Ετυμολογία: Ρομά, μαστίχα, ρετσίνα, ρομαντικός, μάννα (τό), καγκουρό, σεσημασμένος, σεζόν, σηκώνω, σατέν
20 Μαΐου 2019Ετυμολογία των λέξεων “ετυμολογία” – “έτυμον”
22 Μαΐου 2019Υπολογίζεται ότι ένας μορφωμένος ομιλητής γνωρίζει περί τις 20.000 λεξικές οικογένειες τής μητρικής του γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής μιας γλώσσας όπως είναι η Ελληνική, στην οποία κάθε λεξική οικογένεια ―από τη φύση, την παράδοση και την καλλιέργεια τής γλώσσας αυτής― έχει πλήθος παραγώγων και συνθέτων λέξεων, δηλαδή ο μέσος μορφωμένος Έλληνας γνωρίζει (χρησιμοποιεί και καταλαβαίνει) τριπλάσιο τουλάχιστον αριθμό λέξεων.
Ό,τι συνήθως αποκαλούμε «πλούτο» τής ελληνικής γλώσσας δεν σχετίζεται μόνο με την καλλιέργεια που ευτύχησε να έχει η Ελληνική λόγω τής μακραίωνης, αδιάκοπης και ποιοτικής για μεγάλα διαστήματα χρήσης της, αλλά και με την ίδια τη δομή της, με τον υψηλό βαθμό παραγωγής και σύνθεσης λέξεων που αυξάνουν τη συνοχή, τη διαφάνεια και τη δηλωτική της ικανότητα και αποτελούν κύρια πλευρά τής δύναμής της.
Θα εστιάσω τον λόγο σε ένα μόνο παράδειγμα γλωσσικής οικογένειας, το παράδειγμα τού (αρχαίου και νέου) ΟΙΚΟΣ.
Ως α΄ συνθετικό το οίκος έδωσε το αρχαίο οικογενής «γεννημένος και αναθρεμμένος σε συγκεκριμένο οίκο», από όπου το αρχαίο και νεότερο (με άλλη, τη σημερινή σημασία) οικογένεια.
Το νεότερο οικογένεια έδωσε πα-ράγωγα και σύνθετα που δεν απαντούν στην αρχαία: οικογενειακός, οικογενειάρχης και οικογενειοκρατία.
Ας σημειωθεί ότι η λέξη οικογένεια με τη σημερινή σημασία της αναβίωσε μόλις από τις αρχές τού 19ου αιώνα, για να αντικαταστήσει την ξενική λέξη φαμίλια, τη μόνη που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε.
Από το οίκος προήλθαν επίσης τα αρχαία και νέα οικοδεσπότης και οικοδέσποινα. Στην αρχαία χρησιμοποιήθηκαν και παράγωγα που δεν επιβίωσαν: οικοδεσποσύνη, οικοδεσποτεία, οικοδεσποτώ, οικοδεσπότησις και οικοδεσποτικός. Αρχαίο και νέο το οικοδίαιτος. Νεότερα μόνο το οικοδιδάσκαλος και οικοδιδασκάλισσα.
Αρχαία και νέα τα οικοδόμος, οικοδομώ, οικοδομή, οικοδόμημα, οικοδόμηση και οικοδομικός. Νεότερο μόνο το οικοδομήσιμος και μόνο αρχαία τα οικοδομημάτιον, οικοδομητέον, οικοδομητικός, οικοδομία, οικοδομιστήριος και οικοδομεύς, που όπως και το οικοδόμος σήμαιναν στην αρχαία ιδίως τον «αρχιτέκτονα».
Τα σύνθετα οικοκυρά (από όπου το νοικοκυρά), νοικο-κύρης, οικοκυρικός και οικοκυροσύνη (νοικοκυροσύνη) είναι μόνο νεότερα. Όπως μόνο νεότερα είναι όσα αναφέρονται στον χώρο όπου ζει ένα σύνολο οργανισμών, όπως οι λέξεις οικοσύστημα (και οικοσυστηματικός) και οικότυπος, καθώς και η μελέτη τού οικοσυστήματος, η οικολογία μαζί με τα οικολόγος και οικολογικός.
Διαφορετικό είναι το πρόσφατο οικοσελίδα τής πληροφορικής (αγγλ. homepage).
Αρχαία και νέα είναι τα οικονόμος, οικονομία, οικονομικός και οικονομώ. Ωστόσο, έναντι δύο συνθέτων οικονόμημα και οικονόμισσα που δεν επιβίωσαν στη νεότερη Ελληνική, πλήθος συνθέτων και παραγώγων πλουτίζουν τη Νέα Ελληνική: οικονομικά, οικονομολόγος, οικονομολογία, οικονομετρία, οικονομετρικός, οικονομισμός, οικονομικότητα, οικονομοτεχνικός, οικονο-μικοπολιτικός μαζί με τα αρνητικής σημασίας οικονομικιστικός και οικονομίστικος.
Αρχαία και «χαρακτηριστικά» νεοελληνικά το οικόπεδο· το ίδιο και το οικοπεδικός.
Οι Νεοέλληνες όμως προχωρήσαμε πολύ περισσότερο. Πλάσαμε τα οικοπεδοφάγος, το οικοπεδούχος και το ρήμα οικοπεδοποιώ (από όπου και οικοπεδοποίηση)!
Νεότερα και τα οικόσημο και οικοσημολογία.
Αρχαία και νέα τα οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος (αλλά μόνο νεότερο το οικοτροφείο). Νεότερο το οικοτεχνία και πολύ πρόσφατα το οικοτουρισμός και οικοτουρίστας.
Αρχαία και νέα τα οικουμένη και οικουμενικός, νεότερο το οικουμενισμός. Αρχαίο και νέο το οικουρώ, ενώ μόνο αρχαία τα οικουρός, οικουρία, οικουρικός, οικούριος.
Από το έξοχο «Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής» τού αείμνηστου καθηγητή τής γλωσσολογίας Γ. Κουρμούλη, που επανεκδόθηκε φωτομηχανικώς στις εκδόσεις Παπαδήμα, λεξικό στο οποίο οι λέξεις είναι καταταγμένες αλφαβητικώς από το τέλος προς την αρχή, και από τα πολύτιμά στατιστικά στοιχεία που περιέχει μαθαίνουμε (σελ. 746) ότι στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται 52 σύνθετα τού οίκος (τα βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο «Αντίστροφο Λεξικό τής Αρχαίας Ελληνικής» των Paul Kretschmer και Ernst Locker), από τα οποία 14 είναι νέα (12 από αυτά έχουν παραδοθεί και 2 είναι νεότερα). Πρόκειται για τα: οίκος, φερέοικος, περίοικος, ένοικος, σύνοικος, άποικος, έποικος, πάροικος, δουλοπάροικος, αγροίκος, κάτοικος, εγκάτοικος, συγκάτοικος και μέτοικος.
Στην αρχαία μαρτυρούνται επιπλέον σύνθετα όπως άοικος, νέοικος, αερίοικος, ωλεσίοικος, ορεσίοικος, πλησίοικος, σωσίοικος, φιλίοικος, μόνοικος, ομόοικος, φθορόοικος, εύοικος, ουρανοκάτοικος κ.ά.
Στη Νέα Ελληνική παραδίδονται 14 ρήματα σε -οικώ: διοικώ (συνδιοικώ, κακοδιοικώ), περιοικώ, ενοικώ, συνοικώ, αποικώ, εποικώ, παροικώ, κατοικώ (εγκατοικώ, συγκατοικώ, ιδιοκατοικώ), μετοικώ.
Στην αρχαία μαρτυρού-νται 32 τέτοια σύνθετα με τη μεγάλη ποικιλία προρρηματικών (προθέσεων σύνθετων με ρήματα), όπως λ.χ. διοικώ, παραδιοικώ, μεταδιοικώ, εκδιοικώ, συνδιοικώ, προδιοικώ, προσδιοικώ – κατοικώ, εγκατοικώ, συγκατοικώ