Oμιλία Γ. Μπαμπινιώτη στο Διεθνές Συνέδριο για την Προώθηση τής Εκπαιδευτικής Καινοτομίας
23 Οκτωβρίου 2019Ο αποφθεγματικός λόγος τού Ελύτη
8 Νοεμβρίου 2019Η επιστήμη τής γλώσσας, η γλωσσολογία στην Ελλάδα γνώρισε τεράστια ανάπτυξη, ώστε να αναγνωρίζεται ευρύτερα ως κύριος κλάδος στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Η ανάπτυξη αυτή δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει, αν ήδη στο ξεκίνημά της δεν βρισκόταν επί κεφαλής ένας κολοσσός τής επιστήμης, ο Γεώργιος Χατζιδάκις. (Ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι ο μεγάλος γλωσσολόγος έγραφε το όνομά του έτσι, με δύο γιώτα ―Χατζιδάκις, και όχι με ήτα, όχι Χατζηδάκης―, διότι το ετυμολογούσε ορθώς ότι προέρχεται από το Χατζής, από όπου το υποκοριστικό Χατζ-ίδι και το επίσης υποκοριστικό Χατζιδ-άκι > Χατζιδάκις).
Ο Γ. Χατζιδάκις, προικισμένος με σπάνια οξύνοια, έχοντας αφιερώσει τον εαυτό του στην επιστήμη και έχοντας επιδείξει σπάνια εργατικότητα, έφερε τη γλωσσολογία στο επιστημονικό προσκήνιο της εποχής του. Με στερεή επιστημονική γνώση, με απόλυτη κυριαρχία επί των μεθόδων τής νέας ακόμη τότε γλωσσικής επιστήμης και με ασυνήθη παρρησία ανέτρεψε τις κακοδοξίες που είχαν επικρατήσει γενικότερα για τη γλώσσα στην Ελλάδα.
Στην πράξη, διέλυσε τις παρεξηγήσεις που είχαν επικρατήσει σχετικά με την προέλευση της Νέας Ελληνικής και τη σχέση της με την αρχαία, καθώς και τις εσφαλμένες αντιεπιστημονικές αντιλήψεις που επικρατούσαν τότε ως προς την εξέλιξη και τις μεταβολές στη γλώσσα. Συγκεκριμένα, απέδειξε μια για πάντα ότι η Νέα Ελληνική ανάγεται μέσω της Μεσαιωνικής (Βυζαντινής) Ελληνικής στην Ελληνιστική (Αλεξανδρινή) Κοινή, η οποία είναι η εξέλιξη της αρχαίας.
Άρα δεν συνδέεται απευθείας με την αρχαία, γεγονός που θα διασπούσε ανιστορικά την αδιαμφισβήτητη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας, αφού θα μεσολαβούσε «χάσμα» 12 αιώνων, η μεσαιωνική περίοδος της Ελληνικής. Ως προς τις μεταβολές στη γλώσσα (συχνές μεταβολές τύπων και σημασιών στα διάφορα στάδια της ιστορίας τής γλώσσας), δίδαξε ότι οι μεταβολές δεν συνιστούν φθορά στη γλώσσα, αλλά φυσική ανανέωση. Εξ ανάγκης, βεβαίως, ασχολήθηκε εντατικά και με το κυρίαρχο τότε κοινωνικό, εκπαιδευτικό, πολιτικό και εθνικό ακόμη θέμα, με το γλωσσικό ζήτημα που είχε ξεκινήσει περί το 1800 και είχε έλθει στο επίκεντρο των συζητήσεων με τη δραστηριότητα του Γιάννη Ψυχάρη.
Αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί και εύκολα να αποδειχθεί είναι ότι ο Χατζιδάκις υπήρξε, όχι μόνον ο θεμελιωτής τής επιστημονικής σπουδής τής Νέας Ελληνικής, αλλά και ο σημαντικότερος μελετητής της.
Και είναι τραγικό ότι μέσα στη δίνη τού γλωσσικού (στο οποίο ο Χατζιδάκις πήρε τη θέση ότι η δημοτική δεν ήταν ακόμα έτοιμη να σηκώσει το βάρος τής επίσημης γραπτής γλώσσας) έφτασε να θεωρηθεί ο Χατζιδάκις «εχθρός» τής δημοτικής γλώσσας και γενικότερα «εχθρός» τής Νέας Ελληνικής!
Όσο όμως και αν αληθεύει ότι η θέση τού Χατζιδάκι δεν βοήθησε σε ταχύτερη λύση τού γλωσσικού, άλλο τόσο αληθεύει και ότι ο μεγάλος γλωσσολόγος βοήθησε στη γνώση τής δημοτικής όσο κανείς άλλος.
Αξίζει μάλιστα να αναλογισθεί κανείς πόσο θα είχε προχωρήσει η γλωσσική επιστήμη στην Ελλάδα, αν ο πολύς Χατζιδάκις αλλά και άξιοι γλωσσικοί αντίπαλοί του όπως ο Ψυχάρης είχαν μείνει απερίσπαστοι από τις διαμάχες για το γλωσσικό να ασχοληθούν με μόνη την έρευνα της γλώσσας…
Τα πολύτιμα έργα που έδωσε ο Χατζιδάκις αλλά και ο Ψυχάρης θα ήταν πολύ περισσότερα προς όφελος τής ελληνικής γλώσσας και τής ελληνικής γλωσσικής επιστήμης, πράγμα που ισχύει και για πολλούς άλλους Έλληνες γλωσσολόγους.