Πίσω στις «πρώτες έννοιες» των λέξεων…
5 Ιουνίου 2018Να αλλάξει η διδασκαλία τής γλώσσας στο σχολείο
5 Ιουνίου 2018Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Νέες Εποχές)
1 Μαΐου 2005
Οι θεωρητικοί τού ποιητικού λόγου, από τον G. Hopkins μέχρι τον R. Jakobson, από τον Ρ. Valery μέχρι τον Τ.S. Eliot και από τον V. Sklovsky μέχρι τον R. Barthes, έχουν δείξει ότι η ποίηση (όπως και οι άλλες τέχνες, ιδίως η μουσική) γίνεται με πολύ απλά συστατικά τής γλώσσας, εντέχνως συνταιριασμένα: με ομοιότητες και διαφορές (αντιθέσεις), με παραλληλισμούς, όπως έχουν χαρακτηρισθεί από τον G. Hopkins. Με ομοιότητες κάθε μορφής: σε ήχους (παρ-ήχηση / συν-ήχηση / ομο-ηχία), σε γραμματικές δομές (ομοιοκαταληξία, ομοιοτέλευτο), σε συντακτικές δομές (συντακτική παραλληλία), σε σημασιολογικά στοιχεία (συνώνυμα), σε ετυμολογικά συστατικά (ομόρριζα), σε μετρικές δομές και σε πιο απαιτητικές ομοιότητες, όπως είναι όλα τα είδη τής μεταφοράς, τής παρομοίωσης και τήςεξεικόνισης. Ολες οι μορφές ομοιότητας υπάγονται στον βασικό γλωσσο-επικοινωνιακό μηχανισμό τής επανάληψης, που αποτελεί καίριο μηχανισμό τής ποιητικής γλώσσας. Μέσα στον «παραλληλισμό» ανήκει και η ποιητική αξιοποίηση των διαφορών, ιδίως των έντονων, εστιασμένων και αλληλοαποκλειoμένων διαφορών, δηλαδή των αντιθέσεων (αντωνύμων λέξεων, φράσεων κ.λπ.). Κι αυτών η ενεργοποίηση συνιστά βασικό μηχανισμό τού ποιητικού λόγου.
Αυτούς τους ποιητικούς μηχανισμούς τους βιώσαμε με τον πιο έντονο τρόπο στην εκκλησιαστική/λειτουργική ποίηση των ύμνων των ημερών αυτών: τής M. Εβδομάδος, τού Παρακλητικού Κανόνος και τού Ακάθιστου Υμνου. Αγνωστοι και γνωστοί υμνογράφοι τής Ορθόδοξης Εκκλησίας συνέθεσαν στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς αιώνες τους ύμνους που ακούσαμε τις μέρες αυτές. Θα επιχειρήσω μια σύντομη αναφορά στη γλώσσα αυτής τής υμνογραφικής ποίησης.
* Σημασιολογικές ομοιότητες
Στον προσεκτικό ακροατή των Υμνων τής M. Εβδομάδος γίνεται αισθητή (χωρίς να είναι πάντοτε συνειδητή) η μουσικότητα που παράγεται από την παρήχηση συγκεκριμένων φθόγγων. Είναι εμφανής λ.χ. η παρήχηση σε στίχους όπως: «Ιούδας ο δούλος και δόλιος, ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλος και διάβολος» και «Ιούδας ο προδότης δόλιος ων, δολίω φιλήματι, παρέδωσε τον Σωτήρα Κύριον, τον Δεσπότην…» (M. Πέμπτη). Φαίνεται στον Ακάθιστο Υμνο, σε στίχους όπως «Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα…», με τη μουσικότητα που βγαίνει από το στοιχείο τής ετυμολογικής επανάληψης. Το ίδιο και στα εγκώμια τής M. Παρασκευής: «θάνατον θανάτω θανατοίς, Θεέ μου, θεία σου δυναστεία» ή σε τροπάρια τής M. Πέμπτης: «Εστησαν τα τριάκοντα αργύρια την τιμήν τού τετιμημένου, ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ».
Σωρευτική παράθεση συνωνύμων, ήτοι σημασιολογικών ομοιοτήτων σε επίπεδο λέξεων, έχουμε στον Ακάθιστο Υμνο: στην προσφώνηση τής Παναγίας «άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε,άχραντε, αγνή Παρθένε». Στον γεμάτο ταπείνωση αυτοχαρακτηρισμό τού προσευχομένου: «μη βδελύξης με τον αμαρτωλόν, τον εναγή, τον αισχροίς λογισμοίς και λόγοις και πράξεσι όλον εμαυτόν αχρειώσαντα». Στην παράκληση: «Και δώρησαι ημίν, ο Θεός, γρήγορον νουν,σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν, ύπνον ελαφρόν και πάσης σατανικής φαντασίας απηλλαγμένον». H σωρευτική παράθεση συνωνύμων με διάφορου βαθμού σημασιολογικές αποχρώσεις όχι μόνο δεν επιβαρύνει τον λόγο, αλλά αυξάνει κλιμακωτά την ένταση των λεγομένων.
* Ομοιότητες και αντιθέσεις
Περισσότερο ίσως εκφραστικό, και επικοινωνιακά και ποιητικά περισσότερο αποτελεσματικό, μέσο είναι η χρήση αντιθέσεων: «Μικράν φωνήν αφήκε ο ληστής εν τω σταυρώ, μεγάλην πίστιν εύρε». (M. Πέμπτη) Μια σειρά αντιθέσεων συνιστά το ιδιόμελο τής M. Τρίτης: «Οτε η αμαρτωλός προσέφερε το μύρον, τότε ο μαθητής συνεφώνει τοις παρανόμοις/ η μεν έχαιρε κενούσα το πολύτιμον, ο δε έσπευδε πωλήσαι τον ατίμητον/ αύτη τον δεσπότην επεγίνωσκεν, ούτος τού δεσπότου εχωρίζετο/ αύτη ελευθερούτο και ο Ιούδας δούλος εγεγόνει τού εχθρού».
Συνήθως, όπως είναι άλλωστε αναμενόμενο, η ποιητική γραφή ακολουθεί πιο σύνθετους τρόπους, συνδυάζοντας ομοιότητες και αντιθέσεις μέσα σ’ ένα εξεικονιστικό πλαίσιο με μεταφορές και παρομοιώσεις. Παράδειγμα το γνωστό αντίφωνο τής M. Πέμπτης κατά την περιφορά τού Εσταυρωμένου: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» (επανάληψη: κρεμάται – κρεμάσας, αντίθεση: επί ξύλου – εν ύδασι, εικόνα-παρομοίωση: ο εν ύδασι την γην κρεμάσας). Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων βασιλεύς. Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις (αντίθεση – επανάληψη – εικόνα). Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ. Ηλοις προσηλώθη ο νυμφίος τής Εκκλησίας». Ανάλογος ποιητικός μηχανισμός λειτουργεί στον αίνο τής M. Παρασκευής: «Σήμερον συνέχει τάφος τον συνέχοντα παλάμη την κτίσιν/ καλύπτει λίθος τον καλύψαντα αρετή τους ουρανούς». Εδώ αξίζει να σημειωθεί ένας ιδιαίτερα σύνθετος όσο και συχνός παραλληλισμός στην εκκλησιαστική ποιητική μας υμνογραφία, όπως και στην κοσμική/«θύραθεν» ποίηση (στον Καβάφη λ.χ. ή στον Ελύτη). Αναφέρομαι στη δομική-λειτουργική επανάληψη παράλληλων συντακτικών δομών. Εν προκειμένω: τάφος συνέχει τον συνέχοντα την κτίσιν παλάμη (υποκείμενο – ρήμα – μετοχή – αντικείμενο – επιρρηματικό ουσιαστικό). Ιδια απολύτως δομή: λίθος καλύπτει τον καλύψαντα τους ουρανούς αρετή. Εδώ δεν είναι απλές λέξεις που επαναλαμβάνονται και συγκρίνονται, αλλά σύνθετα δομικά (συντακτικά) σχήματα. Ο,τι πιο απαιτητικό και λεπτό στην ποίηση, αφού η επανάληψη συντακτικών δομών είναι πλησμονή και συμμετρία νοημάτων και λογικών σχημάτων.
* H παράκληση του υμνογράφου
Αλήθεια, δεν είναι γνήσια ποίηση, που μπορεί να συγκριθεί επί ίσοις όροις με οποιοδήποτε λυρικό κοσμικό ποίημα, οι ακόλουθοι στίχοι τού απόστιχου ιδιόμελου τής M. Τρίτης: «Ο νυμφίος, ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους […], την δυσείμονά μου μορφήν των πταισμάτων απαμφίασον […] και στολήν δόξης κοσμήσας τής σης ωραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρόν ανάδειξον τής βασιλείας σου». Και δεν είναι ποίηση, έντονα φορτισμένη συναισθηματικά, η εξεικόνιση τού Χριστού (σε εγκώμιο τής M. Παρασκευής) με πληγωμένο πουλί: «Ωσπερ πελεκάν, τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε, σους θανόντας παίδας εζώωσας,επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς». Και η παράκληση τού υμνογράφου προς την Παναγία (Ακάθιστος Υμνος) να γίνει λιμάνι να αγκυροβολήσουμε και να λυτρωθούμε από τα βάσανα, δεν είναι γνήσια ποίηση: «λιμήν ημίν γενού θαλαττεύουσι και ορμητήριον εν τω πελάγει των θλίψεων και των σκανδάλων πάντων τού πολεμήτορος»;
H ποιητική συγκίνηση κορυφώνεται και δημιουργεί την επιθυμητή μέθεξη τού ακροατή, όταν ο υμνογράφος, με τον πιο ανθρώπινο τρόπο, παρουσιάζει τη μάνα τού Χριστού ως γυναίκα-μάνα να μιλάει στον γιο της, με θρηνητικά λόγια και προσφωνήσεις που θυμίζουν μοιρολόγια τής δημοτικής μας ποίησης: (οίκος τής M. Πέμπτης) «Tον ίδιον άρνα η αμνάς θεωρούσα προς σφαγήν ελκόμενον, ηκολούθει Μαρία […] βοώσα. Πού πορεύει, τέκνον; Τίνος χάριν τον ταχύν δρόμον επιτελείς; Μη έτερος γάμος πάλιν εστίν εν Κανά κακεί νυν σπεύδεις […];Συνέλθω σοι, τέκνον, ή μείνω σοι μάλλον; Δος μοι λόγον, Λόγε, μη σιγών παρέλθης με ο αγνήν τηρήσας με».
Χρησιμοποιώντας το πιο δυναμικό στοιχείο επικοινωνίας, την ερώτηση και τον διάλογο, ο υμνογράφος δίνει τις κορυφαίες στιγμές τής ποίησης τής M. Εβδομάδος: (ιδιόμελο M. Πέμπτης) «Σήμερόν σε θεωρούσα η άμεμπτος Παρθένος εν σταυρώ, Λόγε, […] στενάζουσα οδυνηρώς εκ βάθους ψυχής, παρειάς συν θριξί καταξαίνουσα, κατετρύχετο […] Διό και το στήθος τύπτουσα, ανέκραζε γοερώς/ Οίμοι, θείον τέκνον! Οίμοι, το φως τού κόσμου! Τι έδυς εξ οφθαλμών μου, ο αμνός τού Θεού;». Και αμέσως μετά: «Υιέ μου, πού το κάλλος έδυ τής μορφής σου; Ου φέρω καθοράν σε αδίκως σταυρούμενον». Και ποιος δεν έχει συγκινηθεί με την ποιητικότητα των γνωστών στίχων τού επιταφίου θρήνου: «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;».
Από την επαφή με αυτή την ποίηση, γεννώνται εύλογα ερωτήματα. Πόσο είναι ευρύτερα γνωστή αυτή η ποίηση, η εκκλησιαστική μας ποίηση; Πόσο οι φιλόλογοι και το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας και τα σχολικά βιβλία έχουν αξιοποιήσει -όχι θεολογικά, αλλά φιλολογικά, που θα πει λογοτεχνικά, γλωσσικά, αισθητικά- αυτή την ποίηση; Πόσο η ποίηση τόσων αιώνων ελληνικού ιστορικού βίου, εννοώ την εκκλησιαστική ποίηση τού Βυζαντίου, έχει αξιοποιηθεί σε επίπεδο λογοτεχνίας, γλώσσας, ιστορίας των κειμένων και αισθητικής από το Σχολείο, τη Γενική Εκπαίδευση και την εν γένει επαφή με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση; Γιατί δεν πιστεύω να αμφιβάλλει κανείς ότι αυτή η δημιουργική γραφή στις καλές στιγμές της (όπως πάντα συμβαίνει) είναι κατ’ εξοχήν κομμάτι και καύχημα τής μακραίωνης ποιητικής μας παράδοσης.