Η Παιδεία «πίσω από τις γραμμές»
7 Ιουνίου 2018Βήματα μπροστά για το Λύκειο και τις εξετάσεις
7 Ιουνίου 2018Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Γνώμες)
04 Ιανουαρίου 2014
Το Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (Programme for International Student Assessment = PISA) άρχισε να εφαρμόζεται το 2000 και διενεργείται κάθε τρία χρόνια. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πέντε τέτοιοι διαγωνισμοί αξιολόγησης (2000, 2003, 2006, 2009, 2012). Τα αποτελέσματα αυτής τής αξιολόγησης, αφού αναλυθούν και μελετηθούν συγκριτικά στο σύνολό τους και κατά συμμετέχουσα χώρα, δημοσιεύονται περίπου έναν χρόνο μετά τη διεξαγωγή τους (τα αποτελέσματα λ.χ. τού 2012 γνωστοποιήθηκαν στις 3 Δεκεμβρίου τού 2013). Στον διαγωνισμό αξιολόγησης μετέχουν πολλές χώρες και με μεγάλο αριθμό μαθητών κάθε χώρα (στον τελευταίο διαγωνισμό τού 2012 συμμετείχαν 510.000 μαθητές από 65 χώρες, 34 χώρες τού ΟΟΣΑ και 31 συνεργαζόμενες χώρες). Πρόκειται για μαθητές ηλικίας 15-16 ετών (περίπου τής δικής μας Γ’ Γυμνασίου), που εξετάζονται σε τρία αντικείμενα: γλώσσα (κατανόηση κειμένου), μαθηματικά και θετικές επιστήμες, με έμφαση κάθε φορά στο ένα από αυτά.
Κάθε φορά που δημοσιοποιούνται τα αποτελέσματα τού Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης ακολουθεί σειρά δημοσιευμάτων στον διεθνή Τύπο (συμβατικό και ηλεκτρονικό) με θρήνους ή θριαμβολογίες αρμόδιων υπουργών, παιδαγωγών, επιστημόνων διαφόρων κλάδων, δημοσιογράφων κ.ά. Εδώ γεννώνται μερικά καίρια ερωτήματα: Ποιος εισήγαγε αυτόν τον διαγωνισμό; Για ποιον σκοπό; Ποιος τον συντάσσει και τον διεξάγει; Είναι γενικώς αποδεκτή και αξιόπιστη η αξιολόγηση τού PISA;
Τον διαγωνισμό τού Διεθνούς Προγράμματος Αξιολόγησης εισήγαγε ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), ένας Οργανισμός οικονομικού κυρίως ενδιαφέροντος που εδρεύει στο Παρίσι και μελετά συγκριτικά τις πολιτικές που εφαρμόζονται ιδίως στον τομέα τής οικονομικής ανάπτυξης και σε κλάδους όπως το εμπόριο, η γεωργία, η φορολογία, η τεχνολογία κ.λπ.
Σκοπός τού Προγράμματος είναι η βελτίωση τής πολιτικής και των αποτελεσμάτων στον χώρο τής Εκπαίδευσης, ώστε να επιδράσουν θετικά στην οικονομία και την ανάπτυξη των χωρών που συμμετέχουν. Πρόκειται ρητά για έναν σκοπό καθαρώς οικονομικό και πρακτικό, με προοπτική να επηρεάσει μέσω αυτών των εξετάσεων τα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών που υστερούν στον διαγωνισμό PISA, ώστε να στραφούν προς αυτόν τον τύπο παιδείας.
Και τώρα επί τής ουσίας: ποια είναι η πραγματική βαρύτητα μιας τέτοιας αξιολόγησης και πόση αξιοπιστία έχει; Είναι πράγματι το εκπαιδευτικό σύστημα τής Σιγκαπούρης τόσο δυνατό, ώστε η χώρα αυτή να καταλαμβάνει στην αξιολόγηση τού 2012 τη 2η θέση στα μαθηματικά και την 3η θέση στη γλώσσα και στις θετικές επιστήμες ανάμεσα στις 65 χώρες που διαγωνίστηκαν; Και η Ταϊβάν (πρώην Φορμόζα) να κατέχει την 4η θέση στα μαθηματικά, την 7η στη γλώσσα και τη 13η στις θετικές επιστήμες; Και το Λιχτενστάιν να είναι 8ο στα μαθηματικά, 10ο στις επιστήμες και 11ο στη γλώσσα; Και η Εσθονία να είναι 6η στις επιστήμες; Πώς οι ΗΠΑ βρίσκονται στην 26η θέση στα μαθηματικά, στην 28η στις επιστήμες και στην 24η στη γλώσσα; Και η Αγγλία 23η στη γλώσσα, 26η στα μαθηματικά και 21η στις επιστήμες; Και η Ελλάδα αξίζει πράγματι μια τόσο χαμηλή θέση στην αξιολόγηση (40ή στη γλώσσα και 42η στα μαθηματικά και τις επιστήμες); Με πιο ψηλά από αυτήν στη γλώσσα την Κροατία (35η), τη Σλοβενία (38η) και τη Λιθουανία (39η); Τί συμβαίνει με αυτή την αξιολόγηση και το περιεχόμενο των εξετάσεων στις οποίες στηρίζεται;
Τόσο μεγάλα θέματα απαιτούν ιδιαίτερη γνώση, ενημέρωση, σκέψη και προσοχή. Οι εξετάσεις αυτές στηρίζονται σε μια αντίληψη που ευνοεί, εξετάζει και αξιολογεί κυρίως δεξιότητες, λιγότερο ικανότητες, ελάχιστα γνώσεις. Αυτοί που αριστεύουν σ’ αυτό το σύστημα προετοιμασίας και εξετάσεων θα βρίσκονταν στις τελευταίες θέσεις μ’ ένα άλλο σύστημα εξετάσεων που θα αξιολογούσε τις γνώσεις, τη γενικότερη κατάρτιση και καλλιέργεια και τις ικανότητες τού μαθητή για δημιουργική και κριτική σκέψη και επίλυση προβλημάτων. Είναι μια αξιολόγηση, για την οποία η χώρα που θα θελήσει οι μαθητές της να καταλάβουν τις πρώτες θέσεις υποχρεούται να εστιάσει σε δεξιότητες, πρακτικές ικανότητες και, γενικότερα, σε μια στυγνά χρηστική αντίληψη τής σχολικής μόρφωσης. Αν αποβλέψεις σ’ αυτό και προετοιμαστείς κατάλληλα, μπορείς να έχεις τα αποτελέσματα τής Σιγκαπούρης, τής Εσθονίας, τής Ταϊβάν, αλλά δεν θα έχεις τα αποτελέσματα τής Αγγλίας, τής Γαλλίας, τής Γερμανίας, τής Ιταλίας, τής Ισπανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων προηγμένων χωρών με πολύ καλά εκπαιδευτικά συστήματα που υστερούν ακριβώς στην αξιολόγηση τού PISA λόγω διαφορετικού εκπαιδευτικού προσανατολισμού και διαφορετικών εκπαιδευτικών στόχων. Γι’ αυτό και υπάρχει πλήθος επικριτικών επιστημονικών δημοσιεύσεων (βιβλίων, μελετών, άρθρων) από ειδικούς που αμφισβητούν τη σκοπιμότητα και τη βαρύτητα αυτών των εξετάσεων.
Αν η Ελλάδα λ.χ., σε κάποια σχολεία της που θα κληθούν να λάβουν μέρος στην αξιολόγηση τού PISA, προετοιμάσει τους μαθητές για τέτοιου είδους εξετάσεις (με τη βοήθεια και των φροντιστηρίων στην Ελλάδα που είναι μανούλες σε ειδικές προετοιμασίες), είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί σε μία από τις πρώτες θέσεις! Αξίζει όμως αυτό και το θέλουμε; Διότι άλλα είναι τα προβλήματα τής ελληνικής εκπαίδευσης.