Γλωσσική σχέση τής Ελληνικής με την Αγγλική
27 Ιουνίου 2019Η «χαμένη» κριτική σκέψη των μαθητών
2 Ιουλίου 2019Συναντηθήκαμε στην είσοδο και καθώς μπαίναμεστον δροσερό κήπο του εστιατορίου στο Νεο Ψυχικό, το πρώτο πραγματικά ζεστό βράδυ του φετινού καλοκαιριού, μια κυρία σηκώθηκε από το τραπέζι της για να χαιρετήσει τον Γιώργο Μπαμπινιώτη και να του υπενθυμίσει ότι ήταν φοιτήτριά του. Αλλωστε, όπου αναφέρεται το όνομά του, σπάνια δεν θα υπάρξουν κάποιοι που θα πουν «Τον είχα καθηγητή». Ερχεται οργανωμένος, με τις σημειώσεις του σχετικά με ο,τι υπέθεσε ότι θα τον ρωτούσα, μου λέει πόσο συστηματικός είναι και συμφωνούμε ότι η οργανωτικότητα και η τάξη ούτε διδάσκονται ούτε μεταδίδονται.
Με τη χώρα να έχει μπει και επισήμως στην τελική ευθεία προς τις εκλογές, αρχίζουμε την κουβέντα, πριν καν δώσουμε την παραγγελία μας, μιλώντας για τις προσδοκίες, σε σχέση με την Παιδεία, από μία νέα κυβέρνηση. Μου λέει ότι η Νέα Δημοκρατία – που όλα δείχνουν ότι θα κερδίσει τις εκλογές – κατέχει έναν «θησαυρό» που θα μπορούσε να αξιοποιήσει. Το πόρισμα του Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία που έγινε το 2009 με τον ίδιο επικεφαλής μίας ομάδας 30, περίπου, επιστημόνων, όλοι από τον χώρο της εκπαίδευσης. Οι βασικές αναφορές του πορίσματος, το οποίο αφορά Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, είναι σε σχέση με την ποιότητα της εκπαίδευσης, την γενική μόρφωση των μαθητών, την έμφαση στην πληροφορική, τις ξένες γλώσσες αλλά και την τεχνική εκπαίδευση, την επανάκτηση της αξίας του απολυτηρίου, την άρση των ανισοτήτων ανάμεσα στους «δυνατούς» και τους «αδύναμους» μαθητές.
Μοιραία, η συζήτηση πηγαίνει και στο τι αφήνει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ, στην καταστροφική, κατά τη γνώμη του, μείξη των Πανεπιστημίων με τα ΤΕΙ (Τεϊοποίηση Πανεπιστημίων όπως τη χαρακτηρίζει), στην προσφορά του λίγου και του εύκολου, στην αρχή της ήσσονος προσπάθειας, στην απαξίωση των Αρχαίων, στην πολιτική του «αρέσειν για ψηφοθηρία». Ολο αυτό που περιγράφει ως «παιδεία απαιδευσίας» με την υποβάθμιση της γλωσσικής παράδοσης, της ιστορικής συνείδησης, των εθνικών αξιών, την υποτίμηση των εθνικών θεμάτων, την απουσία, με δυο λόγια, της ουσίας της παιδείας. Τον ρωτάω ωστόσο για τον ρόλο της εθνικής διάστασης της εκπαίδευσης, κάτι που έχουμε δει, περιπτωσιολογικά, να εκτρέπεται σε «διδασκαλία εθνικισμού». «Η γενική παιδεία στήνει έναν λαό. Τον μορφώνει και τον διαμορφώνει, τον εκπαιδεύει. Του δίνει σημεία αναφοράς που έχουν σχέση με αξίες, με την πορεία του, την ιστορία του, την πίστη του. Η σωστή γενική παιδεία προστατεύει έναν λαό από τον εθνικισμό».
Συμφωνούμε ότι ο υπουργός Παιδείας καλόπιασε τους μαθητές και τους φοιτητές προσβλέποντας στην ψήφο τους. Τα αποτελέσματα όμως των ευρωκλογών διέψευσαν αυτήν την προσδοκία. Ο ίδιος, ως καθηγητής του Πανεπιστημίου αλλά και πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, ζει με παιδιά σε ηλικίες από το νηπιαγωγείο έως το τέλος της ακαδημαϊκής τους εκπαίδευσης. Γιατί, κατά τη γνώμη του, οι νέοι γύρισαν την πλάτη τους στο ΣΥΡΙΖΑ; «Αυτά τα παιδιά έχουν ζήσει την κρίση στο πετσί τους μέσα από την οικογένειά τους, τους φίλους, το περιβάλλον τους. Οταν βλέπουν λοιπόν τους πτυχιούχους των Πανεπιστημίων να εκπατρίζονται αναρωτιούνται, με το δίκιο τους, αν υπάρχει λόγος να σπουδάσουν, αν θα βρουν μετά δουλειά, αν θα αναγκαστούν να φύγουν στο εξωτερικό. Αυτήν την κατάσταση τη ζουν, είναι η πραγματικότητά τους, δεν μπορούν λοιπόν να απενοχοποιήσουν τόσο εύκολα την κυβέρνηση. …Θεωρώ ότι στον χώρο της κυβέρνησης έκαναν λανθασμένες εκτιμήσεις. Υποτίμησαν τις απαιτήσεις, την προοπτική και το όραμα που έχουν οι νέοι».
Συζητώντας για την ποιότητα των σχολείων και των δασκάλων («Σχολείο ίσον δάσκαλος») τον ρωτάω αν αυτός ο εκπεσμός της παιδείας, τα τελευταία χρόνια, είναι αναστρέψιμος. Πιστεύει ότι είναι όχι, βέβαια, σε σύντομο χρόνο και μόνο αν γίνει η σωστή δουλειά. Αναφέρεται αρνητικά στο να γίνονται τα θέματα των Πανελλήνιων Εξετάσεων (συναντηθήκαμε την ημέρα που τα παιδιά έδιναν Αρχαία) πρώτη είδηση στα Μέσα Ενημέρωσης, κάτι που, όπως μου λέει, δεν συμβαίνει πουθενά στον κόσμο. Μου εξηγεί ότι οι εξετάσεις ανάγονται σε εθνικό θέμα διότι το μη ευέλικτο σύστημα δεν επιτρέπει βελτίωση βαθμών με αποτέλεσμα να κρίνεται το μέλλον ενός υποψήφιου και η ισορροπία της οικογένειάς του από την απόδοσή του μια συγκεκριμένη ημέρα. «Είναι απάνθρωπος αυτός ο τρόπος μεταχείρισης των υποψηφίων». Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μη βάλουμε στην κουβέντα την αριστεία. Το πόσο άστοχη και αψυχολόγητη ήταν η κατάργησή της πιστοποιείται από τον ορισμό της. «Η αριστεία είναι η άμιλλα. Που, ετυμολογικά, προέρχεται από το «άμα», δηλαδή το «μαζί». Σημαίνει ότι καθόμαστε μαζί και προσπαθούμε για το καλύτερο. Είναι κάτι συνενωτικό, μία συμπόρευση που άλλοτε ο ένας και άλλοτε ο άλλος πάει λίγο πιο μπροστά. Και αποτελεί ένα κίνητρο γι’ αυτόν που είναι λίγο πιο πίσω να προχωρήσει, να τα καταφέρει καλύτερα όχι μόνο στο σχολείο αλλά και στη δουλειά του, στην οικογένειά του, στη ζωή του. Αποτελεί στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και έρχονται και καταργούν την αριστεία. Και λένε ότι ο σημαιοφόρος θα προκύπτει από κλήρωση. Η κλήρωση είναι τζόγος. Σε τι εκπαιδεύουμε τα παιδιά; Στον τζόγο;».
Οι μέρες είναι τέτοιες που η συζήτηση δεν μπορεί παρά να γλιστρήσει στα αμιγώς πολιτικά, στο τι συνετέλεσε στη διαφαινόμενη πλήρη ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών. «Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σαν ένα εκρηκτικό μίγμα από περιορισμένη ικανότητα – έως ανικανότητα -, ιδεοληψία και κρατισμό. Ο μύθος του «ηθικού πλεονεκτήματος» μεταλλάχθηκε σε πλήρη ανατροπή αρχών και αξιών, ψευδολογία και βολέματα. Πολιτική πράξη έγινε ο ταξικός φθόνος, η φορομπηχτική κατάλυση των παραγωγικών τάξεων, οι υπερ-μνημονιακές κυβιστήσεις. Ασκήθηκε η πολιτική του φαίνεσθαι, αναδύθηκε η αλαζονεία της εξουσίας, η ανοχή στην ανομία, η προκλητική ψηφοθηρία. Στη δημαγωγία των αντιφάσεων έγιναν από ιδεολόγοι ιδεοληπτικοί, από αντιμνημονιακοί υπερμνημονιακοί, από λαϊκοί λαϊκιστές». Τον ρωτάω ωστόσο τι γρατζούνισε ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ στην ψυχοσύνθεση του μέσου Ελληνα ώστε να έχει μπετονάρει ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων. Μου απαντάει εμμέσως αναφερόμενος στον Ανδρέα Παπανδρέου. «Μίλησε για τους μη προνομιούχους. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει, και ως προς τη διατύπωση και ως προς την ουσία, πιο πονηρά γενικό σύνθημα. Μη προνομιούχος μπορεί να αισθανθεί ο καθένας. Ακόμη και ο φτασμένος σε σύγκριση με κάποιον που είναι πιο πάνω από αυτόν. Ετσι, συσπείρωσε τότε, όλους τους αδικημένους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τώρα, έφερε τη διάκριση των αδυνάτων έναντι των δυνατών. Ποιοί είναι όμως οι «δυνατοί»; Ο μικρομαγαζάτορας με τους δύο υπαλλήλους που του σπάνε κάθε τόσο το μαγαζί; …Με αυτήν τη διάκριση καλλιέργησε τον φθόνο, κάτι στο οποίο είμαστε επιρρεπείς».
Αναφερόμαστε στον πολιτικό λόγο του Αλέξη Τσίπρα. «Ενας άνθρωπος που από τα δεκατέσσερά του ασχολείται με τα πενταμελή, με τις φοιτητικές παρατάξεις, έχει μάθει να μιλάει, πολιτικά, εύκολα. Αυτό το έχει. Ο πολιτικός του λόγος δείχνει άνεση». Πώς κρίνει όμως τα λάθη που κάνει ο πρωθυπουργός στον προφορικό και γραπτό λόγο; Τον ενοχλούν; «Οχι, δεν με ενοχλούν τόσο. Αλλωστε είναι γνωστό ότι δεν έχει ιδιαίτερη καλλιέργεια και αυτό δεν είναι, αναγκαστικά, κακό. Αυτό όμως που με ενοχλεί πολύ είναι ότι, ως αριστερός, όπως δηλώνει, δεν φρόντισε, τουλάχιστον, να άρει τις ανισότητες στην Παιδεία. Δεν υπάρχουν υποβαθμισμένα σχολεία; Σχολεία που έχουν καθηγητές και σχολεία που δεν έχουν; Οταν επικρατεί αυτή η κατάσταση πλήρους διάλυσης στα Πανεπιστήμια, το να πει «έθρεψε» αντί «έδρεψε» είναι το λιγότερο».
Σε αυτήν τη σειρά των συνεντεύξεων, θυμάμαι τον Τίτο Πατρίκιο και τον Δημήτρη Λιγνάδη να προσδιορίζουν την ελληνικότητά τους σε σχέση με τη συνέχεια, επί 2.500 χρόνια, της ελληνικής γλώσσας. Του το αναφέρω και μου απαντά : «Είναι αυτό που έλεγε ο Σεφέρης. Οτι δεν μπορείς να μιλάς Ελληνικά αν δεν έχεις κάποια επαφή με τα παλαιότερα Ελληνικά μας. Και τονίζει μάλιστα το «μας». Αυτά τα Ελληνικά που κάποτε τα μίσησαν κάποιοι και τα συνέδεσαν με την αρχαιολατρεία. Αλλα η γλώσσα μας έχει ένα χαρακτηριστικό που δεν έχει καμία άλλη στον κόσμο. Τη συνέχεια. Από το 2.000 π.Χ. ομιλείται χωρίς διακοπή. Με αλλαγές, βεβαίως, διότι, αν δεν άλλαζε, θα ήταν μία πεθαμένη γλώσσα. Η συνέχεια όμως γεννά υποχρεώσεις και δεσμεύσεις».
Μου εξηγεί πολύ παραστατικά ότι ένας άνθρωπος που δεν έχει αυτή τη σχέση με τα παλιά Ελληνικά μας, όταν λέει «διάλογος» εννοεί μία συζήτηση. Ενω κάποιος που κουβαλά τη συνέχεια της γλώσσας, που μπορεί να δει τη διαφάνεια της λέξης, αναγνωρίζει στον «διά – λόγο» την έννοια της αμοιβαιότητας και της συμμετοχής. Ακόμη και στη «συν – ζήτηση», το ότι δύο άνθρωποι από κοινού ζητούν κάτι. Τι; Κατά τον Γιώργο Μπαμπινιώτη, την αλήθεια. «Οποιος δεν μετέχει σε αυτήν τη συνέχεια, σιγά σιγά απομονώνεται, αποξενώνονται και το χειρότερο που μπορεί να του συμβεί είναι η γλωσσική αλλοτρίωση. Οταν έχεις μια γλώσσα σαράντα αιώνων και αποσπάσαι από τη διαχρονία της, περιορίζεσαι σε μια υπόθεση λίγων χρόνων. Αποψιλώνεις τη γλωσσική δυνατότητα. Εχει σημασία αυτό; Τεράστια. Κάθε έλλειψη σε ποιότητα γλώσσας, είναι έλλειψη σε ποιότητα σκέψης. Οι λέξεις δεν είναι εκεί για να υπάρχουν. Δηλώνουν μια έννοια. Και οι έννοιες δημιουργούν νοήματα. Λιγότερες λέξεις σημαίνει λιγότερα νοήματα. Αυτό που έλεγε ο Βιτγκενστάιν. Η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου. …Η γλώσσα δεν είναι εργαλείο, είναι αξία. Είναι πολιτισμός, σκέψη, ιστορία. Είναι η ταυτότητά μας». Μου επισημαίνει ακόμη ότι η γλώσσα χτίζεται στο νηπιαγωγείο και το Δημοτικό. Η κατάκτησή της, δηλαδή, ως προς τη δομή και το βασικό λεξιλόγιο, τελειώνει στην ηλικία των δώδεκα. Μετά, αρχίζει το στάδιο της εμβάθυνσης. Αρα, είναι πολύ σημαντική η συμβολή, εκτός του σχολείου, της οικογένειας και του περιβάλλοντος σε αυτά τα πρώτα χρόνια. «Εχουμε χάσει, δυστυχώς, το παραμύθι της γιαγιάς. Μέγα μειονέκτημα για τη γλώσσα. Είναι η πρώτη επαφή ενός ανθρώπου με τον αφηγηματικό λόγο».
Από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο του λεξικό, ο Γιώργος Μπαμπινιώτης έγινε ένα είδος επιστήμονα – σταρ. Το όνομά του κατοχυρώθηκε ως συνώνυμο της σωστής εκφοράς της γλώσσας και της ορθογραφίας, πέρασε σε σήριαλ και κωμωδίες, πρόσφατα και σε τραγούδι που τραγουδά σύγχρονες η Γιώτα Γιάννα σε μουσική Ζαχαρία Καρούνη και στίχους Χρίστου Παπαδόπουλου. «Μου αρέσουνε τα λάθη κύριε Μπαμπινιώτη μου / στη σωστή ορθογραφία έφαγα τη νιότη μου». Ο ίδιος το ανέβασε στον λογαριασμό του στο facebook σχολιάζοντας : «Δεν διανοήθηκα ποτέ ότι θα με ανέφεραν για τη γλώσσα και σε τραγούδι, και μάλιστα για θέματα ορθογραφίας.Κι όμως συνέβη σ’ ένα τραγούδι με ωραίους στίχους και εκφραστική ερμηνεία από την κ. Γιώτα Γιάννα. Έχει και η αν-ορθογραφία την αισθητική της διάσταση στη γραφή (“σ’ αγαπό”) και την καλλιτεχνική της αξιοποίηση».
Αυτό είναι κάτι που όχι μόνο δεν τον ενοχλεί αλλά το καταγράφει ως αποτέλεσμα της συνειδητής του προσπάθειας, αν και «γραφειομανής» όπως δηλώνει, να έρθει σε επαφή με το μεγάλο κοινό ώστε να το ευαισθητοποιήσει (ακόμη και μέσα από τηλεοπτικά προγράμματα στα οποία συμμετείχε) σε σχέση με τη γλώσσα.
Επίσης, σε αντίθεση με άλλους «θεματοφύλακες», δεν είναι εναντίον του διαδικτύου – άλλωστε δική του επινόηση είναι η συγκεκριμένη λέξη για την ελληνική απόδοση του internet.Θεωρεί ότι πρόκειται για ένα μέσον που δίνει σε πολλούς τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με κείμενα. Είναι ενεργός στο facebook με συχνές αναρτήσεις που, κατά κανόνα, αφορούν σε γλωσσικά θέματα. Και θεωρεί ότι ακόμη και η επικοινωνία μέσω μηνυμάτων είναι εξάσκηση σε ένα είδος σύντομου και αποσπασματικού λόγου, απαραίτητου, υπό συνθήκες, στην εποχή μας.
Φεύγοντας, σκέφτομαι αυτό που είπε. Οτι η γλώσσα είναι αξία, πολιτισμός, ταυτότητα. Ισως, η ενασχόληση μαζί της και η προσαρμογή στις αλλαγές της να είναι και ένα ελιξήριο νεότητας.
Εφημερίδα Τα ΝΕΑ, 14 Ιουνίου 2019, συνέντευξη στην Πέπη Ρεγκούση