Αγγλικές λέξεις πλασμένες από τα Ελληνικά
14 Νοεμβρίου 2023Το «παράδοξο» τής γλώσσας
22 Νοεμβρίου 2023
Για πολλούς η γραμματική έχει, από τη φύση της, σχολαστικό χαρακτήρα που την κάνει βαρετή και παράδειγμα ίσως όχι ιδιαίτερα χρήσιμης γνώσης. Για άλλους πάλι αποτελεί τον «μπαμπούλα» τής γλώσσας, το μάθημα που τους δυσκόλευε ή στο οποίο έκαναν τα περισσότερα λάθη.
Ωστόσο, ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο που δεν μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα τους (πλην παθολογικών περιπτώσεων), ασχέτως τού αν έχουν φοιτήσει ή όχι στο σχολείο. Αυτό σημαίνει ―όπως διδάσκει η γλωσσική επιστήμη― ότι κάθε ανθρώπινο ον, από μόνη την επαφή του με το (γλωσσικό) περιβάλλον του και, πιθανότατα, από ορισμένες βιολογικά κληρονομημένες γλωσσικές καταβολές, έχει την ικανότητα να μαθαίνει και να μιλάει τη γλώσσα του. Έχει δηλαδή ασυνείδητα εσωτερικεύσει και αφομοιώσει έναν μηχανισμό (γλωσσικούς κανόνες και λέξεις) με τον οποίο οργανώνει τη γλωσσική του επικοινωνία σε δομημένο λόγο, σε προτάσεις που έχουν λογικό νόημα και που συνέχονται μεταξύ τους νοηματικά, ώστε να απαρτίζουν ένα κατανοητό (προφορικό ή γραπτό) κείμενο. Με άλλα λόγια, όποιος μιλάει μια γλώσσα ξέρει, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, και τη γραμματική τής γλώσσας αυτής. Άρα, αν δεν γεννιόμαστε, τουλάχιστον μεγαλώνουμε γλωσσικά με γνώση τής γραμματικής που χρειαζόμαστε στην καθημερινή επικοινωνία μας. Αλλιώς, η ομιλία μας (προφορική και γραπτή) θα ήταν κυριολεκτικά αγνώριστη και ακατάληπτη, γεμάτη από λάθη, από φράσεις που «δεν λέγονται», όπως αυτές που ακούγονται (προκαλώντας γέλιο) από το στόμα ξένων οι οποίοι προσπαθούν να μιλήσουν τη γλώσσα μας.
Μετά από αυτά που είπαμε, πώς εξηγείται και τι σημαίνει στην πράξη ο φόβος για τη γραμματική; Ποιος φοβάται τη γραμματική;
Γραμματική, στην σύγχρονη γλωσσολογική αντίληψη, δεν είναι απλώς η γνώση να κλίνουμε ονόματα και ρήματα, όπως μαθαίναμε παλιά στο σχολείο. Γραμματική είναι, όπως το είπαμε ήδη, η ικανότητα που έχει κάθε ομιλητής μιας γλώσσας να παράγει και να καταλαβαίνει άπειρες νέες προτάσεις, να έχει δηλαδή δημιουργική σχέση με τη γλώσσα. Είναι προπάντων η ικανότητα να σχηματίζεις συντακτικά και σημασιολογικά ορθές (δηλαδή κατανοητές από τους άλλους ομιλητές) προτάσεις (ό,τι οι γλωσσολόγοι αποκαλούμε «σύνταξη» και «σημασιολογία»). Και, φυσικά, γραμματική είναι η ικανότητα να συνθέτεις τις προτάσεις σε σύνολο (το «κείμενο»), που να έχει νοηματική και γλωσσική αλληλουχία («συνεκτικότητα» και «συνοχή»), ώστε να το καταλαβαίνουν οι συνομιλητές σου, ώστε να μπορείς δηλαδή να επικοινωνήσεις με τους άλλους σωστά και αποτελεσματικά, σύμφωνα με τις προθέσεις που έχεις όταν μιλάς ή γράφεις για ένα θέμα («κεντρικό μήνυμα»).
Γραμματική είναι επίσης ό,τι οι γλωσσολόγοι αποκαλούμε «επικοινωνιακή» ή «κειμενική» ικανότητα. Γιατί, τελικά, η γλώσσα μας ως επικοινωνία δεν είναι ούτε μεμονωμένες λέξεις ούτε απλές προτάσεις. Είναι, πάνω από όλα, κείμενο. Γραμματική, λοιπόν, είναι τα πάντα στη γλώσσα: δομές (μορφολογία), λειτουργίες (σύνταξη) και εφαρμοσμένη χρήση (επικοινωνία).
Το να μάθω τη γραμματική τής γλώσσας μου σημαίνει, στην πραγματικότητα, να περάσω ―με την διαδικασία τής διδασκαλίας τής γραμματικής― από την ασυνείδητη γνώση τής γλώσσας που έχουμε όλοι σε περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή γνώση των συστατικών, τής λειτουργίας και των μηχανισμών τής γλωσσικής επικοινωνίας. Να γιατί η γλώσσα, για να συνειδητοποιηθεί, δηλαδή για να γίνει αντικείμενο βαθύτερης, ουσιαστικής και συνειδητής γνώσης, πρέπει να διδαχθεί με την δομολειτουργική και επικοινωνιακή μέθοδο. Άρα χρειάζεται συστηματική δουλειά στο σχολείο από δασκάλους και φιλολόγους που γνωρίζουν ποια είναι η δομή και η λειτουργία τής γλώσσας και πώς διδάσκεται με τη μέθοδο που αναφέραμε. Χρειάζονται επίσης ανάλογα βιβλία διδασκαλίας τής γλώσσας (τα υπάρχοντα έχουν ανάγκη από σημαντική βελτίωση). Και χρειάζεται ―ως βιβλίο αναφοράς― μια σύγχρονη γραμματική που θα έχει συνταχθεί με αυτό το πνεύμα και με αυτή τη μέθοδο.
Συμπέρασμα: Όλοι γνωρίζουμε ασυνείδητα τη γραμματική τής γλώσσας μας· αυτό που λείπει και που προκαλεί τον οποιονδήποτε «φόβο τής γραμματικής» είναι η συνειδητοποίηση των γραμματικών μηχανισμών τής γλώσσας μας, που μπορεί να επιτευχθεί με συστηματική, σύγχρονα οργανωμένη, διδασκαλία τής γλώσσας στο σχολείο και με αδιάκοπη ατομική προσπάθεια εξοικείωσής μας με καλλιεργημένο λόγο («πρότυπα κείμενα»). Φόβος για τη γραμματική δεν δικαιολογείται. Το ζητούμενο είναι να προσπαθήσουμε όλοι να αποκτήσουμε συνειδητή και ουσιαστική γνώση των μηχανισμών που προσφέρει η γλώσσα μας για καλύτερης ποιότητας επικοινωνία.