Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος για το βιβλίο "180 Κείμενα για τη γλώσσα" τού Γ. Μπαμπινιώτη

Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου». Αυτός και μόνο ο στίχος του Ανδρέα Εμπειρίκου αν ηχήσει, όχι μονάχα στ' αυτιά, αλλά και στο βάθος των εγκεφαλικών κυττάρων της γλώσσας, μπορεί, ασφαλώς, να γίνει πυξίδα ενσυνείδητου βίου, για να ξαναθυμηθούμε τον ποιητή, «στροφή στροφάλων».
Εχω στα χέρια μου ένα έργο ζωής που αντιστοιχεί με αιώνες ελληνικού βίου. Πρόκειται για τον πολυσέλιδο τόμο του Γιώργου Μπαμπινιώτη «Η γλώσσα μας», καρπό από βαθιές ρίζες, κορμό της μελέτης του ακάματου αυτού γλωσσολόγου και δασκάλου πάνω στο τοπίο (ορεινό, πεδινό, θαλάσσιο, καρπερό και χέρσο) της ελληνικής γλώσσας.
Ο Μπαμπινιώτης και η γενιά μας (γιατί σχεδόν συμπλεύσαμε και στις σπουδές και στον δημόσιο βίο) βρέθηκε μέσα στην πρωτοφανή, και διεθνώς, αντιδικία και δίκη του γλωσσικού προβλήματος. Υπάρχουν στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια ιστορία διαμάχες για τη γλώσσα, συχνά αποτέλεσμα επιβολής της μιας επί της άλλης ή τυραννικώ τω τρόπω βίαιας επιβολής, λόγω πολιτικών ή φυλετικών αιτίων.
Πουθενά, όμως, ένας λαός δεν έφθασε σχεδόν στα μαχαίρια για τη διαφορετική μορφή της ίδιας γλώσσας μέσα στη διαχρονία της. Αφήνω που υπήρξαν ακόμη και επαγγελματίες ακαδημαϊκοί γλωσσολόγοι που αρνήθηκαν και την ίδια αυτή, σχεδόν αυτονόητη και στα νήπια (όσα δεν έχουν έπος - γλώσσα), όχι μακρινή, αλλά, συχνά, στενότατη συγγένεια πατρός και μητρός προς τέκνα. Εξάλλου, μόνο στη γλώσσα μας ονομάζουμε «μητρική» γλώσσα τη γλώσσα των «πατέρων» μας!
Ξαναθυμίζω εδώ πως ο μέγας έλληνας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, παραλαμβάνοντας το Βραβείο Νομπέλ, στην καθιερωμένη ομιλία του νικητή, αναφέρθηκε στη γλώσσα της τέχνης του ως μια αδιάκοπη, χωρίς ασυνέχειες με τη γλώσσα που μιλήθηκε και γράφτηκε σ΄ αυτή τη γη του κόσμου επί είκοσι και πάνω αιώνες. Και κατέθεσε στο παγκόσμιο πνευματικό κοινό τις λέξεις που παρέλαβε από τους προλαλήσαντες: ουρανός, θάλασσα, ψυχή, πατρίδα, νους, ποίηση, μουσική κ.λπ. Κι όμως, βρέθηκαν μεγαλόσχημοι «ειδικοί» πριν από λίγα χρόνια έντονα να αναφέρονται στη γλώσσα του Ομήρου ή του Πλάτωνος ως ξένη γλώσσα, που οφείλουμε ως ξένη γλώσσα να τη μελετούμε, αντί να την εντάσσουμε ως προγονική προίκα της ομιλούμενης και γραφόμενης σήμερα.

Εγραψα κι άλλοτε εδώ την έκπληξή μου, όταν στην Κύπρο, όπου βρισκόμουν, και επρόκειτο την επομένη να ταξιδέψω στην Αθήνα, η νοικοκυρά που με φιλοξένησε μου ανέφερε πως, για να προλάβω την πτήση, έπρεπε να ξυπνήσω «λυχναφάς»! Δηλαδή, «περί λύχνων αφάς», όταν άναβε παλιότερα το καντήλι βράδυ και ξημέρωμα!
Αυτή τη διαχρονική γλωσσική εποποιία, εδώ και πενήντα χρόνια, από τα φοιτητικά μας έδρανα, μελετά ο Μπαμπινιώτης.
Και δεν περιορίστηκε στον αναγκαίο, βέβαια, και θεμελιώδη ιστορισμό, αλλά κάτοχος μιας μεθόδου που τον φέρνει να συνοδοιπορεί με τη μεγάλη σήμερα ιδιοφυία Νόαμ Τσόμσκι, του σημαντικότερου σύγχρονου γλωσσολόγου και συνάμα ακτιβιστή διανοούμενου, να έχει ως εργαλεία μελέτης διεισδυτικής στη γλώσσα του παρόντος, συναρτήσει της ιστορίας της, τις πλέον προχωρημένες μεθόδους ανάλυσης του γλωσσικού φαινομένου.

Στον τόμο που τώρα παραδίδει στο ελληνικό κοινό, και ιδιαίτερα στην ελληνική Παιδεία (ως εκπαίδευση και καλλιέργεια), καταρχάς έρχεται να ανατρέψει μιας και διά παντός την απόπειρα οργανωμένων γλωσσολογικών κύκλων (που συχνά έφτασαν να ρυθμίζουν και τη γλωσσική εκπαίδευση των ελληνοπαίδων) που θεωρούν τη γλώσσα ως ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας. Υπερασπίστηκε τη γλώσσα ως αξία, ως πολιτισμικό αγαθό που περιέχει ήθος, ύφος, αρετή και τόλμη.
Οταν στον στίχο του Εμπειρίκου, με τον οποίο και άρχισα αυτές τις σκέψεις, ο στίχος, η λέξη ανταλλάσσει χειραψία, δηλαδή επικοινωνεί με το χέρι, το χέρι δεν είναι μόνο ένα εργαλείο, αλλά περιέχει και συναισθήματα, αγάπη, αλληλεγγύη (η αλληλεγγύη είναι η σύναψη μιας γύης με μια άλλη γύη, δηλαδή φούχτα), επιφύλαξη, αποδοχή, τυπικότητα, συγκατάβαση, ακόμη και ήττα.
Ο Μπαμπινιώτης, στο πρώτο μέρος από τα δεκατρία του βιβλίου του, αναλύει τη σχέση του νου με τη γλώσσα, την αξία της γλώσσας, τη γλώσσα ως θεσμό και μια σειρά από γνωρίσματα της γλωσσικής επικοινωνίας: την οικονομία, τις επιλογές, τη σχέση περιεχομένου και μορφής, τη διάσταση του χρόνου στη γλώσσα, την ομαλότητα και τις ανωμαλίες στη χρήση της, τη γλώσσα της εικόνας, την υπερβατική και συμβατική χρήση της, το «είναι» και το «γίγνεσθαι» (η ουσία και η εξέλιξη), καθώς και η μεταβλητότητα της γλωσσικής ενέργειας.
Εξάλλου, στο όγδοο μέρος του πονήματος, αναφερόμενος στην ποιότητα της γλώσσας, αναζητεί και περιγράφει τον ιδανικό ομιλητή, την κακοποίηση της γλώσσας, τον απρόσωπο και τον προσωποποιημένο λόγο, την ποιότητα, την ηθική και, βεβαίως, την αισθητική.
Δεν παραλείπει ν' αναφερθεί στο Διαδίκτυο και στη γλωσσική του χρήση, στις καταχρήσεις, την ευπρέπεια και την κατάχρηση του γλωσσικού κώδικα και σε μια δεκάδα ενοχλητικές, όπως τις χαρακτηρίζει, χρήσεις της γλώσσας. Μια από τις ενοχλητικές και συνηθέστατες χρήσεις είναι η σύγχυση ανάμεσα στο «σαν» και το «ως». Αλλο πράγμα σημαίνει το «ομιλώ και γράφω ΩΣ ειδικός» και άλλο «ομιλώ και γράφω ΣΑΝ ειδικός». Στο πρώτο κρίνεσαι με εσωτερικά κριτήρια χρήσης της γλώσσας, στο δεύτερο είναι δυνατόν να γίνεσαι και περίγελως ή ξερόλας.

Στα ξεχωριστά κεφάλαια ο Μπαμπινιώτης αναλύει τη γλώσσα και τη λογοτεχνία και, εκτός των άλλων, αναλύει και το ύφος ενός κειμένου ή μιας ομιλίας ως στοιχείο ταυτότητας του γράφοντος ή του ομιλούντος για να καταλήξει στη γλωσσική αρχοντιά του Σεφέρη και στον κατεξοχήν γλωσσικό ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Ο Μπαμπινιώτης, αναφερόμενος στη γλώσσα στην πολιτική, δεν περιορίζεται στη ρητορική, σύμφυτη με τη γλωσσική στρατηγική, αλλά τολμά να χρησιμοποιήσει, αντί για συνθήματα και εμπάθειες, τη γλωσσική επιστήμη για να καταδείξει την κατολίσθηση της ιστορίας της γλώσσας, αναφερόμενος στη λεγόμενη μακεδονική γλώσσα. Εδώ θυμίζω απλώς πως και ο υπογράφων εδώ, σε εποχές που εμφανίστηκε η γλωσσική παραχάραξη, είχα ζητήσει από τους γείτονες γλωσσολόγους να μας πουν την καταγωγή της λέξης «Μακεδονία» που στα ελληνικά σημαίνει «η μακρουλή χώρα».

Ο Μπαμπινιώτης κλείνει την πολυσέλιδη εποπτεία του στη σύγχρονη γλώσσα μας με αναφορά στη θρησκευτική παράδοση, στα προβλήματα γραφής και ορθογραφίας για να τελειώσει με έξοχες παρατηρήσεις πάνω στη γοητεία που ασκεί η γλώσσα με τα παιχνίδια ετυμολογίας και παρετυμολογίας, την περιπλάνηση στην ιστορία των λέξεων, φτάνοντας έως... τα γλωσσικά παιχνίδια του Χρηματιστηρίου!
Ξέρω πως, πιθανόν, μιλάω στο κενό, αλλά θα περίμενα από τις αρμόδιες πολιτιστικές αρχές που γνοιάζονται (αν γνοιάζονται) για την Παιδεία, το βιβλίο του Μπαμπινιώτη να μοιραζόταν σε όλους τους δασκάλους της χώρας, καθιστώντας τους σκυταλοδρόμους της εκπαιδευτικής μας, χωλής, προς το παρόν, εκπαίδευσης.
Κάθε μεταρρύθμιση αρχίζει και τελειώνει στη γλώσσα!

ΤΑ ΝΕΑ τού Σαββατοκύριακου