Είκοσι χρόνια γλωσσικής μεταρρύθμισης. Επιτεύγματα, λάθη, προοπτικές
7 Ιουνίου 2018Γ.Σεφέρης – Οδ.Ελύτης: Η στάση τoυς στη γλώσσα της πoίησης
7 Ιουνίου 2018Εισαγωγή. Η γλώσσα ως αντικείμενο σπουδής είναι γνωστό ότι υπόκειται σε πολλαπλές αναλυτικές προσεγγίσεις, λόγω του πολυμερούς και πολυεπίπεδου χαρακτήρα τής δομής και της λειτουργίας της, που αντιστοιχούν στην εξαιρετικά λεπτή και σύνθετη υφή τής επικοινωνίας τού ανθρώπου. Η δημιουργική ικανότητα τού ανθρώπου στην παραγωγή και την πρόσληψη ενός απείρου κόσμου πληροφοριών με τη μορφή προφορικών και γραπτών κειμένων κάνει ώστε και η ίδια η γλώσσα να μπορεί να αναλυθεί από περισσότερες οπτικές γωνίες. Έτσι δεν είναι μόνον αναμενόμενο, αλλά είναι και απόλυτα θεμιτό να υπάρχουν περισσότερα πρότυπα γραμματικής ανάλυσης, η δε αξιολόγησή τους —πέρα των γνωστών επιστημολογικών αρχών τής περιγραφικής και ερμηνευτικής επάρκειας— συναρτάται, όπως είναι φυσικό προς τους σκοπούς στους οποίους αποβλέπει και τον προβληματισμό από τον οποίο ξεκινάει κάθε γραμματική.
Από την άλλη μεριά, δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα γνωστά πρότυπα γραμματικής κι όλες οι γραμματικές που έχουν κατά καιρούς συνταχθεί —με εξαίρεση ελάχιστες γραμματικές τής Αγγλικής που άρχισαν να εμφανίζονται στη δεκαετία του ’80— στηρίζονται και διατάσσονται ως προς τη γραμματική τους ύλη, περισσότερο ή λιγότερο, στη διάκριση των μερών τού λόγου, η οποία ξεκίνησε με τη Γραμματική τού Διονυσίου τού Θρακός και τη Σύνταξη τού Απολλωνίου τού Δυσκόλου για να καταστεί η βάση κάθε γραμματικής ανάλυσης. Ας θυμίσω εδώ, επ’ ευκαιρία, ότι ακόμη και η πιο σύγχρονη ανάλυση τής γλώσσας με ηλεκτρονικούς υπολογιστές στην πιο σύνθετη μορφή της, στο λεγόμενο parsing, είναι, κατά βάσιν, ανάλυση που στηρίζεται στην αναγνώριση των μερών τού λόγου και των μεταξύ τους σχέσεων μέσα στο κείμενο (parsing < partes orationis < μέρη τού λόγου). Όχι μόνον η παραδοσιακή και η ιστορική γραμματική αλλά και οι δομιστικές (στρουκτουραλιστικές) γραμματικές αναλύσεις και οι λειτουργικές γραμματικές και η γενετική-μετασχηματιστική γραμματική στηρίχτηκαν εν πολλοίς —χωρίς αυτό να αποβεί ποτέ εις βάρος τής αναλυτικής μεθόδου που εισάγει η καθεμία— στη θεμελιώδη διάκριση τής γραμματικής ύλης σε μέρη τού λόγου. Με άλλα λόγια, είναι «Γραμματικές των μερών τού λόγου», για να εκφράσω αλλιώς και από τη δική μου σκοπιά ό,τι ο Lyons έχει χαρακτηρίσει ως «Γραμματικές τής προτάσεως» (Sentence Grammars) και, κατ’ επέκταση, ως «Γλωσσολογία τής προτάσεως» (Sentence Linguistics).
Μπορεί ο (αμερικανικός ιδίως) στρουκτουραλισμός, με την εντυπωσιακή και πρωτόγνωρη διεύρυνση τού γλωσσικού υλικού που άντλησε από την ανάλυση πολλών διαφορετικής δομής γλωσσών, να σχετικοποίησε το περιεχόμενο ορισμένων μερών τού λόγου εν αναφορά προς την τυπολογία των γλωσσών. Μπορεί επίσης η γενετική-μετασχηματιστική γραμματική να εμβάθυνε και να φώτισε τη συγχρονική σχέση ορισμένων μερών τού λόγου με άλλα τής υποκείμενης δομής τής γλώσσας (ένα συστατικό που εμφανίζεται λ.χ. ως ουσιαστικό σε μια γλώσσα αποδείχθηκε πως μπορεί να ξεκινάει από μια ρηματική δομή). Ωστόσο, ούτε ο δομισμός ούτε η μετασχηματιστική γραμματική ούτε άλλα γνωστά πρότυπα γραμματικής απομακρύνθηκαν από την έννοια των μερών τού λόγου• διεύρυναν ή βάθυναν το περιεχόμενό της. Και, εν πάση περιπτώσει, όσο το αναλυτικό ενδιαφέρον τους εστιάζεται στη «λογική» τής προτάσεως, συνδέονται εξ ορισμού με την ανάλυση των μερών τού λόγου που συνιστούν την πρόταση. Η μετακίνηση τού κέντρου βάρους τής ανάλυσης από την πρόταση στο κείμενο και, γενικότερα, από τα επί μέρους συστατικά τής γλώσσας στις λειτουργίες τής επικοινωνίας, τις οποίες επιτελούν τα συστατικά, σηματοδοτεί αυτομάτως και μετακίνηση από τη «Γραμματική των μερών τού λόγου» σε μια τελεστική γραμματική, σε μια «Γραμματική των επικοινωνιακών λειτουργιών». Αυτό δεν σημαίνει —σπεύδω να διασαφήσω ευθύς εξ αρχής— ότι σε μια Γραμματική των επικοινωνιακών λειτουργιών δεν ενδιαφέρουν τα μέρη τού λόγου ή η ίδια η δομή τής πρότασης και τα συστατικά της. Ενδιαφέρουν με άλλον τρόπο —δευτερεύοντα ιεραρχικώς— που είναι πώς οι επικοινωνιακές λειτουργίες, γενικότερες ή ειδικότερες, «υπηρετούνται» από τα διάφορα μέρη τού λόγου. Η θεώρηση αυτή διαφέρει σημαντικά από την εστίαση στα ίδια τα μέρη τού λόγου, αφού, μεταξύ άλλων, οδηγεί στο να εξετάζονται από κοινού μέρη τού λόγου που η πρωτοτυπική τους λειτουργία είναι, συχνά, τελείως απομακρυσμένη (ουσιαστικό και επίρρημα, επίθετο και ρήμα κ.ο.κ.).
Τα λεχθέντα μέχρι τούδε αποτελούν μερικές εισαγωγικές σκέψεις στο θέμα μας. Εφεξής θα εξετάσουμε ειδικότερα τις τρεις δυνατές μορφές που επιτρέπει, κατά τη γνώμη μας, η γραμματική προσέγγιση που μας ενδιαφέρει εδώ σε σχέση και με τη γραμματική περιγραφή τής ελληνικής γλώσσας, και μάλιστα σε σχέση μ’ έναν τύπο επιστημονικής και χρηστικής μαζί γραμματικής που αποσκοπεί να βοηθήσει τον ομιλητή τής Ελληνικής στη συνειδητοποίηση των επικοινωνιακών λειτουργιών τής Ελληνικής και της δήλωσής τους στη συγκεκριμένη γλώσσα .
1. Δομολειτουργική προσέγγιση. Η προσέγγιση αυτή ταυτίζεται με ό,τι ονομάσαμε «Γραμματική των μερών τού λόγου» ή «Προτασιακή γραμματική». Όποιο μοντέλο περιγραφής κι αν ακολουθήσει κανείς, σ’ αυτή την ανάλυση περιγράφει δομές και λειτουργίες, μορφολογικά σχήματα και σημασιοσυντακτικές λειτουργίες. Π.χ. η μορφολογική δομή, την οποία ονομάζουμε «γενική» στη γραμματική τής Ελληνικής και η οποία εμφανίζει μια ποικιλία μορφολογικών σχηματισμών, επιτελεί τη λειτουργία τού «συμπληρώματος τού ρήματος» – «εμμέσου αντικειμένου» («έδωσα του Γιάννη χρήματα»), της «γενικής κτητικής» – «απρόθετου προσδιορισμού τού κτήτορα» («το σπίτι τού Γιάννη»), της «γενικής υποκειμενικής» («η αγάπη τού Γιάννη για τον αθλητισμό»), της «γενικής σε χρήση κατηγορουμένου» («το κόκκινο είναι της μόδας φέτος»), της «γενικής επιρρηματικής» που δηλώνει χρόνο, τρόπο, ποσό κ.ά. («θα τελειώσουν του χρόνου» – «έτρεχε του σκοτωμού» – «κοιμόταν του καλού καιρού» – «φάγαμε του σκασμού»).
Σε μια τέτοια προσέγγιση, ως αφετηρία χρησιμεύουν τα μέρη τού λόγου (π.χ. το ουσιαστικό) και οι υποκατηγορίες τους (π.χ. γένος, αριθμός, πτώση). Πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι εδράζεται στη θεμελιώδη διάκριση τής γλώσσας σε σημαίνον και σημαινόμενο, στην ανάλυση σε μορφικά στοιχεία και σ’ αυτό που δηλώνουν σημασιοσυντακτικώς τα στοιχεία αυτά. Επίσης, κάθε μέρος τού λόγου ενσωματώνει, στην πραγματικότητα, ως σημαίνον μία δέσμη λειτουργιών, ορισμένες από τις οποίες έχουν πρωτοτυπικό χαρακτήρα, προσδιορίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη χαρακτηριστική χρήση των αντιστοίχων μερών τού λόγου (τη δήλωση ενέργειας – πάθους – κατάστασης για το ρήμα, τη δήλωση ιδιότητας-χαρακτηριστικών για το επίθετο κ.ο.κ.). ΄Αρα η εκκίνηση από τη γλωσσική κατηγορία, που αντιπροσωπεύει ένα μέρος τού λόγου, έμμεσα και σ’ έναν βαθμό είναι ομοίως εκκίνηση από ορισμένη λειτουργία τής γλώσσας. Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση η έμφαση δίδεται στο «σημαίνον» (δηλ. σ’ ένα μέρος τού λόγου) και, λιγότερο, στα «σημαινόμενα» από αυτό• επίσης διαφέρει στο ότι η ίδια λειτουργία μπορεί να δηλώνεται κι από άλλα μέρη τού λόγου, πράγμα που δεν φαίνεται στην επί μέρους ανάλυση. Μειονέκτημα αυτής τής προσέγγισης, που φαίνεται ιδίως στην εκμάθηση ή/και τη διδασκαλία τής γλώσσας, είναι ότι δεν υπάρχει σε μια τέτοια γραμματική μια συνολική θεώρηση τού πώς δηλώνει μια συγκεκριμένη γλώσσα βασικές επικοινωνιακές έννοιες, όπως είναι λ.χ. ο χρόνος, ο τρόπος, η αιτία, η κτήση, η αναφορά, ο δράστης τής ενέργειας, η προσωπική-σχολιαστική στάση έναντι των λεγομένων, ο γενικευτικός ή εξειδικευτικός προσδιορισμός, η περιγραφική ή ουδέτερη δήλωση, η επιθυμία, η προσφώνηση, η άρνηση, η κλιμάκωση, ο τόπος, η απόδοση χαρακτηρισμών κ.ο.κ.
2. Επικοινωνιακή προσέγγιση. Τις αδυναμίες τής απλής δομολειτουργικής ανάλυσης αίρει σε σημαντικό βαθμό η επικοινωνιακή προσέγγιση: η ανάλυση τής γλώσσας με βάση τις λειτουργίες ή τις έννοιες που χρειάζεται ο ομιλητής στην πραγματική επικοινωνία. Η γραμματική ύλη (μορφολογικές και συντακτικές κατηγορίες, συστατικά, σχέσεις και λειτουργίες) δεν είναι αυτοσκοπός στη γλώσσα• είναι μέσο επίτευξης τής γλωσσικής επικοινωνίας. Η γραμματική ανάλυση που επικράτησε μέχρι πρόσφατα στάθηκε κυρίως στα μορφοσυντακτικά στοιχεία και στις σημασιοσυντακτικές τους λειτουργίες• σπάνια προχώρησε στις επικοινωνιακές λειτουργίες καθ’εαυτές. Τώρα που αποκτήθηκε πολύτιμη πείρα στον μορφοσυντακτικό χώρο, μπορεί η γραμματική ανάλυση να κινηθεί αντίστροφα: από τις επικοινωνιακές λειτουργίες στα μορφοσυντακτικά μέσα δήλωσής τους• από τα κειμενικά σημαινόμενα προς τα προτασιακά σημαίνοντα. Γιατί είναι ουσιώδες λ.χ. να αναλύσω πώς οι ομιλητές τής ελληνικής γλώσσας, με ποια στοιχεία τής γλώσσας, με ποιες σχέσεις και λειτουργίες, δηλώνουν ό,τι αποκαλούμε ιδιότητες ή χαρακτηρισμούς σε σχέση με πρόσωπα και πράγματα• πώς προσδιορίζουν ποιοτικά πρόσωπα και πράγματα (καλός, έξυπνη, ψηλός, ωραίο, παχύς)• πώς προσδιορίζουν ταξινομικά (κατά κατηγορία ή είδος) πρόσωπα και πράγματα (αγροτικός, δημόσιος, γλωσσολογικός, ξύλινος, πέτρινος, χτεσινός, μεσαιωνικός)• πως προσδιορίζουν χρωματικά πρόσωπα και πράγματα (άσπρος, κίτρινος, γαλάζιος, καστανός, ξανθός)• πώς προσδιορίζουν εμφατικά πρόσωπα και πράγματα (ανεπανάληπτος, απίθανος, ασύλληπτος)• πώς και με ποιες συνθήκες κλιμακώνεται η απόδοση ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών (εξυπνότερος / περισσότερο ή λιγότερο καλός, αλλά όχι *αγροτικότερος, όχι περισσότερο ή λιγότερο χτεσινός!)• πώς και πότε επιδέχονται ποσόστωση (πολύ/αρκετά έξυπνος, αλλά όχι *πολύ/αρκετά ξύλινος!)• ποια σειρά θα ακολουθήσει ο ομιλητής στις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά που αποδίδει, όταν είναι περισσότερα τού ενός (ένα καλό γλωσσολογικό συνέδριο, αλλά όχι *ένα γλωσσολογικό καλό συνέδριο!).
Ξεκινώντας δηλ. από την επικοινωνιακή λειτουργία τής απόδοσης ιδιοτήτων ή χαρακτηριστικών και, γενικά, πληροφοριών προσδιορισμού προσώπων και πραγμάτων μπορεί τώρα η ανάλυση να αναζητήσει —και γίνεται ήδη— τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο ομιλητής για να πραγματοποιήσει τη συγκεκριμένη δήλωση. Τα μέσα αυτά στην Ελληνική (και σε άλλες γλώσσες) είναι, στο παράδειγμα που πήραμε, κυρίως τα επίθετα (στην πρωτοτυπική τους χρήση) αλλά και οι επιθετικής χρήσεως μετοχές, οι επιθετικές αντωνυμίες (για ορισμένου τύπου προσδιοριστικές πληροφορίες), τα αριθμητικά, απρόθετοι ονοματικοί τύποι (του κόσμου τα λάθη, έφαγε το ξύλο τής αρκούδας) και εμπρόθετα ονόματα (ο επί κεφαλής τής Εταιρείας, η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση). Βεβαίως, ίσως σκεφθεί κανείς ότι τέτοιες λειτουργίες θα μπορούσαν να εξεταστούν με αφετηρία τις μορφοσυντακτικές δομές, όπως στην περίπτωση αυτή η ονοματική φράση (ΝΡ: ο καλός υπάλληλος, το αγροτικό εισόδημα). Ωστόσο, η ονοματική φράση μπορεί να πάρει, όπως ξέρουμε, ποικίλες μορφές, άσχετες ή απομακρυσμένες από την επικοινωνιακή λειτουργία τού προσδιορισμού (έχουμε ΟΦ μόνο από ονόματα —ουσιαστικά ή αντωνυμίες— ή από συμπληρώματα με να ή ότι κ.ο.κ.).
Η οπτική γωνία από την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα, όταν ξεκινάει από επικοινωνιακές-κειμενικές λειτουργίες, όχι μόνον διαφέρει κατά πολύ στην υφή της, αλλά αποτελεί και μια συνολική θεώρηση των γλωσσικών μηχανισμών πολύ πέρα από τα γλωσσικά στοιχεία που τους δηλώνουν. Το ζήτημα είναι κατά πόσον μπορεί ο αναλυτής που χρησιμοποιεί αυτό το μοντέλο να εξαντλήσει την περιγραφή μιας γλώσσας, μένοντας αποκλειστικά και μόνον σε επικοινωνιακές, δηλ. κειμενικές ή σημασιολογικές λειτουργίες. Θεωρητικά αυτό θα μπορούσε να γίνει με διαφόρους τρόπους, που θα είχαν όλοι κοινό χαρακτηριστικό τον υπερτονισμό των επικοινωνιακών-κειμενικών λειτουργιών και τον περιορισμό των μερών τού λόγου σε απλές μνείες χωρίς εξέταση τής μορφοσυντακτικής λειτουργίας τους. Υπάρχουν όμως και άλλα προβλήματα. Έτσι λ.χ. όταν περιγράφεις τη συμφωνία των όρων που υπάρχει στην Ελληνική ανάμεσα στο ουσιαστικό και τον επιθετικό προσδιορισμό ή ανάμεσα στο υποκείμενο και το κατηγορούμενό του ή όταν μιλάς για τον τρόπο που σχηματίζονται τα παραθετικά των επιθέτων ή των επιρρημάτων ή όταν περιγράφεις την κλίση τού ρήματος και τον συμπληρωματισμό των λεγομένων «ανωμάλων ρημάτων» (έρχομαι-ήλθα, είμαι-υπήρξα) ή, πολύ περισσότερο, όταν εξηγείς τους μηχανισμούς παραγωγής και σύνθεσης των λέξεων ή όταν περιγράφεις το φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας ή και θέματα ορθογραφικής παράστασης είναι προφανές ότι βρίσκεσαι έξω από τις καθαρά επικοινωνιακές λειτουργίες και κινείσαι κατ’ ανάγκην στο μορφολογικό ή το φωνολογικό ή το συντακτικό ή και το απλό γραμματικό επίπεδο μιας γλώσσας. Το ίδιο θα συμβεί, όταν θα χρειαστεί να μιλήσεις για τα αποθετικά ρήματα τής Ελληνικής, για τα φραστικά ρήματα ή για ρήματα που συντάσσονται με δύο αντικείμενα. Μια γραμματική με περιγραφική επάρκεια, έστω κι αν ενδιαφέρεται κυρίως για την περιγραφή των κειμενικών-σημασιολογικών λειτουργιών τής γλώσσας, δεν μπορεί να αγνοήσει την παροχή τέτοιων καίριων μορφοσυντακτικών πληροφοριών, για τις οποίες πρέπει επίσης να προβλέψει στην περιγραφή της, έστω κι αν «νοθεύσει» κάπως τον κύριο χαρακτήρα της.
3. Δομολειτουργική-Επικοινωνιακή προσέγγιση. Προβλήματα περιγραφής, όπως αυτά που αναφέραμε, αλλά κυρίως η αναζήτηση ενός τύπου γραμματικής, που θα περιλαμβάνει τόσο τις δομές και τις λειτουργίες όσο και τις επικοινωνιακές χρήσεις που επιτελούν, οδηγεί σε ένα συνδυαστικό μοντέλο, σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δομολειτουργική-επικοινωνιακή» προσέγγιση. Η θεώρηση αυτή λαμβάνει υπ’ όψιν της τρεις θεμελιώδεις παράγοντες: τις μορφολογικές δομές τής γλώσσας, τις σημασιοσυντακτικές λειτουργίες τους και τις επικοινωνιακές-κειμενικές χρήσεις που πραγματώνουν. ΄Εναντι των δύο προηγουμένων προσεγγίσεων που περιορίζονται αποκλειστικά είτε στη δομολειτουργική διάσταση (η α΄) είτε σχεδόν αποκλειστικά ή κατά κύριον λόγο στην επικοινωνιακή-χρηστική διάσταση (η β΄), η συνδυαστική θεώρηση εξασφαλίζει την αναγκαία πληρότητα. Χωρίς να υποτιμά τη διάρθρωση τής γλώσσας στις (και θεωρητικά) στέρεες κατηγορίες των συστατικών που είναι γνωστά ως μέρη τού λόγου, χωρίς επίσης να παραγνωρίζει την αξία τής περιγραφής των λειτουργιών που δηλώνουν τα διάφορα μέρη τού λόγου στο πλέγμα των συστηματικών σχέσεων που συνθέτουν, δηλ. χωρίς να αγνοεί την προτασιακή ανάλυση, η «τρίτη» (ας την χαρακτηρίσουμε έτσι) θεώρηση τής γλώσσας συνυπολογίζει ως καθοριστικό τής γλωσσικής περιγραφής παράγοντα τι συνιστά το περιεχόμενο τής επικοινωνίας και ποια είναι γλωσσικώς τα σταθερά συστατικά τής επικοινωνίας μας, τί υπαγορεύει η κειμενική ανάλυση (π.χ. αναφορά σε πρόσωπα και πράγματα, προσδιορισμό προσώπων και πραγμάτων, δήλωση ενεργειών-καταστάσεων, προσδιορισμό ενεργειών-καταστάσεων, σχολιασμό ενεργειών-καταστάσεων, ένταξη τής επικοινωνίας στον χρόνο και στον χώρο, συγκρότηση μηνυμάτων και σύνδεση μηνυμάτων μεταξύ τους, προσδιορισμό αιτίων, σκοπών και αποτελεσμάτων των επιτελουμένων ενεργειών, μεταφορά πληροφοριών μετά ή άνευ σχολιασμού, αφήγηση, βαθμοί δεσμεύσεως τού ομιλητή ως προς την αλήθεια των λεγομένων, πολύμορφες συγκρίσεις προσώπων, πραγμάτων, ενεργειών κ.λπ. κ.λπ.). Είναι προφανές ότι δεν αναφερόμαστε εδώ στο θεματικό περιεχόμενο τής επικοινωνίας, το οποίο ποικίλλει (όσο σημαντικός κι αν είναι στην ανάλυση τής γλώσσας ο «τύπος» τού κειμένου, το οποίο αναλύουμε), αλλά στις σταθερές —και γραμματικοποιημένες κατά γλώσσα— επικοινωνιακές λειτουργίες, όπως αυτές που μόλις αναφέραμε.
Σε μια τέτοιας μορφής γραμματική θεώρηση, αυτήν που χαρακτηρίσαμε ως συνδυαστική θεώρηση, είναι σημαντική η αφετηρία, το σημείο εκκίνησης ή, αλλιώς, η προτεραιότητα ανάμεσα στο δομολειτουργικό και το επικοινωνιακό μέρος τής γραμματικής. Προσωπικά, θεωρώ πιο «αποκαλυπτικό» για την πραγματική λειτουργία τής γλώσσας στην επικοινωνία, το να ξεκινάς στην περιγραφή από το τί θέλεις να πεις (ενέργεια, χρόνο, αιτία, αναφορά κ.λπ.), για να περάσεις στο πώς θα το πεις, στο πόσες και ποιες συγκεκριμένες δυνατότητες παρέχει η γλώσσα που αναλύεις. Το ότι μπορώ στην Ελληνική (και όχι μόνο) να δηλώσω τον χρόνο μέσα από τις χρονικές βαθμίδες τού ρήματος (παρελθόν – παρόν – μέλλον), μέσα και από το ποιόν ενεργείας τού ρήματος (χρονική διάρκεια – επανάληψη – συχνότητα), μέσα από χρονικές προτάσεις (όταν -αφού – πριν έλθει/ήλθε), μέσα από χρονικά επιρρήματα (χτές, τώρα, αύριο), μέσα από εμπρόθετες ονοματικές αναφορές (μετά/πριν από το μάθημα, από το 1990) ή μέσα από απρόθετες ονοματικές δηλώσεις (δύο χρόνια, του χρόνου, δέκα ετών) αλλά και, λεξικοποιημένα, μέσα από επίθετα (χτεσινός, σημερινός, αρχαίος, σύγχρονος, μικρός, μεγάλος, μεταγενέστερος), από ουσιαστικά (μέρα, ώρα, χρόνος, αιώνας, δεκαεπτά, πολυετία, γέρος, έφηβος, παιδί, μωρό) ή και από ρήματα (παλιώνω, προηγούμαι, ακολουθώ, διαρκώ, χρονίζει, καθυστερώ), όλες αυτές οι δυνατότητες δήλωσης τού χρόνου με τις διαφοροποιήσεις που τις διακρίνουν στη χρήση ή και τις επιλογές που προσφέρουν (ανάμεσα σε μια χρονική πρόταση ή μια εμπρόθετη εκφορά), δεν είναι κύριο μέλημα και εύλογη αφετηρία τού αναλυτή τής γλώσσας; Δεν είναι σημαντικό να διδαχθεί και να συνειδητοποιηθεί από τον ομιλητή τής γλώσσας ότι η δήλωση τής βασικής έννοιας τού «χρόνου» στην επικοινωνία μας, χωρίς την οποία είναι συχνά αδύνατη ή ουσιωδώς ελλιπής η ομιλία μας, έχει —λόγω της σπουδαιότητάς της— πολλαπλή δήλωση στη γλώσσα; Κι αν αυτό είναι ουσιαστικά αλλά και χρηστικά σημαντικό στη σπουδή τής γλώσσας, μπορώ να το αγνοήσω ή και να το υποβιβάσω στη γραμματική περιγραφή; ΄Η πρέπει η συνολική αυτή εικόνα τής δήλωσης τού «χρόνου» να χαθεί ή και να συσκοτισθεί μέσα στην αποσπασματική και ευκαιριακή επισήμανση τής δήλωσης τού χρόνου, όταν εξετάζουμε στα διάφορα μέρη τού λόγου και τις επί μέρους λειτουργίες τους; Μπορεί αυτή η ουσιώδης γλωσσική γνώση να βγει με άλλον τρόπο πλην μιας συνδυαστικής δομολειτουργικής-επικοινωνιακής προσέγγισης και μάλιστα έτσι ιεραρχημένης, ώστε να ξεκινάει από τη «φυσική» σειρά, τη μόνη που εξασφαλίζει συνολική θεώρηση, την επικοινωνιακή ή κειμενική; Αν —σε ορισμένες περιπτώσεις— συμπέσει η επικοινωνιακή με τη δομολειτουργική, δηλ. αν η επικοινωνιακή θεώρηση εξαντλείται με συγκεκριμένη γραμματική κατηγορία, με συγκεκριμένο μέρος τού λόγου, όπως συμβαίνει σ’ έναν βαθμό με τη λειτουργία τής αναφοράς σε πρόσωπα και πράγματα που επιτελείται κατ’ εξοχήν από τα ουσιαστικά (και δευτερευόντως από τις καθαρές αντωνυμίες ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα), τότε η αφετηρία τής προσέγγισης δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις η εκκίνηση από την επικοινωνιακή-σημασιολογική-χρηστική προσέγγιση φαίνεται προσφορότερη.
Συμπέρασμα. Απ’ όσα εν συντομία ελέχθησαν, φάνηκε, ελπίζω, καθαρά τι υποστηρίζουμε: ότι μια Γραμματική που απευθύνεται στον χρήστη τής γλώσσας και αποσκοπεί στο να τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει τη δομή και τη λειτουργία τής μητρικής του γλώσσας και, πάνω απ’ όλα, να τον βοηθήσει στη δημιουργική αξιοποίηση των εκφραστικών δυνατοτήτων που του προσφέρει, μπορεί να πετύχει καλύτερα τον στόχο της, αν ακολουθήσει τον τύπο τής «δομολειτουργικής-επικοινωνιακής προσέγγισης». Πιστεύω ότι μια τέτοια γραμματική αναδεικνύει καλύτερα τον δυναμικό χαρακτήρα τής γλωσσικής επικοινωνίας τού ανθρώπου, ο οποίος συνίσταται, μεταξύ άλλων, στις πολλαπλές επιλογές που έχει στη διάθεσή του για τις περισσότερες επικοινωνιακές λειτουργίες ο ομιλητής μιας γλώσσας, εν προκειμένω ο ομιλητής τής ελληνικής γλώσσας. Για να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες επιλογής και, εν γένει, τους μηχανισμούς τής γλώσσας του, για να χρησιμοποιήσει δηλ. δημιουργικά τη γλώσσα ο ομιλητής, χρειάζεται να συνειδητοποιήσει πρώτα πώς λειτουργεί επικοινωνιακά η γλώσσα και τι μέσα έχει στη διάθεσή του για να δηλώσει τις εκάστοτε εκφραστικές ανάγκες του. Μια γραμματική αναφοράς και χρήσεως δεν μπορεί να ενδιαφέρεται τόσο για τις απλές συντακτικές λειτουργίες τού κατηγορουμένου, του επιθετικού διορισμού και του κατηγορηματικού διορισμού που επιτελεί το επίθετο τής Ελληνικής, όσο για το τι επιτυγχάνει ο ομιλητής στην επικοινωνία του επιλέγοντας τη δομή τού κατηγορουμένου ή του επιθετικού ή του κατηγορηματικού διορισμού. Οι συντακτικές δομές, από αυτή τη σκοπιά, δεν ενδιαφέρουν τόσο καθ’ εαυτές όσο για τις λειτουργίες που επιτελούν στην επικοινωνία (αυξομειούμενη έμφαση στην ιδιότητα που αποδίδεται σε πρόσωπα ή πράγματα διά του επιθετικού και κατηγορηματικού διορισμού και κυρίως διά του κατηγορουμένου). Βεβαίως, η δομολειτουργική-επικοινωνιακή θεώρηση είναι φανερό ότι επιβάλλει, τις περισσότερες φορές, μια σημαντική αναδιάταξη τής γραμματικής ύλης που ξεπερνά κατά πολύ τα συνήθη όρια των μερών τού λόγου (η εξέταση τής άρνησης λ.χ. διαχέεται σε ρήμα, επίθετα, ουσιαστικά, αντωνυμίες και επιρρήματα). Αυτή η αναδιάταξη, ωστόσο, είναι αναπόφευκτη αν θέλουμε να επιτύχουμε μια συνολική θεώρηση τής λειτουργίας τής γλώσσας στην πραγματική επικοινωνία. Τέλος, οι γλωσσολογικές αναλύσεις με άλλα θεωρητικά πρότυπα (μετασχημαστική γραμματική, λειτουργική γραμματική κ.λπ.) βρίσκονται σε συμπληρωματική σχέση και όχι σε σχέση αλληλοαποκλεισμού με την προσέγγιση που περιγράψαμε, αφού οι αναλύσεις αυτές φωτίζουν και ερμηνεύουν ποικίλες πλευρές τής λειτουργίας τής γλώσσας που μπορούν να αξιοποιηθούν σε οποιαδήποτε μορφή ανάλυσης, συμπεριλαμβανομένης και της δομολειτουργικής-επικοινωνιακής ανάλυσης.
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
J. Sinclair: COBUILD [=Collins Birmingham University International Language Database] English Grammar. 1990
Leech-Svartvik: A Communicative Grammar of English. (Longman).19942
Quirk-Greenbaum-Leech-Svartvik: A Comprehensive Grammar of the English Language.1989 Longman.
Beaugrande-Dressler