιότητας τής γλώσσας που παράγουμε και προσλαμβάνουμε, των Ελληνικών που μιλάμε και ακούμε, της δημοτικής που γράφουμε και διαβάζουμε. Κι όλα δείχνουν πως έχουμε πολύ ακόμη δρόμο να διανύσουμε, μερικές δεκαετίες ίσως αν όχι περισσότερο, για να πετύχουμε καλύτερη ποιότητα Ελληνικών από περισσότερους Έλληνες.
Αν δεν λυθούν ικανοποιητικά τα προβλήματα που περιγράφουμε (η διδασκαλία της γλώσσας στο σχολείο, η γλωσσική κατάρτιση των εκπαιδευτικών στα πανεπιστήμια, η εξοικείωση με τα παλιότερα Ελληνικά μας, η επαφή με πρότυπα κείμενα, η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου για τη γλώσσα) δεν μπορούμε να είμαστε ήσυχοι πως κάνουμε το σωστό για τη γλώσσα και πως βαδίζουμε με σιγουριά στην ολοκλήρωση της ιστορικής πράξης που άρχισε το 1976.
Βεβαίως, η γλώσσα είναι έργο ζωής και προϊόν παιδείας –ατομικής και γενικότερης– και πολυσύνθετη οντότητα, γι’ αυτό και η εξασφάλιση ποιότητας στα κείμενά μας (προφορικά και γραπτά) είναι ατομική κατάκτηση και όχι αυτόματη συλλογική κατάσταση. Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο, αληθεύει επίσης ότι αν εξασφαλιστούν οι γενικότερες προϋποθέσεις, τότε θα ανέβει και το γενικότερο επίπεδο όσον αφορά μια πιο προσεγμένη και ποιοτική χρήση τής γλώσσας, τέτοια που να αξιοποιεί τις πολλαπλές επιλογές και δυνατότητες που παρέχει η Ελληνική ως κατεξοχήν καλλιεργημένη γλώσσα τόσο στο δομικό όσο και στο καίριο επίπεδο της γλώσσας, το λεξιλογικό.
Συμπέρασμα
Στον απολογισμό μετά από 20 χρόνια καθιέρωσης τής νεοελληνικής ως επίσημης γλώσσας είναι βέβαιο ότι τα επιτεύγματα ξεπερνούν κατά πολύ τις αδυναμίες και τα λάθη, όπως είναι αδιαμφισβήτητο ότι η δημοτική που γράφεται στη δεκαετία τού ’90 υπερτερεί κατά πολύ από τη δημοτική που γράφτηκε 20 χρόνια πριν, στο ξεκίνημα τής μεταρρύθμισης. Αυτό δείχνει ότι οι προοπτικές τής γλώσσας μας είναι ευοίωνες, χωρίς να εφησυχάζουμε αλλά και χωρίς να μεμψιμοιρούμε.