Το ελληνικό αλφάβητο: Ένα διανοητικό και πολιτιστικό επίτευγμα
9 Ιανουαρίου 2019Γιατί είναι σημαντικό και ξεχωρίζει το ελληνικό αλφάβητο;
9 Ιανουαρίου 2019Οι Ρώσοι φορμαλιστές, σε περίοδο έντονου προβληματισμού για τη γλώσσα τής ποίησης, διακήρυξαν την αρχή: «Όπου υπάρχει νέα μορφή, υπάρχει και νέο περιεχόμενο· η μορφή καθορίζει το περιεχόμενο» (Αλ. Κρούτσενιχ ).
Στη θέση αυτήν έχουμε την αποθέωση τής μορφής με την πιο βαθιά της έννοια και σε άμεσο συσχετισμό με τη γλώσσα. Η υπερρεαλιστική ποίηση, ξεπερνώντας από μια στιγμή και πέρα τους φραγμούς τής «αυτόματης γραφής», αξιοποίησε πολύ και τη «γραφική μορφή» τού κειμένου: τη σημειολογία των γραμμάτων, τη γραφηματική κατανομή των λέξεων (ένα είδος «γραφηματικού διασκελισμού») και τη συναφή σημειολογία τής στίξεως. Έτσι, χωρίς να είναι πάντα πλήρως συνειδητό στους δημιουργούς, αξιοποίησαν την «άλλη όψη» τής φωνολογικής δομής τής γλώσσας, την οπτική της πλευρά—τη μορφή, τη διάταξη και τη συνειρμική (ετυμολογική – σημασιολογική) λειτουργία των γραμμάτων ή «γραφημάτων», όπως προτιμούν να τα αποκαλούν οι γλωσσολόγοι. Με άλλα λόγια, η γραφή έπαιξε και παίζει σημαντικό ρόλο ως βασικό συστατικό τής μορφής, αναπόσπαστο από την όλη υφή και παρουσία ενός κειμένου.
Αν αυτό ισχύει για τον έντεχνο λόγο, για τη λογοτεχνία, τι συμβαίνει με τους ποταμούς των κειμένων που γράφονται από όλους μας, από όσους στη δουλειά ή στη ζωή τους πρέπει, περισσότερο ή λιγότερο, να επικοινωνήσουν γραπτώς; Εννοώ τον μαθητή, τον επιστήμονα, τον εργαζόμενο, οποιονδήποτε χρειάζεται να γράψει κάτι για να επικοινωνήσει. Μέχρι σήμερα χρησιμοποιούσε ―τουλάχιστον στην Ελλάδα― μολύβι, πένα και μελάνι παλαιότερα, στυλό μελάνης ή στυλό διαρκείας σήμερα, γραφίδα εν πάση περιπτώσει και όχι πληκτρολόγιο ηλεκτρονικού υπολογιστή (η γραφομηχανή στον τόπο μας, πέρα από τη δουλειά γραφείου, δεν πολυχρησιμοποιήθηκε σε ατομικά γραπτά). Σήμερα όμως; Χιλιάδες ανθρώπων, ιδίως νέων και ιδιαίτερα σπουδαστών (μαθητών, φοιτητών), και χιλιάδες επαγγελματιών έχουν περάσει και περνούν όλο και περισσότερο στη χρήση τού πληκτρολογίου (είτε στον Η/Υ είτε σε κινητή συσκευή) για να γράψουν τα κείμενά τους. Από την «επικοινωνία τής γραφίδας» περνάμε όλο και περισσότερο στην «επικοινωνία τού Η/Υ» (κάτι που ―τηρουμένων των αναλογιών― μπορεί να εξελιχθεί και να συγκριθεί σε σημασία με το πέρασμα από την «κοινωνία τού ωμού κρέατος» στην «κοινωνία τού ψημένου κρέατος» που άλλαξε πολιτιστικά τον κόσμο). Με επακόλουθο ―έχει επισημανθεί από πολλούς― ένα είδος «ηλεκτρονικού αναλφαβητισμού» και μαζί ανασφάλεια, φόβο και ένα αίσθημα επικοινωνιακού αποκλεισμού για αυτόν που δεν μπορεί ή δεν θέλει να συμμορφωθεί με την ηλεκτρονική γραφή.
Μολονότι θα ήμουν ο τελευταίος ―έχοντας δουλέψει ο ίδιος σε ηλεκτρονικά προγράμματα γλωσσικής ανάλυσης και διδασκαλίας― που θα αμφισβητούσε τη χρησιμότητα των Η/Υ στη ζωή μας και στον τομέα τής επικοινωνίας, εντούτοις θα ήθελα να υποστηρίξω για μένα και για πολλούς άλλους το δικαίωμα να ανήκουμε, αν και όσο το θέλουμε, στην «επικοινωνία τής γραφίδας»· το δικαίωμα να επιλέγουμε πώς θα ασκούμε την επικοινωνία μας πιο ανθρώπινα, περισσότερο βιωματικά, πιο προσωπικά, με μεγαλύτερη ζεστασιά, με τον γραφικό χαρακτήρα τού καθενός μας, διαμορφώνοντας οι ίδιοι τη γραπτή μορφή τού κειμένου μας. Διεκδικώ για τον εαυτό μου το δικαίωμα να συνεχίσω να γράφω με το στυλό και με το μολύβι μου, όχι σαν ελιτίστικη επίδειξη, αλλά ως εσωτερική ανάγκη και χωρίς να κινδυνεύω να θεωρούμαι γι’ αυτό οπισθοδρομικός ή αντιδραστικός
Αν τα γράμματα ως ανάλυση τού γραπτού λόγου έδωσαν τη γραμματική, τα γράμματα πάλι ως τρόπος γραφής, ως χάραξη σημείων (χαρακτήρες ονόμαζαν αρχικά τα γράμματα), είναι αυτά που έδωσαν τον χαρακτήρα τού ανθρώπου. Ο τρόπος που γράφω, η ιδιαιτερότητα των γραμμάτων μου στο χαρτί, ο τρόπος που διατάσσω και πραγματώνω μορφικά τις λέξεις ως γραφική παράσταση, η γραπτή εικόνα τού κειμένου μου είναι κομμάτι τού εαυτού μου, όπως είναι και ο τρόπος που προφέρω τους φθόγγους, ο τρόπος που μιλάω, το ύφος τής ιδιολέκτου μου. Παρ’ όλο που η γλώσσα είναι κοινωνική σύμβαση ―το ξέρουμε ήδη από τη διδασκαλία τού Saussure (1916)―, κανείς δεν ζήτησε απόλυτη ομοιομορφία στην τεράστια ποικιλία με την οποία προφέρουμε φωνητικά τη γλώσσα μας (στο χρώμα τής φωνής, στα λεπτά χαρακτηριστικά τής άρθρωσης των φθόγγων κ.λπ.), στη φωνητική εκφορά τής γλώσσας που αποτελεί και ιδιαίτερο αναγνωριστικό χαρακτηριστικό τής γλωσσικής μας ιδιοπροσωπίας. Με το ίδιο σκεπτικό πρέπει να είναι σεβαστή η ιδιαιτερότητα τής γραφής τού καθενός μας, η οποία εξασφαλίζεται από τον τρόπο που έχει διαμορφώσει ο καθένας στη γραφηματική δομή των γραπτών κειμένων του: με όρθια ή πλαγιάζοντα γράμματα, με καλοσχηματισμένα και ευδιάκριτα ή αμελώς σχηματισμένα και δυσανάγνωστα γράμματα, με στρογγυλά, αυτοτελή και διακεκριμένα ή με συνεχόμενα και διαπλεκόμενα μεταξύ τους γράμματα, με ισοϋψή ή ανισοϋψή γράμματα, με τυπογραφικά ή καλλιγραφικά γράμματα, με όλη εκείνη την ποικιλία και το ύφος τής γραφής τού καθενός μας, που μας ξεχωρίζει αμέσως στα μάτια γνωστών και φίλων και, πολύ περισσότερο, στα μάτια των γραφολόγων.
Η σχέση τού καθενός με το κείμενό του είναι εντελώς προσωπική. Όποιος σέβεται τον εαυτό του στις άλλες εκδηλώσεις τής προσωπικότητάς του σέβεται και το γραπτό του. Αναπτύσσει με αυτό σχέση «ερωτική», που τον οδηγεί να το προσέξει, να το ευπρεπίσει (να το χτενίσει), να το προφυλάξει με προσθήκες και διαγραφές, με μετακινήσεις και παρεμβολές, με σχολιαστικά σημεία στίξης, με κεφαλαιογράφηση, με την αισθητική (για πολλούς) χρήση των τόνων και των πνευμάτων, με την καθαρογράφηση των γραμμάτων ή τη συμμόρφωσή τους στον γραφικό τους χαρακτήρα κ.λπ., κ.λπ. Αυτός ο γραφικός χαρακτήρας τού καθενός μας είναι η ιδιαίτερη σχέση με το γραπτό μας, η σοβαρότητά μας ή ―στην υπερβολή της― η «γραφικότητά» μας.
Όλη αυτή η βαθύτατα ―και στη μορφή της― προσωπική και ιδιαίτερη σχέση με το κείμενό μας ισοπεδώνεται κυριολεκτικά με την προγραμματισμένη και προεπιλεγμένη για όλους μηχανική γραφή των Η/Υ, την προέκταση δηλ. τής (σχετικά περιορισμένης παλαιότερα) γραφομηχανημένης μορφής τού κειμένου. Βαθμηδόν αίρεται η ιδιαιτερότητα τής γραφής μου, το ύφος των γραμμάτων μου, δηλαδή οι ατομικές επιλογές και η προσωπικότητα τού γραπτού μου. Και αυτό δεν αλλάζει με τη δυνατότητα επιλογής ηλεκτρονικών γραμματοσειρών και ποικίλων ευκολιών επεξεργασίας τού κειμένου. Το ζωντανό μου κείμενο το αντικαθιστά το άψυχο αρχείο. Την εικόνα μου η φωτογραφία της. Τον άνθρωπο η μηχανή. Εδώ καταλύεται η ηθική τής γραφής: η σχέση μου με τη μορφική δημιουργία τού κειμένου μου, προέκταση τής σχέσης μου με τη γραφίδα, με το μολύβι και το στυλό μου. Φοβάμαι το παιδί τού μέλλοντος, που η σχέση του με το κείμενο, την οποία εμείς αποφασίσαμε για αυτό, μπορεί να περνάει αποκλειστικά και μόνο μέσα από ένα ομοιόμορφο, τυποποιημένο και απρόσωπο οργουελικό πληκτρολόγιο. Το «πλήκτρο» και η «πλήξη» ―μην το ξεχνάμε― είναι ομόρριζα. Η παραβίαση τής φύσεως τής γραφής εκδικείται. Ωστόσο, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες τής τεχνολογίας τού Η/Υ χωρίς να εκμηδενίσουμε την ανθρωπιά τού γραπτού μας κειμένου. Η τεχνολογία πρέπει ―και φαίνεται πως μπορεί― να μας εξασφαλίσει τη δυνατότητα να περνά ο γραφικός μας χαρακτήρας στην οθόνη τού τερματικού, να αναγνωρίζεται και να λειτουργεί σε πιο ανθρώπινη μορφή επικοινωνίας.
«Το ελληνικό αλφάβητο: Αλφάβητο – γραφή – ορθογραφία» Γ. Μπαμπινιώτης, Κέντρο Λεξικολογίας. Αθήνα, 2018