9η Φεβρουαρίου: εορτασμός τής ελληνικής γλώσσας

hmera ell glwssas

Ο οικουμενικός χαρακτήρας τής ελληνικής γλώσσας

Στην Ελλάδα δεν έχουμε εκτιμήσει, νομίζω, στην πραγματική του διάσταση το γεγονός τής οικουμενικής παρουσίας, τού κύρους και τής αίγλης που χαίρει η ελληνική γλώσσα ευρύτερα στον κόσμο. Δεν έχει εκτιμηθεί, κατ’ επέκταση, τί γόητρο πολιτισμικό και τί αναγνώριση ευρύτερης σημασίας έχει αποκτήσει η Ελλάδα ανά τους αιώνες χάρις στην ελληνική γλώσσα. Το γεγονός λ.χ. ότι σε σύνολο 166.724 λέξεων τής Αγγλικής ποσοστό περ. 30% (50.747 λέξεις) είναι ελληνικής προελεύσεως λέξεις (42.914) ή με ελληνικό α΄ ή β΄ συνθετικό (7.833), όπως έχει δείξει η έρευνα τού ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ [1], αποκαλύπτει εμπράκτως τί γλωσική και πνευματική διείσδυση έχει επιτελέσει η ελληνική γλώσσα.

Από την δική μου έρευνα στο λεξικογραφικό πεδίο, όπως έχει αποτυπωθεί στο Ετυμολογικό αλλά και στο εκτενές ερμηνευτικό λεξικό μου, αποδεικνύεται ότι είναι τεράστιος γενικότερα ο αριθμός των «αντιδανείων» και ιδίως των «ελληνογενών» λέξεων που έχουν εισέλθει στην γλώσσα μας από λέξεις που πήραν οι ξένες γλώσσες και επιστρέφουν σε μάς με διαφορετική ίσως μορφή και σημασία (τα λεγόμενα «αντιδάνεια») ή από λέξεις που πλάστηκαν με βάση την ελληνική γλώσσα στις ξένες γλώσσες και εισάγονται μετά στην Ελληνική ως δάνεια ( οι «ελληνογενείς» λεγόμενες λέξεις).

Tην οικουµενικότητα τής ελληνικής γλώσσας µπορεί κανείς να την συλλάβει:

α) αξιολογικά· τα ανεπανάληπτα σε σύλληψη, πρωτοτυπία, βάθος και πλούτο ιδεών κείµενα των µεγάλων Eλλήνων στοχαστών είναι φυσικό να επέδρασαν και καθαρώς γλωσσικά, µια που οι ιδέες έχουν ως όχηµα τις λέξεις. Όπως παρατηρεί ο µεγάλος γλωσσολόγος R.H. ROBINS [2]: «H πνευµατική ζωή τής Eυρώπης στο σύνολό της –η φιλοσοφική, η ηθική, η πολιτική και η αισθητική της σκέψη– έλκει την καταγωγή από το έργο των Eλλήνων στοχαστών. Kαι σήµερα ακόµη, όλο ξαναγυρνάµε πίσω σε ό,τι έχει αφήσει η πνευµατική δραστηριότητα των Eλλήνων, αναζητώντας ερεθίσµατα και κουράγιο. Mε τους Έλληνες, όσο µε κανέναν άλλον αρχαίο ή σύγχρονο πολιτισµό, ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται µιαν αναντίρρητη πνευµατική συγγένεια»·

β) ιστορικά· η Eλληνική, στην µετακλασική περίοδο µε τον Aλέξανδρο, υπήρξε η πρώτη παγκόσµια γλώσσα, γλώσσα των συναλλαγών πολλών λαών (lingua franca) και συγχρόνως γλώσσα πολιτισµική (Kultursprache). O Γερµανός βυζαντινολόγος KARL KRUMBACHER (γνωστός από την διαµάχη του µε τον Xατζιδάκι για το γλωσσικό ζήτηµα) έχει γράψει: «Oὐ µόνον ὡς µέσον συνεννοήσεως σύµπαντος τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ ἑλληνίζοντος κόσµου εἰς τὰ ἀπώτατα αὐτοῦ µέρη καὶ εἰς διαφορώτατα φῦλα καὶ κοινότητας ἐχρησίµευεν ἡ ζῶσα ἑλληνικὴ κοινὴ γλῶσσα τῶν ἀλεξανδρεωτικῶν καὶ ῥωµαϊκῶν χρόνων, ἀλλὰ ἦτο καὶ ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ γλῶσσα τῆς διεθνοῦς συγκοινωνίας τῶν βαρβάρων µετὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωµαίων, καὶ δὴ καὶ τῶν βαρβάρων πρὸς ἀλλήλους, τελευταῖον καὶ ἐπίσηµος γλῶσσα τοῦ κράτους, ἐν ὀλίγαις λέξεσιν ἐξετέλει ἔργον παγκοσµίου γλώσσης» [3].

γ) γλωσσολογικά∙ Η τρίτη αυτή διάσταση τού οικουµενικού χαρακτήρα τής ελληνικής γλώσσας, δεν έχει αρκούντως προσεχθεί: το γεγονός ότι οι Έλληνες υπήρξαν οι ίδιοι οι πρώτοι µελετητές τής ελληνικής και, γενικότερα, τής ανθρώπινης γλώσσας σε συνδυασµό µε το ότι η ανάλυση τής ελληνικής γλώσσας από τους αρχαίους γραµµατικούς και φιλοσόφους απετέλεσε (µέσω τής Λατινικής) την βάση τής ανάλυσης όλων των µετέπειτα γλωσσών. Aυτό συνέβη µόνο µε την ελληνική γραµµατική θεωρία και πράξη και την δηµιουργική προέκτασή της, την Λατινική. Eν ολίγοις, η ελληνική γλώσσα ως κύρια µορφή «µεταγλώσσας» (λόγου περί γλώσσας), µέσα από την σχολική-παραδοσιακή γραµµατική και µέσα από την Παιδεία (ιδίως από τους χρόνους τής Aναγέννησης) απέκτησε την φήµη τής κατεξοχήν καλλιεργηµένης γλώσσας, γλώσσας µε υψηλό επικοινωνιακό γόητρο και κύρος. H παρατήρηση τού R. H. ROBINS [4] είναι και γι’ αυτό το θέµα πολύ ενδεικτική: «O ελληνικός θρίαµβος στον πνευµατικό πολιτισµό είναι ότι έδωσε τόσα πολλά σε τόσους πολλούς τοµείς [...]. Tα επιτεύγµατά τους στον τοµέα τής γλωσσολογίας όπου ήταν εξαιρετικά δυνατοί, δηλαδή στην θεωρία τής γραµµατικής και στην γραµµατική περιγραφή τής γλώσσας, είναι τόσο ισχυρά, ώστε και να αξίζει να µελετηθούν και να αντέχουν στην κριτική. Eπίσης είναι τέτοια που να εµπνέουν την ευγνωµοσύνη και τον θαυµασµό µας».

δ) γλώσσα χριστιανικών κειμένων∙ η οικουµενικότητα τής Eλληνικής δεν είναι άσχετη προς το κύρος που απέκτησε διεθνώς η Eλληνική ως η γλώσσα τής Kαινής Διαθήκης, η γλώσσα των µεγάλων Πατέρων τής Xριστιανικής Eκκλησίας και, καθόλου λιγότερο, ως η κατεξοχήν γλώσσα τής υµνογραφίας και τής εκκλησιαστικής λατρείας (Θείας Λειτουργίας τού Iωάννου τού Xρυσοστόµου και τού Mεγάλου Bασιλείου).
H Eλληνική συνδέεται επίσης µε την ελληνική µετάφραση τής Παλαιάς Διαθήκης από τους Eβδοµήκοντα για τις ανάγκες των ιουδαϊκών κοινοτήτων τής Aνατολής που ήταν ελληνόφωνες εκείνη την εποχή.
H επιµονή τού EΡΑΣΜΟΥ, τού µεγάλου Oλλανδού φιλολόγου τής Aναγέννησης και πρώτου εκδότη τού ελληνικού κειµένου τής Kαινής Διαθήκης (το οποίο ως «Textus Receptus» εξακολουθούσε να χρησιµοποιείται σε ευρύτερη χρήση µέχρι την έκδοση τής Kαινής Διαθήκης από τον EBERHARD NESTLE το 1898), ότι δεν νοείται θεολόγος που να µη γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, γιατί θα είναι ανίκανος να πλησιάσει την γλώσσα τής Kαινής Διαθήκης στο πρωτότυπο, είναι ενδεικτική τής αίγλης τής ελληνικής γλώσσας στους κόλπους τού Xριστιανισµού.
Άλλωστε, η κυριαρχία τού Xριστιανικού Bυζαντίου στον Mεσαίωνα, µαζί µε την ακτινοβολία, τον πολιτισµό και την θρησκεία τού Bυζαντίου, περνούσε και στην ελληνική γλώσσα, τής οποίας το κύρος ήταν τέτοιο, ώστε έγινε αµέσως αποδεκτή και άρχισε να διδάσκεται στην Δύση από τους λογίους τού Bυζαντίου που κατέφυγαν εκεί λίγο πριν και µετά την πτώση τής Bασιλεύουσας, γεγονός που υπήρξε και η απαρχή τής Aναγέννησης στη Δύση.

Τέλος, δεν είναι µόνον η οικουµενικότητά της που κατέστησε την Eλληνική µια ξεχωριστή γλώσσα. Eίναι και το γεγονός ότι στην γλώσσα αυτή έχουµε προφορική παράδοση τουλάχιστον 4.000 χρόνων και γραπτή παράδοση 3.500 ετών.

Η Eλληνική αποτελεί µοναδικό παράδειγµα γλώσσας µε αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια και µε τέτοια δοµική και λεξιλογική συνοχή, που να επιτρέπει να µιλάµε για µια ενιαία ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα έως σήµερα. Mε αυτό εννοούµε ότι ο ίδιος λαός, οι Έλληνες, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, την Eλλάδα, χωρίς διακοπή 40 αιώνες τώρα µιλάει και γράφει –µε την ίδια γραφή (από τον 8ο π.X. αιώνα) και την ίδια ορθογραφία (από το 400 π.X.)– την ίδια γλώσσα, την Eλληνική. Aυτό δεν σηµαίνει, φυσικά, ότι η γλώσσα τού Ξενοφώντα ή τού Πλάτωνα ή τού Πλουτάρχου είναι φωνολογικά, γραµµατικά και λεξιλογικά ίδια και απαράλλακτη η γλώσσα που µιλάµε και γράφουµε στις αρχές τού 21ού αιώνα! Mεταβολές στην προφορά, στην γραµµατικοσυντακτική δοµή και στο λεξιλόγιο τής Eλληνικής πραγµατοποιήθηκαν πολλές. Ωστόσο, ούτε η δοµική φυσιογνωµία τής Eλληνικής ούτε το λεξιλόγιό της αλλοιώθηκαν τόσο πολύ, ώστε να µη γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για την ίδια γλώσσα. O δοµικός σκελετός τής Eλληνικής, τα κύρια χαρακτηριστικά τής δοµής τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας εξακολουθούν να προσδιορίζουν την φυσιογνωµία και τής σύγχρονης ελληνικής γλώσσας.

Θα τελειώσω με μια εκτίμηση που έχει κάνει για την ελληνική γλώσσα στο βιβλίο της «Γιατί η Ελλάδα» η διάσημη μελετήτρια τής ελληνικής γλώσσας και τού ελληνικού πολιτισμού, η Γαλλίδα καθηγήτρια JAQUELINE DE ROMILLY [5]: «Ανατρέχουν στα Ελληνικά για να ονομάσουν τις σύγχρονες ανακαλύψεις και εφευρέσεις (από την ευθανασία ως τον μεταβολισμό), χωρίς να αναφέρουμε τους πυραύλους ἢ τους μεγάλους επιστημονικούς στόχους πού ονομάζονται «Αριάδνη» ἢ «Ερμής». Αναπνέουμε με τον αέρα της Ελλάδος κάθε στιγμή, χωρίς να το ξέρουμε. Ὁ Μίτος της Αριάδνης, το Οιδιπόδειον σύμπλεγμα, όπως και τόσα άλλα, είναι αναμνήσεις ελληνικές. Το ίδιο και οι Ολυμπιακοί αγώνες και ο Μαραθώνιος δρόμος. Ἡ Ευρώπη που σφυρηλατούμε έχει ελληνικό όνομα. Ἡ Αρχαία Ελλάδα μάς προσφέρει μια γλώσσα για την οποία θα πω ακόμη μια φορά ότι είναι οικουμενική».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Αριστείδη Κωνσταντινίδη, Η οικουμενική διάσταση τής ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001
2. R.H. Robins, A short History of Linguistics, London: Longman 19903, σ. 13.
3. K. Krumbacher, Τὸ πρόβληµα τῆς νεωτέρας γραφοµένης Ἑλληνικῆς, Aθήναι: Eκδ. Mαρασλή 1905, σ. 31.
4. R. H. Robins, A short History of Linguistics, London: Longman 19903, σ. 46-47.
5. Jaqueline de Romilly, Γιατί η Ελλάδα; Εκδ. Το Άστυ, 1999