οἴκοθεν – οἴκοι – οἴκαδε: Από τη σύνθεση στην ανάλυση
20 Σεπτεμβρίου 2019Ομιλία τού Γ. Μπαμπινιώτη στην Πανελλήνια Ένωση Μεταφραστών
25 Σεπτεμβρίου 2019Η διάκριση «σημαινόμενο – σημαίνον» πηγαίνει πίσω στους Στωικούς, οι οποίοι ―με το ζωηρό ενδιαφέρον που είχαν για τη γλώσσα― μελέτησαν τη σχέση γλώσσας – νου – κόσμου και καθιέρωσαν τη διάκριση τής λέξης ως σημείου σε σημαινόμενο και σημαίνον.
Ωστόσο, η διάκριση αυτή τής λέξης σε σημασία (σημαινόμενο) και στον τρόπο δήλωσης τής σημασίας (σημαίνον) αντιστοιχεί, στην πράξη, σε μια παλιά, ευρύτερη και γενικότερη διάκριση τής γλώσσας σε περιεχόμενο και μορφή.
Ο άνθρωπος που ανέδειξε και καθιέρωσε τη διάκριση αυτή στη γλωσσολογία και δι’ αυτής σε πολλούς άλλους χώρους των κοινωνικών επιστημών είναι ο Ferdinand de Saussure.
Δημιουργώντας μια θεωρία τής λέξης και του σημείου (signe) γενικότερα ―αυτός άλλωστε είναι ο εισηγητής τής μελέτης τού γλωσσικού σημείου και μαζί τού όρου σημειολογία (sémiologie)― ο Saussure εμβάθυνε στη δομή τής λέξης ως μοναδικού συμβατικού συνδυασμού ορισμένου σημαινομένου (σημασίας) με ορισμένη φθογγική δήλωση (σημαίνον).
Επιμένει δε ότι ο συνδυασμός αυτός είναι συμβατικός -όχι αιτιώδης- χρησιμοποιώντας μάλιστα τον σκληρό όρο arbitraire «αυθαίρετος», που δεν είναι σήμερα αποδεκτός, και σε σχέση με την ίδια την υπόσταση τής λέξης δείχνει ότι και το σημαίνον (όπως η σημασία) είναι νοητική οντότητα, είναι πληροφορία που υπάρχει στο μυαλό μας για το πώς δηλώνεται η σημασία μιας λέξης σε ορισμένη γλώσσα.
Δοθέντος δε ότι αυτή η σχέση είναι συμβατική («θέσει», τεθειμένη δηλαδή, κατά τον Αριστοτέλη), δεν θα τη βρούμε σε άλλες γλώσσες, εκτός αν πρόκειται για γλώσσες που συνδέονται γενετικά (ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια).
Σημαινόμενο και σημαίνον αποτελούν την εσωτερική πλευρά τού γλωσσικού σημείου (τής λέξης) και στοιχούν εξωτερικά το μεν σημαινόμενο σε κάποιο αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται («αντικείμενο αναφοράς»), το δε σημαίνον σε μια διαδοχή φθόγγων που το δηλώνουν ηχητικά ή σε συγκεκριμένη παράσταση γραμμάτων, συχνά ιστορικά προσδιορισμένη («ιστορική ορθογραφία»), που το δηλώνουν στον γραπτό λόγο.
Η γνώση, επομένως, μιας λέξης περιλαμβάνει τέσσερεις (4) βασικές πλευρές, τέσσερεις πληροφορίες: το σημαινόμενο (σημασία), το σημαίνον (μορφή, η φωνητική εικόνα “im-age acoustique”), το αντικείμενο αναφοράς (στο οποίο «αναφέρεται το σημαινόμενο/η σημασία) και η ηχητική (σε φθόγγους) πλευρά τής λέξης (αυτό που αρθρώνει ο ομιλη-τής και ακούει ο συνομιλητής).
Σ’ αυτές πρέπει να προσθέσουμε —έχω προτείνει σε με-λέτη μου— και δύο ακόμη: την «οπτική εικόνα» που έχουμε εσωτερικά στο σημαίνον για το πώς γράφεται η λέξη και η «γραπτή μορφή» (παράλληλα με την ηχητική) στην εξωτερική πλευρά τού σημείου.
Αυτός ο γλωσσικός δυϊσμός θα λέγαμε ότι είναι εγγενής στην ανθρώπινη γλώσσα.
Σε επίπεδο λέξης συνίσταται στην αντίθεση της πληροφορίας που δίνει μια λέξη και στον συμβατικό τρόπο δήλωσης αυτής της πληροφορίας· π.χ. η σημασία «ειρήνη», που δηλώνει συγκεκριμένη πληροφορία (αποφυγή πολεμικής σύγκρουσης, ηρεμία κ.τ.ό.), δηλώνεται συμβατικά στην Ελληνική με τη διαδοχή των φθόγγων ή ακριβέστερα των φωνημάτων /i.r.i.n.i./, τα οποία στην ελληνική γραφή παριστάνονται με τα γράμματα <ει.ρ.η.ν.η.>.
Αλλά και όλη η επικοινωνία είναι δυϊστική· έχει σημαινόμενο και σημαίνον, έχει το επίπεδο τού μηνύματος ή τού περιεχομένου ή τής πληροφορίας και το επίπεδο τής μορφής, τής δήλωσης ή, αλλιώς, τς έκφρασης τού περιεχομένου.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε το τι και το πώς. Το ίδιο συμβαίνει και στο επίπεδο τού κειμένου. Και εδώ έχουμε περιεχόμενο και μορφή, σημαινόμενο και σημαίνον.
Προκειμένου μάλιστα για το κείμενο, το σημαινόμενο απαρτίζεται από ένα σύνθετο σύνολο πληροφοριών με πολλές λειτουργίες, οι οποίες οδηγούν και σε ανάλογη σύνθετη μορφή τού σημαίνοντος τού κειμένου.
Τέλος, επειδή η σχέση περιεχομένου και μορφής δεν είναι ποτέ σχέση 1:1, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα επιλογών, που είναι και η πιο δημιουργική διαδικασία τής γλώσσας.
Τελικά οι όροι των Στωικών σημαινόμενον και σημαῖνον, αφού δηλώθηκαν από τον ιερό Αυγουστίνο λατινιστί ως signatum και signans, καθιερώθηκαν στα Γαλλικά από τον Saussure ως signifié και signifiant μέσα από την απήχηση που είχαν στον γαλλικό δομισμό (Barthes, Lévi-Strauss, Foucault, Lacan, Derrida κ.ά.).