Τα συν και τα πλην του νέου νόμου
7 Ιουνίου 2018Kρίση παιδείας η κρίση τής οικονομίας
7 Ιουνίου 2018Διάβασα προσεκτικά ολόκληρο το Σχέδιο τού νέου ΝόμουΠλαισίου για τα ΑΕΙ καθώς και την Αιτιολογική Έκθεση που βρήκα από τη δημοσίευσή τους στο «Βήμα τής Κυριακής». Εχω διανύσει πάνω από 40 έτη πραγματικής θητείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με μεγάλη πείρα τόσο στη διδασκαλία και στην έρευνα όσο και σε διοικητικές θέσεις (Διευθυντής Τομέα, Πρόεδρος, Κοσμήτορας, Πρύτανης) και γνωρίζω τι συμβαίνει σε Πανεπιστήμια τού Εξωτερικού (Ευρώπης, Αμερικής). Μπορώ, λοιπόν, να ισχυρισθώ ότι γνωρίζω «από μέσα» και εις βάθος τα συμβαίνοντα στα ελληνικά πανεπιστήμια, τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους. Έτσι θεώρησα υποχρέωσή μου να εισφέρω στον δημόσιο διάλογο μερικές σκέψεις, που θέτω υπό την κρίση των αναγνωστών τού «Βήματος». Επιχειρώ «άνευ φόβου και πάθους» να εκθέσω με πλήρη ειλικρίνεια προς όλες τις κατευθύνσεις τα, κατά τη γνώμη μου, πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τού νέου πανεπιστημιακού νόμου χωρίς να διεκδικώ την ορθότητα των εκτιμήσεών μου ή την ευρύτερη αποδοχή τους. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με θεωρητικές θέσεις και μακρές εισαγωγές. Θα μπω αμέσως στην καρδιά των θεμάτων.
Θετικές πλευρές τού Σχεδίου Νόμου
1. Εξασφαλίζει πραγματική και ουσιαστική αυτοδιοίκηση στα ΑΕΙ με τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλίδες, ικανοποιώντας ένα παλαιό και πάγιο αίτημα ολόκληρης τής πανεπιστημιακής κοινότητας Όλο το πνεύμα τού νόμου κατατείνει προς αυτή την κατεύθυνση, δύο δε βασικές προβλέψεις, ο Οργανισμός και ο Εσωτερικός Κανονισμός που συντάσσουν τα ίδια τα ΑΕΙ, κατοχυρώνουν στην πράξη την πλήρη αυτοδιοίκηση. 2. Στο πλαίσιο τής αυτοδιοίκησης εγκαθιδρύει μηχανισμούς ελέγχου και αποτροπής ακραίων ή αυθαίρετων αποφάσεων. Έτσι, σε περιπτώσεις ανικανότητας ή σοβαρών παραπτωμάτων προβλέπεται –με αυξημένες πλειονοψηφίες– ακόμη και παύση τού Πρύτανη και τού Κοσμήτορα από τα καθήκοντά τους. (Τι συμβαίνει σήμερα στα ΑΕΙ είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει κανένα, κατάσταση την οποία έζησα προσωπικά ως πρύτανης. Ένα Τμήμα λ.χ. μπορεί με τα ισχύοντα να ιδρύει, κατά βούλησιν, θέσεις Διδακτικού Προσωπικού σε ειδικότητες που υπάρχουν ήδη σε άλλα αρμόδια Τμήματα δυνάμει μιας ανεξέλεγκτης, στην πράξη, δήθεν «ανάπτυξης» τού Τμήματος και εν ονόματι τής αυτοτέλειας των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων που γίνονται δεκτές από μια κακώς νοούμενη ευαισθησία των πανεπιστημιακών να μη δυσαρεστήσουν τους συναδέλφους τους, έστω κι αν τέτοιες πράξεις βλάπτουν το ίδιο το Παν/μιο.) 3. Καθιερώνει την αξιολόγηση των πάντων στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ήτοι των ΑΕΙ και όλων ανεξαιρέτως των μελών τού Διδακτικού Προσωπικού. Σε κάθε Ίδρυμα προβλέπεται Οργανο Αξιολόγησης, το ΜΟΔΙΠ, το οποίο συνεργάζεται με την Ανεξάρτητη Αρχή Αξιολόγησης, το ΑΔΙΠ. Η αξιολόγηση –τώρα πια– που δίδεται πλήρης αυτοδιοίκηση στα ΑΕΙ και τα καθιστά υπεύθυνα για τις αποφάσεις τους– έχει νόημα και ορθώς συνδέεται με πρόσθετη (πέρα τής θεσμικής) χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων, ενώ η αποτυχία μελών τού Διδακτικού Προσωπικού κατά την αξιολόγησή τους επιφέρει δικαιολογημένα μείωση των ακαδημαϊκών δικαιωμάτων τους. (Ο εφησυχασμός μερικών πανεπιστημιακών, η μη ενασχόληση με την έρευνα, τη διδασκαλία, τη συμμετοχή σε συνέδρια, με τα θέματα τού πανεπιστημίου και των φοιτητών είναι ζητήματα που θίγουν ολόκληρο ένα πανεπιστήμιο και που επικρίνουμε κατ’ ιδίαν οι πανεπιστημιακοί χωρίς να μπορούμε, το γε νυν έχον, να τα αντιμετωπίσουμε δραστικά) 4. Βάζει τάξη στα θέματα των φοιτητών, γεγονός που θα βοηθήσει στη βελτίωση τού επιπέδου σπουδών, τής δουλειάς των πανεπιστημιακών και τής εικόνας των ΑΕΙ. Ορίζεται ο χρόνος διάρκειας των σπουδών καθώς και η διαγραφή φοιτητών που δεν εγγράφονται στα εξάμηνα ή δεν παίρνουν το πτυχίο τους σε (3+2) 5 ή (4+2) 6 χρόνια («αιώνιοι φοιτητές»). Παράλληλα διευκολύνονται οι φοιτητές που έχουν ανάγκη με τη δυνατότητα μερικής φοίτησης ή και διακοπής τής φοίτησης για ένα διάστημα. Το κυριότερο είναι ότι περιορίζεται δραστικά η συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης και στην εκλογή των οργάνων και αίρεται, στην πράξη, η εξάρτηση των φοιτητών από κόμματα και παρατάξεις που έχει βλάψει ανυπολόγιστα το κύρος και τη λειτουργία των ΑΕΙ και, πάνω απ’ όλα, τους ίδιους τους φοιτητές. Πρόκειται για ένα καθεστώς «φοιτητοκρατίας» που δεν έχει επινοηθεί από καμία χώρα και κανένα πανεπιστήμιο στον κόσμο. 5. Καθίσταται δυνατή η κατάργηση, συνένωση και μετακίνηση Ιδρυμάτων, Σχολών και Τμημάτων των ΑΕΙ. Με γενναίες αποφάσεις, που τώρα πλέον θα υπάρχει διαδικασία να ληφθούν και που ενθαρρύνονται από τον νόμο, μπορεί να λήξει η θλιβερή ιστορία αποδεδειγμένα αχρείαστων πανεπιστημιακών μονάδων (ιδρυμένων, κατά κανόνα, ρουσφετολογικά) που επιβαρύνουν οικονομικά τη λειτουργία των άλλων ΑΕΙ χωρίς να λύνουν κανένα πρόβλημα. Τα περισσότερα από τα Τμήματα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν απλά Προγράμματα Σπουδών, ενώ το θέμα μερικών ΤΕΙ που δεν έχουν καν φοιτητές αποτελεί πρόκληση για τον άγρια φορολογούμενο μέσο Έλληνα. 6. Οι Σχολές των ΑΕΙ που μέχρι σήμερα είχαν «διακοσμητικό» χαρακτήρα αναβαθμίζονται με καίριο συντονιστικό ρόλο, αναγόμενες στην αιχμή τού δόρατος τής επιχειρούμενης μεταρρύθμισης. (Η καινοτομία όμως αυτή, όπως γίνεται, γεννά άλλα προβλήματα που συζητούμε κατωτέρω). 7. Εισάγεται ο πολύ χρήσιμος, ευέλικτος και λειτουργικός θεσμός των Προγραμμάτων Σπουδών, που δημιουργεί νέες προοπτικές. (Εξαίρετος και αναγκαίος θεσμός, όταν δεν γίνεται εις βάρος των Τμημάτων, όπως συζητούμε κατωτέρω) 8. Αντιμετωπίζεται το θέμα τού ασύλου με την ανάθεση τής προστασίας του αποκλειστικά στον Πρύτανη, ο οποίος θα φέρει και την ευθύνη, λογοδοτώντας στο Συμβούλιο που τον επιλέγει τελικά. 9. Τα Όργανα τής Διοικήσεως (Συμβούλιο, Σύγκλητος, Κοσμητεία) είναι ολιγομελή, γεγονός που τους επιτρέπει να κινούνται με μεγαλύτερη ευχέρεια και αποτελεσματικότητα. (Τα θεσπισμένα πολυμελή σημερινά όργανα με πληθώρα εκπροσώπων εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία τους) 10. Θεσπίζεται εκ νέου με αυστηρούς όρους ο ελάχιστος χρόνος που απαιτείται για να αναγνωριστεί το εξάμηνο. (Είναι το αντίδοτο σε μακρές καταλήψεις ή απεργίες που αχρηστεύουν τον διδακτικό χρόνο και κάθε έννοια πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.) Περιορίζομαι στα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα, γιατί στην πραγματικότητα μπορεί να γίνει λόγος για κάθε επιχειρούμενη ρύθμιση και για πολλές θετικές, όντως, πλευρές τού Νόμου. Η γεύση από το όλο πνεύμα και γράμμα τού νόμου είναι ότι προσπαθεί να εξορθολογίσει και να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία των ΑΕΙ με συγκεκριμένες ρυθμίσεις.
Αρνητικές πλευρές τού Σχεδίου Νόμου
1. Ο Νόμος δεν λειτουργεί πάντοτε διορθωτικά τής υφιστάμενης κατάστασης, αλλά ανατρεπτικά. Και ναι μεν απαιτείται γενναία παρέμβαση και όχι ημίμετρα, αλλά μια παρέμβαση δεν πρέπει να συμπαρασύρει και ό,τι καλό υπάρχει στα ΑΕΙ, που έχουν μάλιστα θεσπιστεί (με τον νόμο 1268/82) από την ίδια πολιτική παράταξη. Τέτοια κραυγαλέα περίπτωση είναι η κατάργηση τού Τομέα (τής Συνέλευσης των ειδικών σε κάθε επιστημονικό κλάδο, π.χ. των νεοελληνιστών τού Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας, των αστικολόγων τού Τομέα Αστικού Δικαίου, των φυσικών τού Τομέα Φυσικής κ.τ.ό.) και , στην πράξη, η κατάργηση και τού Τμήματος (τού Τμήματος Φιλολογίας, τού Τμήματος Φυσικής, τού Οικονομικού Τμήματος, τού Παιδαγωγικού Τμήματος κ.ο.κ.), το οποίο εφεξής θα εξαρτάται απολύτως και θα υπηρετεί τα νεοεισαγόμενα Προγράμματα Σπουδών, χωρίς τα οποία τελικά δεν υπάρχει. Το παν στον νέο νόμο είναι η Σχολή και τα Προγράμματα Σπουδών. Αλλά έτσι διαλύεται ο ιστός τής εκπαιδευτικής λειτουργίας τού Πανεπιστημίου: το Τμήμα και ο Τομέας. Έτσι μια πραγματικά ορθή και αναγκαία ρύθμιση και πολλών χρόνων ζητούμενο (να υπάρχει συντονισμός των συναφών Τμημάτων) και η εξίσου ορθή και ευέλικτη λύση των Προγραμμάτων Σπουδών που πραγματικά χρειάζονται υπονομεύονται από έναν φορέα μαμούθ, τη νέα μορφή τής Σχολής, η οποία (στα μεγάλα Πανεπιστήμια) θα περιλαμβάνει εκατοντάδες μελών Διδακτικού Προσωπικού και χιλιάδες φοιτητών εμφανίζοντας σύνθετα έως αξεπέραστα προβλήματα λειτουργίας. Πολύ περισσότερο που η διοίκηση τής Σχολής θα εξαρτάται, στην ουσία, από ένα άτομο (καθηγητή), τον Κοσμήτορα, που θα διορίζεται μάλιστα από το Συμβούλιο Διοίκησης τού Πανεπιστημίου. Το εκπαιδευτικό αυτό θέμα είναι μείζον και πρέπει να βρεθεί τρόπος αντιμετώπισής του. 2. Στην προσπάθεια να αντιμετωπιστούν αυθαιρεσίες, επιστημονικές ιδιοτέλειες και διάφορες δυσλειτουργίες από την έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου που επικρατεί δυστυχώς σήμερα, θεσπίζεται να εξαρτώνται τα πάντα τελικά από τον νέο θεσμό, από το 15μελές Συμβούλιο κάθε Ιδρύματος. Διαβάζοντας προσεκτικά τον νόμο διαπιστώνει κανείς ότι το Συμβούλιο αποφασίζει τελικά για όλα τα καίρια θέματα τού πανεπιστημίου. Όλοι οι άλλοι (Πρύτανης, Σύγκλητος, Κοσμήτορας, Σχολή) έχουν στην πράξη γνωμοδοτικό ρόλο. Το Συμβούλιο (με τα μισά μέλη εξωτερικά και πιθανώς άσχετα προς τη λειτουργία των ΑΕΙ) ανάγεται σε κεφαλή και υπερεξουσία κάθε ΑΕΙ. Αποφασίζει όχι μόνο για τη στρατηγική, την ανάπτυξη και τα οικονομικά τού Ιδρύματος αλλά (άλλοτε αμέσως και άλλοτε εμμέσως) και για τα εκπαιδευτικά. Όλοι οι άλλοι εισηγούνται! Εδώ πρέπει να εστιαστεί το πρόβλημα τού πρύτανη, στις αρμοδιότητές του κι όχι στην εκλογή του που, ούτως ή άλλως, ξεκινάει από καθηγητές, παρεμβαίνει η Σύγκλητος και έχουν λόγο πάλι οι καθηγητές τού Συμβουλίου. Δεν υπήρχε άλλη λύση; Δεν μπορούσαν να κατανεμηθούν «οι εξουσίες» σε περισσότερα όργανα και να μείνει ο τελικός έλεγχος μόνο στο υπερόργανο, το οποίο ορθώς θεσπίζεται αλλά με υπερβολικές αρμοδιότητες. Τόσο πολύ εμπιστεύεται ο νομοθέτης ένα τέτοιο Συμβούλιο, που για πρώτη φορά θα λειτουργήσει; Κι αν το Συμβούλιο θεωρήσει –με καθαρώς οικονομικά κριτήρια– ότι λ.χ. οι ανθρωπιστικές σπουδές (φιλοσοφία, φιλολογία, τέχνες, ιστορία, γλώσσες κ.λπ.) δεν έχουν νόημα, ποιος θα το σταματήσει; Εδώ φαίνεται ότι το κλίμα απαξίωσης τού (δημόσιου) πανεπιστημίου παροδήγησε τον νομοθέτη σε ακραίες ρυθμίσεις από μια καχυποψία που δεν δικαιολογεί τέτοιο θεσμικό πανικό και τέτοια καθιέρωση υπερεξουσιών. Προσωπικά, συμμερίζομαι την αγωνία τής πολιτικής ηγεσίας, την καλή πρόθεση και την τόλμη (με αγνόηση κάθε πολιτικού κόστους) να λύσει υπαρκτά προβλήματα. Μήπως όμως σε ορισμένα θέματα, όπως αυτά, δόθηκαν ατελέσφορες λύσεις από άστοχες εισηγήσεις ή εκτιμήσεις με πρότυπο το τι συμβαίνει σε αμερικανικά ιδιωτικά κυρίως πανεπιστήμια; 3. Σε μεγάλο βαθμό –και σωστά– το Υπουργείο ζητάει από τα ΑΕΙ να ρυθμίσουν τα ίδια τα τού οίκου τους για ορισμένα θέματα, κυρίως λειτουργίας και εξειδίκευσης τής εφαρμογής τού Νόμου. Αναθέτει στα ΑΕΙ να συντάξουν τον Οργανισμό και τον Εσωτερικό Κανονισμό τους. Ένα από τα αμαρτήματα και μία από τις αδυναμίες τής σημερινής κατάστασης των ΑΕΙ οφείλεται ακριβώς στην έλλειψη (αδυναμία σύνταξης Εσωτερικού Κανονισμού υπό την πίεση των φοιτητών που εμπόδιζαν «δυναμικά» οποιεσδήποτε ρυθμίσεις και δεσμεύσεις) ή στη μη εφαρμογή υπάρχοντος Εσωτερικού Κανονισμού (για τους ίδιους λόγους). Ουδέποτε λ.χ. λειτούργησε το Πειθαρχικό Συμβούλιο για φοιτητές. Τα συναφή θέματα αντιμετωπίζονταν εν μέρει από τη Σύγκλητο. Ερώτημα: Πώς θα λειτουργήσει ο νέος νόμος αν δεν συνταχθούν σε εύλογο χρόνο Οργανισμός και Κανονισμός, δοθέντος ότι από τον Οργανισμό έχει προβλεφθεί να ρυθμίζονται τα τής λειτουργίας τής Συγκλήτου, τού Συμβουλίου και των άλλων οργάνων, θέματα εκλογής καθηγητών, ακόμη και ασύλου; Προβλέπεται μόνο ένας «πρότυπος οργανισμός» που θα εκπονηθεί εκτός ΑΕΙ για όλα τα ΑΕΙ. Κατά τα άλλα, αφήνεται στα υπάρχοντα όργανα να αποφασίζουν για την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων με τις οποίες όμως αυτά δηλώνουν ότι διαφωνούν!… 4. Μια σειρά ποικίλων άλλων σοβαρών ρυθμίσεων χρειάζονται συζήτηση. Προβλέπεται λ.χ. τα έτη σπουδών να είναι 3ετούς διάρκειας όπως καθορίστηκε –καίτοι όχι υποχρεωτικά– από τη Συμφωνία τής Μπολώνιας, αλλά μπορούν να είναι και 4ετούς όπως σήμερα, αν συμφωνήσουν όλα τα πανεπιστήμια. Κι αν διαφωνήσουν ένα ή δύο; Τι θα ισχύσει; Κι όταν λέγεται ότι απαγορεύεται η εγκατάσταση Ιδρύματος ή Σχολής εκτός τής έδρας του, τι θα γίνει με τα περιφερειακά πανεπιστήμια που η έδρα τους είναι σε μία πόλη (ή ένα νησί) και τα Τμήματα σε πολλές διαφορετικές πόλεις; Θα κλείσουν; Και ο φοιτητής που θα αποτυγχάνει τρεις φορές στην εξέταση ενός μαθήματος θα παραπέμπεται σε εξέταση ενώπιον Επιτροπής; Εχουμε σκεφθεί τι θα συμβεί με τις τόσες χιλιάδες φοιτητών που μπαίνουν στα ελληνικά πανεπιστήμια, ιδίως τα μεγάλα; Και όταν προβλέπεται να διδάσκεται υποχρεωτικά μία τουλάχιστον ξένη γλώσσα, ξέρουν οι θεσπίζοντες το –σωστό αυτό– μέτρο τι έχει συμβεί στο παρελθόν με αυτό το θέμα και τι προβλήματα έχει προκαλέσει, ώστε να έχει ατονήσει; Και η πρόβλεψη για την εκπόνηση διδακτορικού σε ένα χρόνο, τι σημαίνει; Για τι διδακτορικό θα πρόκειται; Και η διαδικασία εκλογής μέλους διδακτικού προσωπικού σε ξένη γλώσσα πώς θα γίνει στην πράξη και για ποιον λόγο; Και θα υπάρχουν διαφορετικά κριτήρια επιλογής των καθηγητών κατά ΑΕΙ, γεννώντας καθηγητές διαφορετικών ταχυτήτων και απαιτήσεων; Και πώς θα λειτουργήσει μία και μοναδική Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών για όλους τους κλάδους επιστημών στα μεγάλα πανεπιστήμια; Συλλαμβάνουμε για ποιο πράγμα μιλάμε και πώς θα γίνεται αυτό στην πράξη; Ολοι οι κλάδοι τής Ιατρικής, όλοι τής Φυσικομαθηματικής, όλοι τής Φιλοσοφικής, όλοι οι κλάδοι τού Πολυτεχνείου κ.ά., προκειμένου λ.χ. για τη Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θα συλλειτουργούν σε μια άλλη Σχολή μαμούθ; Και ας προσεχθεί ιδιαίτερα αυτή τη φορά η ίδρυση Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, η οποία ορθώς προτείνεται στον νόμο με πλήθος αρμοδιοτήτων και οικονομικών δραστηριοτήτων που θα αποφέρουν έσοδα στα ΑΕΙ και θα λύσουν πολλά προβλήματα. Τέτοια ρύθμιση θεσπίστηκε και στο παρελθόν αλλά οδηγήθηκε σταδιακά να λειτουργεί με όλες τις αγκυλώσεις τού δημόσιου λογιστικού και εγκαταλείφθηκε τελικά. Θα μπορούσε να έχει κανείς αντιρρήσεις για πολλές ρυθμίσεις τού νέου νόμου, αλλά σκοπός αυτού τού κειμένου δεν είναι να εξαντλήσει τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές τού νόμου, πράγμα που θα αδικούσε μια σοβαρή, συστηματική, τολμηρή και μελετημένη νομοθετική προσπάθεια, η οποία αξίζει να συζητηθεί με όποιες αντιρρήσεις και με όσες αλλαγές –έστω και ριζικές– χρειάζεται να γίνουν.
Συμπέρασμα: Προσπάθησα να συμβάλω σ’ έναν δημιουργικό προβληματισμό, χρήσιμο για όσα θα ακολουθήσουν, γιατί ο δρόμος εφαρμογής τού νέου νόμου και μετά την ψήφισή του διαγράφεται πολύ μακρός, αφού είναι πράγματι ριζοσπαστικές και φιλόδοξες οι ρυθμίσεις του, άρα και με πολλά σημεία αιχμής. Δεν πρέπει να μάς διαφεύγει ότι ο νόμος προτείνεται σε μια κατάσταση «ανωτέρας βίας» και οικονομικοκοινωνικού πανικού για τη χώρα και σ’ένα κλίμα άδικης απαξίωσης τού ελληνικού πανεπιστημίου στη συνείδηση τής κοινής γνώμης από έλλειψη έγκυρης ενημέρωσης αλλά και από ασυγχώρητα λάθη και παραλείψεις των ίδιων των πανεπιστημίων. Θα το πω καθαρά: ο ισχύων νόμος 1268/1982 για τα πανεπιστήμια, που αποδείχθηκε τελικά ανεπαρκής και, σε μερικά σημεία, καταστροφικός για την Ανώτατη Εκπαίδευση, ένας νόμος που σήμερα βάλλεται απ’ όλους αλλά που αναντίρρητα είχε και αρκετές θετικές πλευρές, είναι έργο τού μεταρρυθμιστικού ΠΑΣΟΚ τού ’82 (των καθηγητών Λιάνη, Ρόκου, Κλάδη και Πανούση). Αυτόν τον νόμο έρχεται να διορθώσει η σημερινή κυβέρνηση τού ΠΑΣΟΚ με μια εκ βάθρων μεταρρύθμιση, η οποία στην ουσία ανατρέπει άρδην τον ισχύοντα νόμο. Εδώ ακολουθείται, ευτυχώς, η αρχή «ο τρώσας και ιάσεται». Στον βαθμό που το ΠΑΣΟΚ αισθάνεται τις ευθύνες του και προχωρεί σήμερα σε ριζική θεραπεία των αδυναμιών τού δικού του νόμου είναι μια γενναία πράξη που την πιστώνεται η Κυβέρνηση. Όπως είναι προς τιμήν τής πολιτικής ηγεσίας τού Υπουργείου Παιδείας ότι αξιοποίησε αρκετές προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που έγιναν επί Ν. Δημοκρατίας, κυρίως από την κ. Γιαννάκου. Το γεγονός αυτό διευκολύνει τον διάλογο ιδίως από πλευράς Νέας Δημοκρατίας, τής οποίας το έργο –οψέποτε αναλάβει την ευθύνη διακυβέρνησης τής χώρας– θα είναι ευκολότερο με λυμένα πολλά και καίρια προβλήματα τής Ανώτατης Εκπαίδευσης, αν ληφθεί ιδίως υπόψιν ότι αυτή η συγκεκριμένη παράταξη δεν έχει και μεγάλη αποτελεσματικότητα οσάκις έχει επιχειρήσει «να περάσει» έστω και ηπιότερης μορφής ρυθμίσεις. Ως προς την ουσία τής μεταρρύθμισης, μάλλον τής ανατροπής που επιχειρείται από τον νέο νόμο (ενώ θα ήταν πιο πρόσφορο και αποτελεσματικό να διορθωθούν πρώτα τα κακώς κείμενα), πρέπει αντικειμενικά να παραδεχθούμε ότι αποτελεί πραγματική μεταρρύθμιση ή –με παλαιότερους πολιτικούς όρους τής ίδιας παράταξης– εκ βάθρων «αναδόμηση» τής Ανώτατης Εκπαίδευσης, με την οποία αναλαμβάνεται μια σοβαρή προσπάθεια να «νοικοκυρευτούν» τα ΑΕΙ και να ξεπεράσουν βασικές αδυναμίες τους. Αυτό, βεβαίως, έχει προφανή τον κίνδυνο και μεγάλων αντιδράσεων και κυρίως τον κίνδυνο να ασχολούνται τα ΑΕΙ για αρκετά από τα επόμενα χρόνια μόνο με τη μεταρρύθμιση αντί για τη διδασκαλία, την επιστήμη και την έρευνα. Ο ρόλος ολόκληρης τής Αντιπολίτευσης σ΄ αυτή τη μεταρρύθμιση μπορεί και πρέπει να είναι καθοριστικός. Είναι η τελευταία ευκαιρία για «συνευθύνη» στην επίλυση τού μεγάλου θέματος τής Ανώτατης Εκπαίδευσης, εξίσου σημαντικού αν όχι σπουδαιότερου (μακροπρόθεσμα) κι από το οικονομικό πρόβλημα τής χώρας, αφού καθορίζει πλήθος άλλων θεμάτων τής ζωής και τής ανάπτυξης τής Ελλάδος. Με ειλικρινή διάλογο, με γενναίες δημιουργικές αποφάσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις, όχι με απαιτήσεις εκ μέρους τής Κυβέρνησης για «συναίνεση άνευ όρων», πλήρους και παθητικής δηλ. αποδοχής όλων όσα προτείνονται, ακόμη κι αυτών που είναι εμφανώς ανεφάρμοστα ή επιζήμια. Η πολιτική ηγεσία τού Υπουργείου Παιδείας και η κυβέρνηση γενικότερα θα πιστωθεί μεγάλη προσφορά στη χώρα, αν –και με ριζικές ακόμη αλλαγές– επιτύχει ο προτεινόμενος νόμος να έχει γενικότερη αποδοχή και να επιβιώσει χωρίς να ξεσηκώσει θύελλα στα ΑΕΙ. Πρέπει να αξιοποιηθεί η ευνοϊκή συγκυρία ότι για πρώτη φορά η πλειονότητα των μελών των ΑΕΙ έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη μεγάλων αλλαγών. Θα αντιδράσουν βεβαίως οι φοιτητές των παρατάξεων, θα αντιδράσουν όσοι έχουν εκλεγεί επικεφαλής των οργάνων διοίκησης οι οποίοι καταργούνται, θα αντιδράσουν όσοι θεωρούν ότι θίγονται άμεσα, θα αντιδράσουν μερικοί ανασφαλείς ή εφησυχασμένοι που θα αναγκασθούν να ανασκουμπωθούν και να δουλέψουν περισσότερο. Πολλοί θα ξεβολευτούν. Αλλά έχει φθάσει η ώρα να γίνουν βασικές αλλαγές στα ΑΕΙ και να δικαιωθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο που έχει άδικα –και ενίοτε σκόπιμα –απαξιωθεί, μολονότι είναι ο μόνος θεσμός που επί χρόνια έχει δώσει ό,τι καλύτερο υπήρξε και υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα.