Η διδασκαλία τού αρχαίου λόγου στο Γυμνάσιο
6 Ιουνίου 2018Γλωσσική Τεχνολογία και Γλωσσική Ταυτότητα
6 Ιουνίου 2018Ο εκπαιδευτικός και κοινωνικός ρόλος τού δασκάλου στην Ελλάδα υποβιβάζεται όλο και περισσότερο. Η ιδιότητα τού αληθινού δασκάλου τείνει να περάσει σε «είδος εν ανεπαρκεία». Παρά την υπερεπάρκεια σε διδάσκοντες. Τείνει να εκλείψει στην ελληνική κοινωνία και εκπαίδευση ο δάσκαλος-λειτουργός, ο δάσκαλος-ταγός, ο δάσκαλος-αγωνιστής. Αντ’ αυτού επικρατεί όλο και περισσότερο ο δάσκαλος-δημόσιος υπάλληλος, ο δάσκαλος-επαγγελματίας, ο δάσκαλος -μεταπράτης γνώσεων, ο δάσκαλος-φροντιστής, ο απλώς (ή απλά;) διδάσκων.
Το πέρασμα από τον δάσκαλο στον διδάσκοντα είναι το μεγαλύτερο πλήγμα που έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια η εκπαίδευση και η παιδεία μας γενικότερα. Ο ρόλος τού «απλού διδάσκοντος» είναι το προϊόν ενός νοσούντος εκπαιδευτικού συστήματος , το οποίο παράγει και αναπαράγει υπαλλήλους ασκούντες το διδακτικό επάγγελμα, άσχετα προς κάθε έννοια λειτουργήματος.
Παράγει διδάσκοντες, δηλαδή, και όχι δασκάλους. Διδάσκοντες που υπηρετούν σε όλες τις βαθμίδες τής εκπαίδευσης στη σημερινή «παιδεία των Πανελληνίων εξετάσεων» μέσω τής… παραπαιδείας. Θύματα είναι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί και -μεγαλύτερα θύματα- οι Έλληνες μαθητές. Ύψιστο δε θύμα η παιδεία μας.[…]
Τι συμβαίνει; Γιατί εκλείπουν και σπανίζουν οι πραγματικοί δάσκαλοι; Γιατί ακούς νεαρά παιδιά, νέους και νέες, να εκφράζουν απέχθεια έως και αποστροφή για το έργο τού δασκάλου ή τού καθηγητή; Που πήγε ο θαυμασμός και η εκτίμηση στο πρόσωπο τού δασκάλου; Και, κυρίως, πως θα ξανακερδίσει ο δάσκαλος το χαμένο κύρος του και το σχολείο τον χαμένο του δάσκαλο;[…]
Το ζήτημα είναι κατά πόσο η σημερινή κοινωνία, μέσα από τις αντιλήψεις , τις πολιτικές επιλογές και τα εκπαιδευτικά συστήματα που την υπηρετούν, πόσο η κοινωνία αυτή αγκαλιάζει, χρειάζεται, ενθαρρύνει, αναγνωρίζει και επιβραβεύει το πρότυπο τού δασκάλου-λειτουργού.[…]
Αποτελεί, νομίζω, απλή διαπίστωση ότι η σύγχρονη κοινωνία -ιδιαίτερα μάλιστα η ελληνική- αποθαρρύνει, απογοητεύει, απομακρύνει κι όσους ακόμη ξεκινούν με ανάλογες φιλοδοξίες και ιδανικά. Μια κοινωνία «τζόγου», όπου η τύχη, η σύμπτωση ο «οπορτουνισμός», κι όχι ο μόχθος, η αξία, ο αγώνας, η εργασία είναι που επιβραβεύονται, μια τέτοια κοινωνία είναι φυσικό να μην ευνοεί το πρότυπο τού δασκάλου-λειτουργού που τείνει να αποτελεί «εκπαιδευτικό δονκιχοτισμό».
Υπάρχει -πρέπει να το καταλάβουμε- οξύ πρόβλημα παιδείας και εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Συνεχώς περισσότερο τείνει να επικρατήσει μια χρησιμοθηρική αντίληψη στην εκπαίδευση, που αποβαίνει εις βάρος τής γενικής παιδείας, αυτής η οποία αποσκοπεί σε μια ευρύτερη καλλιέργεια και ευαισθητοποίηση τού ατόμου ως πολίτη.
Η τάση αυτή, σε συνδυασμό με την όλο και περισσότερο επικρατούσα αρχή τής ήσσονος προσπαθείας, τής αποφυγής κοπώσεως τού μαθητή και εντατικοποίησης των σπουδών του, γεννά αντικίνιτρα στην εκπαίδευση τόσο για τους μαθητές όσο και για τους δασκάλους. Δεν είναι τυχαίο ότι επιτυχημένος -και αποδεκτός πια- είναι στη Μέση Εκπαίδευση ο δάσκαλος-φροντιστής, αυτός δηλαδή, που παρέχει γνώσεις χρήσιμες για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ!
Ο δάσκαλος που θα βγει από τα στενά όρια των φροντιστηριακών γνώσεων θεωρείται «ουρανοβάμων» και μετά δυσκολίας είναι ανεκτός, όταν δεν είναι βαρετός.[…]
Κεντρικό πρόβλημα της παιδείας μας, λοιπόν, παραμένει η αχρήστευση τού δασκάλου. Πρέπει το συντομότερο να βρεθούν κίνητρα και μηχανισμοί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα που θα ζωντανέψουν και θα ενεργοποιήσουν στην εκπαίδευση τον δάσκαλο στη θέση τού σημερινού διδάσκοντος[…]
Αυτό σημαίνει την απελευθέρωση τού δασκάλου από ένα συγκεντρωτικό, καταπιεστικό και ισοπεδωτικό σύστημα που αγνοεί την προσωπικότητα τού δασκάλου και τον περιορίζει σε απλό διεκπεραιωτή μιας αυστηρά προδιαγεγραμμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Σε αυτή τη διαδικασία ο δάσκαλος δεν έχει καμία συμμετοχή: ούτε στα βιβλία που χρησιμοποιεί, ούτε στο πρόγραμμα που διδάσκει, ούτε στη μέθοδο που προκρίνει, ούτε σε αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για κύρια θέματα τής εκπαιδευτικής πράξης. Είναι απλώς διεκπεραιωτής τού εκπαιδευτικού συστήματος.
Όταν το σχολείο, το κάθε σχολείο τής κάθε βαθμίδος, αποκτήσει τη δική του φυσιογνωμία, αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα, τότε ο διδάσκων, περνώντας από τη διεκπεραίωση στη δημιουργία, θα ξαναγίνει δάσκαλος…
(Από το βιβλίο τού Γ.Μπαμπινιώτη Ελληνική Γλώσσα: «Παιδεία, Εκπαίδευση και Γλώσσα», Αθήνα 1994, σελ. 151 κ.εξ.)