Πόσο κινδυνεύει το αλφάβητό μας; Ενας ανύπαρκτος εχθρός
5 Ιουνίου 2018Η πρόκληση τής πολυγλωσσίας
5 Ιουνίου 2018
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Νέες Εποχές, σ. 72)
4 Μαρτίου 2001
* Με δύο και με τρεις ώρες διδασκαλίας την εβδομάδα, η γλώσσα δεν μαθαίνεται
Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα για λίγο στην Αυστραλία. Εκεί, μιλώντας με πανεπιστημιακούς, εκπαιδευτικούς και Ελληνες τής Ομογένειας, είχα την ευκαιρία να ενημερωθώ για τη σημερινή κατάσταση και την πορεία που διαγράφεται για τη διδασκαλία, τη γνώση και τη χρήση τής ελληνικής γλώσσας στην Αυστραλία κατά τα επόμενα χρόνια. Θα ήθελα να σκιαγραφήσω αυτή την κατάσταση, να επισημάνω τα θετικά σημεία αλλά και τις μεγάλες αδυναμίες τού υπάρχοντος συστήματος και να κρούσω εγκαίρως τον κώδωνα του κινδύνου για μια σταδιακή, επερχόμενη ήδη, μείωση τής παρουσίας τής ελληνικής γλώσσας η οποία μπορεί αργότερα να οδηγήσει στην εξαφάνιση τής Ελληνικής στην Αυστραλία, όπως τείνει να συμβεί στον Καναδά και στην Αμερική.
Η ελληνική Ομογένεια τής Αυστραλίας, και επειδή είναι χρονικά νεότερη από την Ομογένεια τής Αμερικής και τού Καναδά και επειδή βρέθηκε σε μια νέα και δυναμική χώρα που υιοθέτησε εμπράκτως τις αρχές τής πολυπολιτισμικότητας και τής πολυγλωσσικότητας, εμφανίζει σήμερα τη μεγαλύτερη ζωντάνια και δυναμικότητα σε ό,τι νοούμε ως διατήρηση τής εθνικής ταυτότητας και ως ελληνική συνείδηση (γλώσσα, θρησκεία, καταγωγή, οικογένεια, κοινότητα, παραδόσεις, ήθη και έθιμα). Ετσι εξηγείται πώς αυτοί που μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία ανέρχονται (από έρευνες που έχουν γίνει) σε 43.000, ενώ στις ΗΠΑ υπολογίζονται σε 18.000 και στον Καναδά σε 9.000. Ωστόσο, και στην Αυστραλία ο αριθμός αυτών που μαθαίνουν Ελληνικά μειώνεται βαθμηδόν. Οι μικτοί γάμοι αλλάζουν τη μορφή και τη γλώσσα επικοινωνίας τής οικογένειας, την οικόλεκτο των παιδιών. Η πολυδιάσπαση των φορέων που διδάσκουν τη γλώσσα (κράτος, Εκκλησία, Κοινότητες, ιδιωτικοί φορείς, πανεπιστήμια), ασυντόνιστοι όπως είναι μεταξύ τους και χωρίς ενιαία και μακροπρόθεσμη στρατηγική στη διδασκαλία τής γλώσσας, μειώνουν την αποτελεσματικότητα τού πολύτιμου, κατά τα άλλα, έργου των διαφόρων φορέων (κρατικών σχολείων, απογευματινών σχολείων, ημερήσιων ελληνικών σχολείων κ.ά.).
Η κατάρτιση των διδασκόντων τη γλώσσα είναι εκ των πραγμάτων ελλιπής, αφού και οι εξ Ελλάδος εκπαιδευτικοί (για τους οποίους ξοδεύει μεγάλα ποσά το ελληνικό κράτος) δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για το ειδικό έργο που ασκούν στο εξωτερικό (διδασκαλία τής Ελληνικής ως δεύτερης ή και ως ξένης γλώσσας) και οι απόφοιτοι των εκεί πανεπιστημιακών τμημάτων δεν έχουν πάντοτε την κατάλληλη εξοικείωση με τη γλώσσα και με τη μεθοδολογία διδασκαλίας της στα διάφορα επίπεδα ούτε έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα βιβλία και το απαιτούμενο οπτικοακουστικό διδακτικό υλικό. Τα κίνητρα για τα παιδιά των Ελλήνων Ομογενών να μάθουν την ελληνική γλώσσα είναι, κατ’ ανάγκην, περιορισμένα σε σύγκριση με το αυτονόητο προβάδισμα που έχει γι’ αυτά η κατάκτηση τής αγγλικής γλώσσας, τής γλώσσας της Αυστραλίας. Το κυριότερο όμως μειονέκτημα παραμένει ο πολύ περιορισμένος χρόνος διδασκαλίας τής ελληνικής γλώσσας: Με δύο και με τρεις, έστω και με τέσσερεις ώρες διδασκαλίας τής γλώσσας την εβδομάδα σε παιδιά που όλο τον υπόλοιπο χρόνο τους ζουν σε διαφορετικό (αγγλόγλωσσο) γλωσσικό περιβάλλον, η γλώσσα δεν μαθαίνεται. Πολύ περισσότερο που τα χρόνια που διδάσκονται τα παιδιά τη γλώσσα είναι πολύ περιορισμένα. Τι μπορεί όμως να γίνει; Είναι αναστρέψιμη αυτή η κατάσταση; Μπορεί τελικά να αποτραπεί η σταδιακή εξαφάνιση τής ελληνικής γλώσσας στην Αυστραλία;
Η απάντηση είναι θετική υπό μία προϋπόθεση. Να αλλάξει ριζικά ο συνολικός χρόνος διδασκαλίας τής γλώσσας. Τα παιδιά πρέπει να αρχίζουν να μαθαίνουν Ελληνικά στην πιο πρώιμη και καθοριστική ηλικία, στην ηλικία 3-5 ετών στους παιδικούς σταθμούς. Θα πρέπει να ακούνε και να μιλάνε Ελληνικά στα χρόνια που πηγαίνουν στους παιδικούς σταθμούς. Ολα τα παιδιά. Ετσι θα δημιουργηθεί η γλωσσική βάση για να συνεχίσουν στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό. Εδώ το γλωσσικό πρόγραμμα, για τα παιδιά που θα έχουν ήδη μια καλή γλωσσική προετοιμασία, πρέπει να συνεχίζει με ένα ελληνόγλωσσο πρόγραμμα που θα ξεκινάει με 12 ώρες εβδομαδιαίως και θα προχωρεί με μείωση των ωρών σε 8 στις δύο τελευταίες τάξεις τού δημοτικού και την Α’ Γυμνασίου. Στις υπόλοιπες τάξεις τού Γυμνασίου και στην Α’ Λυκείου οι ώρες μπορεί να είναι λιγότερες, έξι (6), για να φθάσουν τις τέσσερεις (4) στις δύο τελευταίες τάξεις τού Λυκείου. Αν ακολουθείται από πλευράς χρόνου διδασκαλίας τής ελληνικής γλώσσας ένα τέτοιο πρόγραμμα, θα μπορέσει να επιβιώσει η ελληνική γλώσσα, αποφεύγοντας ό,τι συνέβη στην Αμερική και στον Καναδά. Πιο επεξεργασμένη πρόταση για το τι πρέπει να γίνει για τη γλωσσική εκπαίδευση των Ελλήνων στα σχολεία τής Αυστραλίας έχει, όσο γνωρίζω, συγκροτήσει ο καθηγητής κ. Αναστάσιος Τάμης, διευθυντής τού Εθνικού Κέντρου Ελληνικών Μελετών και Ερευνας (ΕΚΕΜΕ) τού Πανεπιστημίου La Trobe τής Μελβούρνης, στον οποίον οφείλω και μέρος των όσων προτείνω εδώ.
Χωρίς καμιά καθυστέρηση, ο Υπουργός Παιδείας και ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών πρέπει αμέσως να συνεργασθούν μεταξύ τους καθώς και με τους εκεί ζώντες και γνωρίζοντες το πρόβλημα τής γλώσσας και να καταστρώσουν ένα μακροπρόθεσμο, ρεαλιστικό και αποτελεσματικό σχέδιο πρόληψης του αφανισμού τής ελληνικής γλώσσας στην Αυστραλία.