Οι Έλληνες επινόησαν το φωνολογικό αλφάβητο
17 Φεβρουαρίου 2019Για τη σημασία τού Ελληνικού Αλφαβήτου ως βάσης τού γραπτού μας πολιτισμού
4 Μαρτίου 2019Με ρωτούν φίλοι ακολουθούντες το προσωποδίκτυό μου (ΦΒ): Γιατί δεν γράφουμε όλα τα [ i ] με ιώτα αντί των 6 [ i ] (ι, η, υ, ει, οι, υι), με [ο] αντί των 2 [ο] (ο, ω) κ.λπ.; Γιατί δεν χρησιμοποιούμε γενικότερα τη φωνητική ορθογραφία αντί τής ιστορικής / ετυμολογικής;
Απαντώ με όσα γράφω στο βιβλίο μου «Το Ελληνικό Αλφάβητο. Αλφάβητο – Γραφή – Ορθογραφία» (Νοέμβρ. 2018)
Η σημασία τής ιστορικής ορθογραφίας
Μπορούμε να συνοψίσουμε σε τρεις κατηγορίες τα προβλήματα που θα ανέκυπταν από τυχόν ορθογράφηση των λέξεων με βάση τη φωνητική-φωνολογική ορθογραφία.
Με τη φωνητική-φωνολογική ορθογραφία:
α) Θα καταλυόταν η ιστορική φυσιογνωμία και ταυτότητα κάθε λέξης.
Θα χανόταν δηλαδή για τη γραπτή απεικόνιση τής γλώσσας και τη γραπτή γλωσσική επικοινωνία εν γένει η ιστορική προέλευση και «εθνικότητα» κάθε λέξης. Ο ελληνικός δήμος (έτσι γραμμένος με -η-) είναι που έδωσε τη δημοκρατία, η οποία πέρασε με τη σειρά της ως έννοια και ως λέξη σε άλλους λαούς και άλλες γλώσσες ως démocratie, democracy κ.τ.ό. Γράφοντας φωνητικά και απλοποιημένα δίμος (με -ι-) και διμοκρατία, θα αλλοιωνόταν το ετυμολογικό ίνδαλμα και μαζί η ιστορική προέλευση τής λέξης, ενώ συγχρόνως θα προέκυπτε σύγχυση και απομάκρυνση από το ελληνικής προελεύσεως democracy. Θα συνέβαινε μάλιστα το εξής τραγελαφικό: η ξένη γλώσσα να δηλώνει την ορθή (με e /é = η) εικόνα τής λέξης, η δε Ελληνική να τη στρεβλώνει (με ι αντί η )! Συγχρόνως, θα στρέβλωνε και θα διασπούσε ολόκληρο το ετυμολογικό πεδίο που συνδέεται με την αρχαία λέξη δήμος: τα δημότης, δημοτικός, δημόσιος, δημοσιογράφος, δημογραφικός, αλλά και Ακάδημος – Ακαδημία, πάνδημος, απόδημος και επιδημία, ενδημία και Δημοσθένης κ.ά. Επομένως, κάθε ριζική απλοποίηση εν ονόματι κάποιας μορφής φωνητικής ορθογραφίας, στην οποία όλα τα /i/ (ι, η, υ, ει, οι, υι) θα γράφονταν ως ι, όλα τα /e/ (ε, αι) ως ε και τα /ο/ (ο, ω) ως ο κ.λπ., θα αποτελούσε άστοχη αλλοίωση τής ιστορικής προέλευσης και τής ετυμολογικής-σημασιολογικής συνάφειας των λέξεων, δηλαδή πραγματική ανατροπή αυτού που αιώνες πολιτισμού και ιστορικής εξέλιξης κληροδότησαν στη γλώσσα μέσω τής γραφής και τής ορθογραφικής απεικόνισης των λέξεων.
Θα επρόκειτο στην πράξη για αλόγιστη καταστροφή τής οικολογίας τής γλώσσας, δηλαδή τής ορθογραφικής πολυμορφίας και ποικιλίας των φυσικών γλωσσών, που αντικατοπτρίζει την ποικιλία τής σκέψης και τής θέασης τού κόσμου από κάθε λαό, εν προκειμένω από τους Έλληνες. Αλλά τέτοια υπεραπλουστευτική «λαίλαπα» δεν θα ήταν παρά το αποτέλεσμα απλοϊκής στάσης απέναντι στο «πνευματικό θαύμα» που συνιστά κάθε ανθρώπινη γλώσσα και κάθε γραπτή παράστασή της.
β) Θα σκοτιζόταν η ετυμολογική-σημασιολογική συνάφεια ομάδων λέξεων,
δηλαδή τα «πεδία» των ομορρίζων, των παραγώγων και των συνθέτων που αποτελούν συγχρόνως σημασιολογικές συστάδες, ετυμολογικές οικογένειες. Όταν λ.χ. γράφουμε τη λέξη φίλος με ι, συνδέουμε τη λέξη με όλα τα σύνθετα και τα παράγωγα που ανήκουν στην ίδια ετυμολογική-σημασιακή οικογένεια (φιλία, φιλικός, άφιλος, φιλόσοφος, ζωόφιλος, συμφιλιώνω κ.λπ.), ενώ γράφοντας φυλή (με υ και ένα λ) συνδέουμε τη λέξη ετυμολογικά-σημασιακά με λέξεις όπως φυλετικός, φυλετισμός, διαφυλικός, φυλογενετικός, αλλόφυλος κ.λπ., γράφοντας δε φύλλο (με υ και δύο λ) έχουμε περάσει σε άλλη ετυμολογική οικογένεια και σημασία, που φαίνεται στις λέξεις φύλλωμα, φυλλωσιά, πλατύφυλλος, τριαντάφυλλο, φυλλομετρώ κ.τ.ό. Άλλο το λειπ- στο λείπω, λειψός, έλλειψη, διάλειμμα κ.λπ., άλλο το λυπ- στα λύπη, λυπάμαι, περίλυπος, λυπηρός κ.λπ., άλλο το ληπ- (τού λαμβάνω) στα αντιληπτός, λήψη, κατάληψη, ακατάληπτος κ.τ.ό. Ότι το λοιπ- στα λοιπός, λοιπόν, υπόλοιπος κ.ά. ή το λιπ- στα ελλιπής, λιποτάκτης, λιποψυχώ αποτελούν συγγενείς φωνολογικές μορφές («μεταπτωτικές βαθμίδες» τις λένε οι γλωσσολόγοι) τής ρίζας λειπ- (λείπω) είναι και αυτό γνώση / πληροφορία που φωτίζει ετυμολογικά-σημασιακά τις αντίστοιχες λέξεις. Το ότι επίσης το λιπ- στα λίπος, λιπαρός, λίπωμα είναι άλλη ομώνυμη ρίζα, όπως και το λιπ- τού εκλιπαρώ και τού αρχολίπαρος («αυτός που επιθυμεί και επιδιώκει αξιώματα»), δείχνει τον πλούτο και τη σημασιολογική ιστορία των λέξεων και αυτό αποτελεί ελκυστική διανοητική περιπλάνηση στα εκφραστικά μέσα ενός λαού. Η ορθογραφική διάκριση φον- (φόνος, φονικός, φονιάς) και φων- (φωνή, ραδιόφωνο, άφωνος), οικ- (οικία, κάτοικος, οικονομία), εικ- (εικόνα, εικάζω) και ικ- (ικανός, ικέτης, άφιξη) φωτίζει τη σημασία και την προέλευση πλήθους λέξεων, ενώ το θέμα ι-, που σημαίνει κίνηση (από το αρχ. εἶμι «έρχομαι – θα πάω») οδηγεί στα δύσκολα σημασιολογικά μονοπάτια λέξεων ομορρίζων (και συνδεδεμένων στη βασική σημασία τους) όπως προσ-ι-τός, εισ-ι-τήριο, ιτ-αμός, ι-σθμός, ανεξ-ίτ-ηλος, αμαξ-ι-τός κ.ά.
γ) Δεν θα ήταν δυνατόν να ξεχωρίσουν στη γραφή οι ομόηχες λέξεις
(και ομόηχοι τύποι λέξεων), που υπάρχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη Νέα Ελληνική ακριβώς λόγω των εξελίξεων στο φωνολογικό σύστημα, τις οποίες προαναφέραμε. Παραδείγματα:
διάλειμμα («διακοπή») – διάλυμα (< διαλύω)
ιός (γρίπης) – υιός («γιος»)
σύγκληση (< συγκαλώ) – σύγκλιση (< συγκλίνω)
χήρος (πβ. χήρα) – χοίρος («γουρούνι»)
φυτό – φοιτώ