Συνοπτική ιστορία τής ελληνικής γλώσσας
30 Δεκεμβρίου 2024Η γλώσσα τής Μακεδονίας
14 Ιανουαρίου 2025Θεοφάνια, τα ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ, ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ
ETYMΟΛΟΓΙΑ
αρχ. (κυρ. στη φρ. ἱερὰ θεοφάνια), αρχική σημ. «εορτή στους Δελφούς, κατά την οποία παρουσιάζονταν στο κοινό αγάλματα τού Απόλλωνος και άλλων θεών», < θεο- + -φάν(ια) < θ. τού ρ. φαίνω / -ομαι. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για την ΒΑΠΤΙΣΗ τού Χριστού (και την αντίστοιχη εορτή) τον 4ο αι. μ.Χ., επειδή σε αυτήν φανερώθηκε ο Θεός με τα τρία του πρόσωπα (η Αγία Τριάδα), πβ. Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, τίτλος ομιλίας τού Γρηγ. Ναζιανζηνού.
ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες εορτές εκφέρονται σε πληθυντικό ουδετέρου, όπως συμβαίνει με τα Επιφάνια και τα Θεοφάνια (πβ. επίσης Ίσθμια, Πύθια, ακόμη και Χριστούγεννα). Επειδή οι λέξεις αυτές προέρχονται απευθείας από θ. τού ρ. φαίνομαι και όχι από το αντίστοιχο επίθ. (επιφανής), είναι ορθό να γράφονται με -ι- (Επιφάνια, Θεοφάνια), πράγμα που τις διαχωρίζει από τα παράγωγα τού επιθέτου (π.χ. επιφανής – η επιφάνεια).
ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ
Η λέξη Θεοφάνια (συνήθης γρ. Θεοφάνεια) δεν χρησιμοποιήθηκε εξ αρχής στην εκκλησιαστική γλώσσα για τη Βάπτιση τού Χριστού. Η λέξη αρχικά αναφέρθηκε συνολικά στο μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού Θεού, επειδή με αφετηρία χωρία τού Αποστόλου Παύλου η ενανθρώπηση τού Θεού παρουσιάζεται ως φανέρωσή του στον κόσμο (πβ. Α΄ Τιμόθ. 3.16: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ).
Με αυτή την έννοια εξειδικεύτηκε στη δήλωση τής ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ τού Χριστού (πβ. τον τίτλο ομιλίας τού Γρηγορίου Θεολόγου στα Χριστούγεννα: Εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, όπου σε ένα σημείο μάλιστα (36.313) εξηγεί ως εξής το γιατί δόθηκαν δύο ονόματα στην εορτή των Χριστουγέννων: Ὄνομα δὲ, τῷ φανῆναι μὲν, Θεοφάνια· τῷ δὲ γεννᾶσθαι, Γενέθλια). Αυτή η συνολική αναφορά ευνοήθηκε και από το γεγονός ότι στην αρχαία Εκκλησία και οι δύο γιορτές εορτάζονταν την ίδια μέρα (6 Ιανουαρίου). Tον 4ο αι. όμως οι δύο γιορτές χωρίστηκαν και η Γέννηση μεταφέρθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί γιόρταζαν τον θεό Ήλιο. Από τότε αρχίζει να χρησιμοποιείται η λέξη Θεοφάνια / Θεοφάνεια για τη Βάπτιση παράλληλα με τη λ. Ἐπιφάνια (πβ. Ιωάνν. Χρυσοστ. Φιλογ. 48.752: Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστὸς, οὐκ ἂν ἐβαπτίσθη, ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνια· οὐκ ἂν ἐσταυρώθη, ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα).
Επιφάνια, τα
ΕΚΚΛΗΣ. η ημέρα της βάπτισης του Χριστού στον ποταμό Ιορδάνη (κατά την οποία φανερώθηκε στους ανθρώπους ως ο Υιός του Θεού)· συνεκδ. η αντίστοιχη γιορτή (6 Ιανουαρίου) ΣΥΝ. Θεοφάνια
ETYM. < ελνστ. ἐπιφάνια (τά) < θ. τού αρχ. ἐπιφαίνω / -ομαι «παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι» (< ἐπι- + φαίνω / -ομαι, βλ.λ.), πβ. κ. μεσν. θεο-φάνια. Η λ. πρωτοαπαντά στα κείμενα τού Ιωάννου Χρυσοστόμου, ο οποίος αναφέρεται στη συγκεκριμένη εορτή (Εἰς ἁγ. Πεντηκ. 50.454: τοίνυν παρ’ ἡμῖν ἑορτὴ πρώτη τὰ ἐπιφάνια).
Από τα Λεξικά μου: Λεξικό τής νέας Ελληνικής Γλώσσας – Ετυμολογικό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλωσσας. Ιστορία των λέξεων – Λεξικό των Δυσκολιών και των Λαθών στην χρήση τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας – Ορθογραφικό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας
Από τα ΛΕΞΙΚΑ μου: Λεξικό τής νέας Ελληνικής Γλώσσας – Ετυμολογικό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλωσσας. Ιστορία των λέξεων – Λεξικό των Δυσκολιών και των Λαθών στην χρήση τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας – Ορθογραφικό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας