Η μετάφραση ως υπέρβαση του γλωσσικού φράγματος
14 Ιουνίου 2018H εναλλακτική πρόταση για τη σωτηρία των γλωσσών
14 Ιουνίου 2018Εφημερίδα Το Βήμα (Νέες εποχές)
2 Ιουλίου 2006
Το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού, μέσα στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων του, έδωσε (λιγότερο στο παρελθόν) και προτίθεται να δώσει εφεξής μεγαλύτερη έμφαση στον παράγοντα «ελληνική γλώσσα», παράλληλα, βεβαίως, προς τις άλλες πολιτιστικές δραστηριότητές του (γράμματα, τέχνες, επιστήμες, διανόηση -συγχρονικά και διαχρονικά).
H έμφαση στη γλώσσα, εφόσον πρόκειται για σωστά οργανωμένη διδασκαλία τής γλώσσας, δεν αποτελεί μόνο επαφή με τις λέξεις ως μέσo επικοινωνίας αλλά και έμπρακτη επαφή με τα σύμβολα έκφρασης τής σκέψης και τής όλης δράσης ενός λαού, δηλαδή οδό άμεσης πρόσβασης σ’ έναν πολιτισμό. Εδώ χρειάζεται μια σημαντική διασάφηση, αυτονόητη ίσως αλλά κατά κανόνα λησμονουμένη: οι λέξεις δεν είναι απλά ηχητικά μορφώματα· είναι σημασίες που δηλώνουν έννοιες. Πάνω απ’ όλα δηλαδή (ας επιτραπεί η γενίκευση) οι λέξεις είναι έννοιες. Και οι έννοιες συνθέτουν νοήματα, αυτά που συνιστούν και καθορίζουν τη λειτουργία τής νόησής μας.
Ξεκινώντας, εξάλλου, από την παραδοχή ότι κάθε πολιτισμός είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα ιδιαίτερο σύστημα αξιών, είναι δηλ. το πώς τοποθετείται ένας λαός ιστορικά απέναντι στη σχέση τού ανθρώπου με τον κόσμο του, τους άλλους ανθρώπους και το γενικότερο περιβάλλον καθώς και τι προτεραιότητες και επιλογές θέτει γενικά για τον άνθρωπο, κάθε πολιτισμός είναι, κατά βάσιν, μια μορφή ανθρωπισμού, ανάλογα με τη θέση που δίνει στον άνθρωπο και στην καλλιέργεια τής προσωπικότητάς του μέσα από το σύστημα αξιών που υιοθετεί. Μέσα στις αξίες αυτές περιλαμβάνεται και η γλώσσα ενός λαού-πολιτισμού και ως αξία καθ’ εαυτήν και διότι αποτελεί την έκφραση άλλων μορφών τού πολιτισμού.
Οτι η γλώσσα είναι αξία καθ’ εαυτήν σήμερα γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ως αντίλογος τής παλαιότερης «εργαλειακής» αντίληψης τής γλώσσας. Παλαιότερα δηλαδή, περισσότερο ως απήχηση μιας παλαιομαρξιστικής αντίληψης για τη γλώσσα που ξεπεράστηκε στον ίδιο τον Μαρξισμό, θεωρήθηκε ότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας. Κανείς -και κατ’ εξοχήν οι γλωσσολόγοι- δεν αμφισβήτησε ποτέ τη λειτουργία τής γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας. Εκείνο που αμφισβητήθηκε είναι η απομόνωση τής γλώσσας από άλλες διαστάσεις της: από τη στενή σχέση της με τη σκέψη, την ιστορική διάσταση, τη νοοτροπία κάθε λαού, την άμεση σχέση τής γλώσσας με μορφές πολιτισμού, με την παιδείακαι την εκπαίδευση, με την ταυτότητα ενός λαού καθώς και με άλλες διαστάσεις τού πολιτισμού.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάλληλη διδασκαλία τής ελληνικής γλώσσας, εντός και εκτός Ελλάδος, αποτελεί οδό πρόσβασης και γνωριμίας με τον ελληνικό πολιτισμό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρει -προκειμένου για το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού- η διδασκαλία τής Ελληνικής σε ξένους που θέλουν να γνωρίσουν τον πολιτισμό μας με όχημα τη γνώση τής ελληνικής γλώσσας. Χρειάζεται, λοιπόν, να λειτουργήσουν στο εξωτερικό (με προτεραιότητα τις Βαλκανικές χώρες, τις πρώην ανατολικές χώρες και τις μεγάλες χώρες τής Ασίας, Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα και Ινδία) Εστίες Ελληνικού Πολιτισμού, όπου θα διδάσκεται η ελληνική γλώσσα και, δι’ αυτής, θα επιδιώκεται η γνωριμία με τον ελληνικό πολιτισμό, συμπληρούμενη με εκδηλώσεις που θα φέρνουν τους ήδη ευαισθητοποιημένους ξένους και άλλους ενδιαφερόμενους σε επαφή με ποικίλες εκφάνσεις τού ελληνικού πολιτισμού (λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες, επιστήμες, διανοητές κ.ά.).
Για να επιτύχει μια τέτοια προσπάθεια που θα αξιοποιεί την ελληνική γλώσσα ως μέσο προσέλκυσης τού ενδιαφέροντος των ξένων για τον ελληνικό πολιτισμό πρέπει να εφαρμοσθεί μια μορφή διδασκαλίας τής σύγχρονης ελληνικής γλώσσας α) με γλωσσολογικό τρόπο, που θα οδηγεί σε γρήγορα μαθησιακά αποτελέσματα, και β) με πολιτισμικές αναφορές (μέσα από τα διδασκόμενα κείμενα) που να φέρνουν σε άμεση, ενδιαφέρουσα και ελκυστική επαφή με στοιχεία τού ελληνικού πολιτισμού (ποίηση – πεζογραφία – τραγούδι – εικαστικά – θέατρο – κινηματογράφο – φωτογραφία – αρχιτεκτονική κ.λπ.). H επαφή αυτή θα πρέπει να έχει διαχρονικές αναφορές όπως είναι η φύση τού ελληνικού πολιτισμού (αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός), ξεκινώντας πάντοτε και εστιάζοντας στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Σε μια τέτοια -ευχάριστη, σύγχρονη, πολυεπίπεδη- διδασκαλία τής γλώσσας, εκτός από κατάλληλα βιβλία που θα πρέπει να αναζητηθούν ή να συνταχθούν με ανάλογες προδιαγραφές, πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρον -με αξιοποίηση των ειδικών και με φαντασία- η σύγχρονη τεχνολογία των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.
H πρόκληση για το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού, για τους Ελληνες που ασχολούνται με τέτοια θέματα και μπορούν να βοηθήσουν, είναι να βρούμε σύγχρονους, ελκυστικούς, αξιόπιστους τρόπους, με τους οποίους να μπορέσουμε να προωθήσουμε προς τα έξω τον Ελληνικό Πολιτισμό, το μεγαλύτερο κεφάλαιο που διαθέτει η χώρα μας, ευρύτερα και αποτελεσματικά. Και αυτό δεν είναι έργο ενός ή μικρού αριθμού ανθρώπου (των μελών τού Δ.Σ. τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού), αλλά έργο περισσοτέρων, όσοι αποδεδειγμένα ασχολούνται με τα θέματα τού Πολιτισμού μας, οι οποίοι θα κληθούν να βοηθήσουν σ’ αυτή την προσπάθεια.