Από δάσκαλοι διδάσκοντες…
6 Ιουνίου 2018Η δύναμη τής ελληνικής γλώσσας
6 Ιουνίου 2018Το παράδειγμα τής ελληνικής γλώσσας
Ανήκω σ’ αυτούς οι οποίοι πιστεύουν βαθιά πως η μητρική γλώσσα κάθε ανθρώπου και κάθε λαού δεν είναι απλό εργαλείο συνεννόησης αλλά πολιτισμική, κοινωνική και ατομική αξία, στοιχείο καθοριστικό της ποιοτικής ύπαρξης τού ανθρώπου. Αφού η συνείδησή μας για τον κόσμο, για τους άλλους και για τον εαυτό μας περνάει μέσα από έννοιες γλωσσικά δομημένες και εκφρασμένες, η βαθύτερη ουσία του ανθρώπου είναι το πνεύμα και η γλώσσα του. Πιο σημαντικό ίσως από το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί και στοχάζεται είναι ότι μπορεί και ανακοινώνει τον στοχασμό του, ότι διαλέγεται για αυτόν. ‘Ετσι η γλώσσα του ανθρώπου ως κύριο συστατικό της συνείδησής του είναι κι αυτό που συνιστά την ταυτότητά του ως προσώπου, που τον ξεχωρίζει από την έννοια τής μάζας, ενώ συγχρόνως τον ενώνει με τους άλλους ανθρώπους, ως συνάντησης, ως επι-κοινωνία.
Υποστηρίζω πως, πέρα από την ωφελιμιστική χρηστική πλευρά τής γλώσσας, υπάρχει και μια άλλη διάσταση τής γλώσσας, η ηθική. Μ’ αυτό εννοώ πως μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα λ.χ. πέρα από τη βελτίωση τής επαγγελματικής μου κατάστασης, των αποδοχών μου, τής κοινωνικής προβολής κ.λπ., γνωρίζω καλύτερα, πιο άμεσα, πιο βαθιά, πιο ουσιαστικά, τους ανθρώπους που μιλούν, που ζουν και υπάρχουν μέσα απ’ αυτήν. Αυτό ονομάζω “ηθική της γλώσσας”: την ποιότητα και την ειλικρίνεια τής συνάντησης ανθρώπου με άνθρωπο μέσα από τη μητρική ή την ξένη γλώσσα. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρώ και σοβαρό “πολιτισμικό έλλειμμα” το να περιορίζεται ωφελιμιστικά η γνώση των ξένων γλωσσών σε μία και μόνη γλώσσα όποια κι αν είναι. ‘Ετσι χάνεται ουσιαστική η άμεση επαφή με άλλες γλώσσες, που θα πει με άλλους λαούς, άλλους πολιτισμούς, άλλες προσπελάσεις τού κόσμου. Το να μαθαίνουμε όλοι μόνο Αγγλικά λ.χ., ή μόνο Γαλλικά, ή μόνο Ρωσικά κ.ο.κ., όλοι το ίδιο, χάριν μιας ευρύτερης και ευκολότερης τάχα επικοινωνίας, είναι μια μορφή “γλωσσικού εξισωτισμού” και συνάμα “πνευματικού ολοκληρωτισμού” που δεν μπορεί να προοιωνίζεται καλά για τον άνθρωπο και την ανθρωπιά του.
Κι όταν μάλιστα ο ωφελιμισμός συνδυάζεται και με τάσεις μιμητισμού η αίσθηση ανωτερότητας και υψηλού κοινωνικού γοήτρου τής ξένης γλώσσας έναντι τής μητρικής του περιορίζεται έτσι αποκλειστικά στα στενά γεωγραφικά όρια μιας συγκεκριμένης χώρας, τότε περνάμε σε ανώμαλες γλωσσικές καταστάσεις: σε νόθευση τής μητρικής μέχρι μιγαδοποίησης (creolization), σε αποδυνάμωση του και των κινήτρων εκμάθησης τής μητρικής γλώσσας, και γενικότερα σε υποβάθμιση τής μητρικής γλώσσας.
Αυτός ο “γλωσσικός διεθνισμός”, που μπορεί να πάρει διάφορες μορφές ανάλογα με τη γλώσσα που τον ενσαρκώνει, θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος αν δεν αποτελούσε -ευτυχώς κι από τη φύση του- μια γλωσσική ουτοπία. Παρ’ όλη την επέκταση μιας συγκεκριμένης γλώσσας εις βάρος των εθνικών γλωσσών τελικά παραμένει ένας άλλος γλωσσικός πύργος” που η ανύψωσή του προσκρούει στην πολυγλωσσία τού ανθρώπου, στο ισχυρό ένστικτο τής γλωσσικής διαφοροποίησης κάθε ατόμου, κάθε ομάδας, κάθε έθνους, που είναι και η μέγιστη μορφή πνευματικής ελευθερίας.
‘Aλλη είναι η περίπτωση τού πνευματικού και πολιτισμικού γοήτρου μιας γλώσσας που μπορεί να επηρεάσει άλλες γλώσσες. Εννοώ την περίπτωση τής Ελληνικής.
Η προσφυγή στην Ελληνική δεν ήταν προϊόν συρμού ή ωφελιμιστικών λόγων. ‘Ηταν η ανάγκη τού ανθρώπου να μελετήσει τα μεγάλα κείμενα που γράφτηκαν για μεγάλης σημασίας θέματα από μεγάλους στοχαστές της ανθρωπότητας.
Αυτή η γλώσσα η Ελληνική, “αυτή η γλώσσα η μικρή η μεγάλη” μια γλώσσα που μιλιέται 4.000 χρόνια τώρα, δεν είναι κρίμα να περιορίζεται στα στενά γεωγραφικά όρια τής Ελλάδος και να είναι ανύπαρκτη ή δυσπρόσιτη ως δυνατότητα στα ευρύτερα πνευματικά όρια τής Ευρώπης και τού υπολοίπου κόσμου μέσα από τον χώρο τού σχολείου και τής παιδείας; Η Ελληνική ως γλώσσα δεν είναι αποκλειστικό κτήμα των Ελλήνων, αλλά απόκτημα τού ανθρώπου όπου γης. Και φυσικά το ίδιο ισχύει για όλες τις μεγάλες πολιτισμικές γλώσσες, που σιγά-σιγά χάθηκαν από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια στον βωμό τής στυγνής χρησιμοθηρίας ή τού γλωσσικού διεθνισμού. Αυτή είναι μια άλλη παραβίαση τής “ηθικής τής γλώσσας”, και συγχρόνως μια “απώλεια πολιτισμού” που είναι πανανθρώπινη απώλεια. Η ιδεολογία τής χρησιμοθηρίας μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με την υπεράσπιση τού δικαιώματος τού ανθρώπου για το “περιττό”, που συνήθως είναι και το ουσιαστικό!