Η Ελληνική μετά το «γλωσσικό ζήτημα»
6 Ιουνίου 2018Μιλώντας για τον Wittgenstein
6 Ιουνίου 2018Κάθε πράξη επικοινωνίας μας με τους άλλους -από την πιο στοιχειώδη (την αγορά μιας εφημερίδας λ.χ. στο περίπτερο) ώς την πιο απαιτητική επικοινωνία (την ποίηση, που δεν είναι παρά μια απόπειρα συναντήσεως με τον άλλο, μια ανιδιοτελής προσφορά από το καλύτερο και γνησιότερο κομμάτι τού εαυτού μας)- είναι αναγκαστικά και πάνω απ’ όλα γλώσσα, γλωσσική επικοινωνία ή, μ’ έναν πιο τεχνικό όρο, είναι πράξη ομιλίας. Γλώσσα, λοιπόν, και γλωσσική επικοινωνία είναι -λέξεις και νοήματα μαζί, σημαίνοντα και σημαινόμενα, oratio και ratio- ο λόγος που αποβλέπει σε πράξεις. Επικοινωνούμε γλωσσικά με τον άλλο, μιλάμε, για να συναντηθούμε μαζί του. Λέει ο Ρίτσος:
Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.
Αυτή η κοινωνική έννοια τού λόγου, η συντροφικότητα τής ομιλίας –που στο αντίθετο άκρο της, τής σιωπής και τής απομόνωσης, οδηγεί είτε στο κελί τού χριστιανού αναχωρητή ή στην αυτοσυγκέντρωση τού βουδδιστή μοναχού- είναι πολύ φανερή στον τρόπο που συνέλαβαν και δήλωσαν οι Έλληνες από παλιά στη γλώσσα μας την επικοινωνία. Θυμηθείτε πως το ομιλώ παράγεται από το όμιλος, την ομάδα, τη συντροφιά∙ το συν-ζητώ σήμαινε αρχικά «ζητώ μαζί με άλλους, ψάχνω να βρω μαζί με άλλους (την αλήθεια)»∙ το ίδιο και ο διά-λογος (από το διαλέγομαι) ξεκινάει ως «λόγος δια-προσωπικός, μεταξύ προσώπων».
Στις μέρες μας, που η κοινωνία θέριεψε -με τη μεταφορική αλλά και την κυριολεκτική σημασία τής λέξης- τόσο που να χάσουν τα μέλη της τη μεταξύ τους επικοινωνία και να κινδυνεύει τελικά η ίδια να διαμελιστεί και ν’ απομείνει… α-κοινώνητη∙ στις μέρες μας, λοιπόν, η σωστή και μεστή μεταξύ μας γλωσσική επικοινωνία αποκτά καίρια σημασία.
(Από το βιβλίο τού Γ. Μπαμπινιώτη «Η γλώσσα ως αξία», Αθήνα 1994, σελ. 130-131)