Η ελληνική γλώσσα μπροστά στον 21ο αιώνα
5 Ιουνίου 2018Η συνέπεια στην ορθογραφία
5 Ιουνίου 2018
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ ( Νέες Εποχές, σ. 6-7)
18 Ιανουαρίου 1998
Μπορεί η γλώσσα του ανθρώπου να αποτελεί ένα επικοινωνιακό θαύμα (das Wunder der Sprache!), μια κατάκτηση του ανθρωπίνου είδους που επέτρεψε μόνο σ’ αυτό να συγκροτεί κοινωνία η οποία και προαπαιτεί τη (γλωσσική) επι-κοινωνία. Μπορεί ο άνθρωπος μόνος από όλα τα άλλα ζώα να φιλοσοφεί, να πληροφορεί, να γνωρίζει, να κρίνει, να μιλάει για τον εαυτό του και για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Μπορεί η γλώσσα να οδήγησε τον άνθρωπο σε μια εξαιρετική καλλιέργεια των νοητικών του ικανοτήτων και σε επιτεύγματα του πνεύματος και του πολιτισμού που δεν έχουν προηγούμενο. Μπορεί ακόμη ο άνθρωπος να πέτυχε με την επινόηση της γραφής την απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη, διάδοση και διάσωση του πολιτισμού και κυρίως να πέρασε με τη γραφή στη δημιουργία του γραπτού λόγου, ακολουθώντας μια επίπονη διανοητική πορεία από τη σύλληψη του χονδροειδούς εικονογράμματος (της εικονογραφικής γραφής) έως τη λεπτή σύλληψη του φθογγογράμματος (της αλφαβητικής γραφής, που εδημιούργησαν οι Ελληνες). Εκείνο, όμως, που δεν κατάφερε στην πράξη να πετύχει ακόμη είναι να αποδώσει γραπτώς την έκταση και την ποικιλία των σημασιών που δηλώνει η ανθρώπινη φωνή, το σημασιολογικό φάσμα (δηλωτικές αποχρώσεις, συνδηλώσεις, υποδηλώσεις) της εκφώνησης του ανθρώπινου λόγου, της ζωντανής προφορικής ομιλίας. Η «σημασιολογία της φωνής» παραμένει ζητούμενο της γραπτής παράστασης κάθε γλώσσας, οι δε εγγενείς ίσως ατέλειες της γραφής δεν έχουν ξεπεραστεί σε καμία φυσική (ή τεχνητή) γλώσσα, σε κανένα υπαρκτό σύστημα γραφής.
Εξηγούμαι. Με κατάλληλη κύμανση της φωνής κατά την εκφορά του προφορικού λόγου, με ό,τι στη γλωσσική επιστήμη ονομάζεται επιτονισμός (intonation), μπορεί να δηλωθεί ένα ευρύ φάσμα γλωσσικού σχολιασμού των λεγομένων που αντιπροσωπεύει τη στάση του ομιλητή απέναντι στο μήνυμα, το πώς αισθάνεται λέγοντας αυτό ή εκείνο. Με την κύμανση της φωνής του και ανάλογη εκφώνηση εκφράζει ο ομιλητής τη βεβαιότητα, την αταλάντευτη πίστη, την πεποίθησή του ή, αντίθετα, την επιφύλαξη, τον δισταγμό, την αβεβαιότητα, την αμηχανία, την απορία ή και την έκπληξή του. Με την κύμανση της φωνής, δηλαδή με τον επιτονισμό, θα εκφράσει την αποδοχή, την επιδοκιμασία, την εκτίμηση και τον θαυμασμό του αλλά και την αποδοκιμασία, την απόρριψη, την επιτίμηση, την αποστροφή και την αηδία του ακόμη. Επιτονικά, με ανάλογο ύψος και χροιά, η φωνή του θα εκφράσει ομοίως τον θυμό, την οργή, την αγανάκτηση, το μίσος, την απειλή ή και την εχθρική του στάση, όπως με τον ίδιο μηχανισμό αλλά με διαφορετική κύμανση της φωνής θα εκφράσει την εύνοια, τη συμπάθεια, τη στοργή, την κατανόηση, τη συμπόνια, τη φιλική γενικά στάση του και το ενδιαφέρον για τον συνομιλητή του. Με τον επιτονισμό εκφράζει την πικρία, την αμφισβήτηση, τη διαμαρτυρία του, που μπορεί να πάρει και χαρακτήρα ειρωνείας, σκώμματος, σαρκασμού ή και επίθεσης με υβριστική ή προσβλητική χροιά. Γενικότερα, κάθε θετικό ή αρνητικό συναίσθημα, όλη η βιωματική εμπειρία του ανθρώπου και όλη η γκάμα των δυνατών στάσεων και τρόπων σχολιασμού των λεγομένων «φωνείται», παίρνει τη μορφή εκ-φωνουμένου λόγου με ένα ευρύτατο φάσμα κυμάνσεων της φωνής.
Η κύμανση της φωνής
Ο βάρδος της θεωρητικής γλωσσολογίας και πατέρας της υφογλωσσολογίας, ο περίφημος ρώσος γλωσσολόγος Roman Jakobson, αναφέρει πως ένας ηθοποιός στο ιστορικό και πρωτοποριακό θέατρο του Stanislavski στη Μόσχα, εκφέροντας την απλή φράση segodnja veceram («απόψε το βράδυ»), διατύπωσε με ανάλογη κύμανση της φωνής σαράντα διαφορετικά μηνύματα, τα οποία μπόρεσε να αναγνωρίσει το ακροατήριό του. Τέτοια είναι η δύναμη και οι δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής! Κι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου, ιδίως της συνομιλίας (του διαλόγου), που τον κάνουν ζωντανό, εκφραστικό, επικοινωνιακά αναντικατάστατο.
Εύλογο ερώτημα: Πώς ο ζωντανός αυτός προφορικός λόγος μπορεί να απεικονιστεί πιστά στη γραπτή παράστασή του; Μπορεί το τεράστιο φάσμα των επιτονικών σημασιολογικών δηλώσεων της ανθρώπινης φωνής να μεταφερθεί αλώβητο και ζωντανό στον γραπτό λόγο; Εχει τρόπους το σύστημα της γραπτής σημειολογίας του λόγου να σημάνει αυτές τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων, την υποκειμενική σχολιαστική υποδήλωση, τον κόσμο της βιωματικής γλώσσας;
Η απάντηση στο ερώτημα απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Κατ’ αρχήν η γλώσσα, κάθε γλώσσα ως προφορικός λόγος μπορεί να εκφράσει τα πάντα. Συμβαίνει άραγε το ίδιο και με το σημειολογικό σύστημα της γραφής που διαμεσολαβεί για να απεικονίσει τον προφορικό λόγο; Η δυνατότητα που έχει και αξιοποιεί στην πράξη η γλώσσα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η λεξικοποιημένη δήλωση των βιωμάτων και συναισθημάτων του ομιλητή. Ρήματα και ουσιαστικά, όπως λ.χ. απορώ – απορία, διστάζω – δισταγμός, αποδοκιμάζω – αποδοκιμασία, θαυμάζω – θαυμασμός, αγανακτώ – αγανάκτηση, οργίζομαι – οργή, ειρωνεύομαι – ειρωνεία, επιτίθεμαι – επίθεση, συμπαθώ – συμπάθεια, τρυφερότητα, στοργή, καλοσύνη κ.τ.ό., χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τη στάση και τα συναισθήματα του ομιλητή πιο περιγραφικά, λιγότερο παραστατικά και στατικά περισσότερο σε σχέση με τους χρωματισμούς και την εκφραστικότητα της ανθρώπινης φωνής. Ενας δεύτερος, σημειολογικός καθαρά, τρόπος της γραφής είναι η χρήση των σημείων στίξης.
Παράλληλα προς τα συντακτικά σημεία στίξεως (τελεία, κόμμα, άνω τελεία, παρενθέσεις, παύλες, δίστιγμο, εισαγωγικά προτάσεως), υπάρχουν και τα σχολιαστικά ή κειμενικά σημεία στίξεως (θαυμαστικό, αποσιωπητικά, εισαγωγικά λέξεως). Αυτά ακριβώς τα σχολιαστικά σημεία στίξεως (περισσότερο από τις λεξικοποιημένες δηλώσεις) είναι εκείνα που χρησιμοποιούνται για να σημάνουν στον γραπτό λόγο ό,τι εκφράζουν οι επιτονικές κυμάνσεις της φωνής του ομιλητή.
Ωστόσο, το ζήτημα είναι κατά πόσον τα περιορισμένα σχολιαστικά σημεία στίξεως και ειδικότερα το πολύσημο θαυμαστικό (!) και τα εξίσου πολύσημα αποσιωπητικά (…) επαρκούν να επιτελέσουν σημειολογικά το δύσκολο και λεπτό έργο της σήμανσης των βιωματικών δηλώσεων / συνδηλώσεων / υποδηλώσεων της ανθρώπινης φωνής.
Αμφισημία και παρερμηνεία
Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι το θαυμαστικό (ανάλογα με το γλωσσικό και εξωγλωσσικό περιβάλλον) μπορεί να δηλώνει τόσο την αποδοχή, την επιδοκιμασία και τη θετική γενικά στάση του ομιλητή στα λεγόμενα («Η εξωτερική μας πολιτική στην Κοινότητα απέδωσε επιτέλους καρπούς!») όσο και την αποδοκιμασία, απόρριψη και αρνητική στάση του ομιλητή («Η Τουρκία έμμεσα απειλεί με πόλεμο την Ελλάδα, αν δεν γίνει δεκτή στην Κοινότητα!»), καταλαβαίνει κανείς πόσο αμφίσημη και, γι’ αυτό, δυσερμήνευτη και υποκείμενη σε παρερμηνεία μπορεί να είναι αυτή η σημειολογική χρήση του θαυμαστικού. Και τι σημαίνουν τα αποσιωπητικά σε μια πρόταση του τύπου «Η Αντιπολίτευση άσκησε πάλι εποικοδομητική κριτική…»; Ο γράφων επαινεί ή ειρωνεύεται τη στάση της Αντιπολίτευσης; Τα αποσιωπητικά δηλώνουν θετική ή αρνητική στάση; Απάντηση: Μπορούν να δηλώνουν και τα δύο, έστω κι αν πρόκειται για αντίθετες σημασίες. Θα αποσαφηνισθούν αν αποσαφηνισθούν από το περιβάλλον των λεγομένων.
Ο χώρος δεν επιτρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο στις προεκτάσεις που έχουν οι σημειολογικες ατέλειες της γραφής, δηλαδή η πολυσημία και αμφισημία των σχολιαστικών σημείων στίξεως στον γραπτό λόγο, ιδίως όπου χρειάζεται περισσότερη σαφήνεια. Μήπως είναι καιρός να σκεφθούμε τη δυνατότητα εμπλουτισμού των σημείων στίξεως, δηλώνοντας λ.χ. με κανονικό θαυμαστικό (!) τον θετικό σχολιασμό του ομιλητή και με «ανάποδο» θαυμαστικό σύμβολο ( ) την αρνητική στάση του και κάνοντας κάτι ανάλογο με τα αποσιωπητικά (δύο και τέσσερις τελείες αντιστοίχως); Και κυρίως, μήπως πρέπει να μας απασχολήσει η δυνατότητα διεύρυνσης των σχολιαστικών αλλά και των συντακτικών σημείων στίξεως, αφού λειτουργούν ως οδηγίες ανάγνωσης και κατανόησης του κειμένου;
Γενικότερα, εξάλλου, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ομιλία, ο προφορικός λόγος, είναι η φυσική πραγματικότητα της γλώσσας και ότι η ανθρώπινη φωνή είναι αναντικατάστατη. Αυτό σημαίνει ότι η αγωγή του προφορικού λόγου και δεν εννοώ εδώ μόνον την ανεξήγητα παραμελημένη ορθοφωνία, δηλαδή τη σωστή προφορά της γλώσσας πρέπει να πάρει μια άλλη, πρωτεύουσα, θέση στη διδασκαλία της γλώσσας στο σχολείο. Στη χώρα όπου γεννήθηκε η ρητορική, η τέχνη και η τεχνική του προφορικού λόγου, δεν επιτρέπεται να μην ασκούμε τα παιδιά στο σχολείο να αποκτούν την ικανότητα να μιλούν με ευχέρεια, σωστά και με επιχειρήματα, δηλαδή να μπορούν και να ξέρουν να συζητήσουν. Η ομιλία (η επικοινωνία με την ομάδα, ομιλία<όμιλος) και η συζήτηση (η από κοινού ζήτηση της αλήθειας, συζήτηση<συν-ζητώ) καλλιεργήθηκαν με ιδιαίτερη έμφαση στις ρίζες της ελληνικής παιδείας. Εστω και με καθυστέρηση αιώνων ας υιοθετήσουμε τη διδασκαλία των rhetorics (που είναι η δική μας ρητορική) και του debate που απηχεί, στην αγγλοσαξονική του εξέλιξη, τον ελληνικό διάλογο.
18 Ιανουαρίου 1998
Μπορεί η γλώσσα του ανθρώπου να αποτελεί ένα επικοινωνιακό θαύμα (das Wunder der Sprache!), μια κατάκτηση του ανθρωπίνου είδους που επέτρεψε μόνο σ’ αυτό να συγκροτεί κοινωνία η οποία και προαπαιτεί τη (γλωσσική) επι-κοινωνία. Μπορεί ο άνθρωπος μόνος από όλα τα άλλα ζώα να φιλοσοφεί, να πληροφορεί, να γνωρίζει, να κρίνει, να μιλάει για τον εαυτό του και για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Μπορεί η γλώσσα να οδήγησε τον άνθρωπο σε μια εξαιρετική καλλιέργεια των νοητικών του ικανοτήτων και σε επιτεύγματα του πνεύματος και του πολιτισμού που δεν έχουν προηγούμενο. Μπορεί ακόμη ο άνθρωπος να πέτυχε με την επινόηση της γραφής την απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη, διάδοση και διάσωση του πολιτισμού και κυρίως να πέρασε με τη γραφή στη δημιουργία του γραπτού λόγου, ακολουθώντας μια επίπονη διανοητική πορεία από τη σύλληψη του χονδροειδούς εικονογράμματος (της εικονογραφικής γραφής) έως τη λεπτή σύλληψη του φθογγογράμματος (της αλφαβητικής γραφής, που εδημιούργησαν οι Ελληνες). Εκείνο, όμως, που δεν κατάφερε στην πράξη να πετύχει ακόμη είναι να αποδώσει γραπτώς την έκταση και την ποικιλία των σημασιών που δηλώνει η ανθρώπινη φωνή, το σημασιολογικό φάσμα (δηλωτικές αποχρώσεις, συνδηλώσεις, υποδηλώσεις) της εκφώνησης του ανθρώπινου λόγου, της ζωντανής προφορικής ομιλίας. Η «σημασιολογία της φωνής» παραμένει ζητούμενο της γραπτής παράστασης κάθε γλώσσας, οι δε εγγενείς ίσως ατέλειες της γραφής δεν έχουν ξεπεραστεί σε καμία φυσική (ή τεχνητή) γλώσσα, σε κανένα υπαρκτό σύστημα γραφής.
Εξηγούμαι. Με κατάλληλη κύμανση της φωνής κατά την εκφορά του προφορικού λόγου, με ό,τι στη γλωσσική επιστήμη ονομάζεται επιτονισμός (intonation), μπορεί να δηλωθεί ένα ευρύ φάσμα γλωσσικού σχολιασμού των λεγομένων που αντιπροσωπεύει τη στάση του ομιλητή απέναντι στο μήνυμα, το πώς αισθάνεται λέγοντας αυτό ή εκείνο. Με την κύμανση της φωνής του και ανάλογη εκφώνηση εκφράζει ο ομιλητής τη βεβαιότητα, την αταλάντευτη πίστη, την πεποίθησή του ή, αντίθετα, την επιφύλαξη, τον δισταγμό, την αβεβαιότητα, την αμηχανία, την απορία ή και την έκπληξή του. Με την κύμανση της φωνής, δηλαδή με τον επιτονισμό, θα εκφράσει την αποδοχή, την επιδοκιμασία, την εκτίμηση και τον θαυμασμό του αλλά και την αποδοκιμασία, την απόρριψη, την επιτίμηση, την αποστροφή και την αηδία του ακόμη. Επιτονικά, με ανάλογο ύψος και χροιά, η φωνή του θα εκφράσει ομοίως τον θυμό, την οργή, την αγανάκτηση, το μίσος, την απειλή ή και την εχθρική του στάση, όπως με τον ίδιο μηχανισμό αλλά με διαφορετική κύμανση της φωνής θα εκφράσει την εύνοια, τη συμπάθεια, τη στοργή, την κατανόηση, τη συμπόνια, τη φιλική γενικά στάση του και το ενδιαφέρον για τον συνομιλητή του. Με τον επιτονισμό εκφράζει την πικρία, την αμφισβήτηση, τη διαμαρτυρία του, που μπορεί να πάρει και χαρακτήρα ειρωνείας, σκώμματος, σαρκασμού ή και επίθεσης με υβριστική ή προσβλητική χροιά. Γενικότερα, κάθε θετικό ή αρνητικό συναίσθημα, όλη η βιωματική εμπειρία του ανθρώπου και όλη η γκάμα των δυνατών στάσεων και τρόπων σχολιασμού των λεγομένων «φωνείται», παίρνει τη μορφή εκ-φωνουμένου λόγου με ένα ευρύτατο φάσμα κυμάνσεων της φωνής.
Η κύμανση της φωνής
Ο βάρδος της θεωρητικής γλωσσολογίας και πατέρας της υφογλωσσολογίας, ο περίφημος ρώσος γλωσσολόγος Roman Jakobson, αναφέρει πως ένας ηθοποιός στο ιστορικό και πρωτοποριακό θέατρο του Stanislavski στη Μόσχα, εκφέροντας την απλή φράση segodnja veceram («απόψε το βράδυ»), διατύπωσε με ανάλογη κύμανση της φωνής σαράντα διαφορετικά μηνύματα, τα οποία μπόρεσε να αναγνωρίσει το ακροατήριό του. Τέτοια είναι η δύναμη και οι δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής! Κι αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου, ιδίως της συνομιλίας (του διαλόγου), που τον κάνουν ζωντανό, εκφραστικό, επικοινωνιακά αναντικατάστατο.
Εύλογο ερώτημα: Πώς ο ζωντανός αυτός προφορικός λόγος μπορεί να απεικονιστεί πιστά στη γραπτή παράστασή του; Μπορεί το τεράστιο φάσμα των επιτονικών σημασιολογικών δηλώσεων της ανθρώπινης φωνής να μεταφερθεί αλώβητο και ζωντανό στον γραπτό λόγο; Εχει τρόπους το σύστημα της γραπτής σημειολογίας του λόγου να σημάνει αυτές τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων, την υποκειμενική σχολιαστική υποδήλωση, τον κόσμο της βιωματικής γλώσσας;
Η απάντηση στο ερώτημα απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Κατ’ αρχήν η γλώσσα, κάθε γλώσσα ως προφορικός λόγος μπορεί να εκφράσει τα πάντα. Συμβαίνει άραγε το ίδιο και με το σημειολογικό σύστημα της γραφής που διαμεσολαβεί για να απεικονίσει τον προφορικό λόγο; Η δυνατότητα που έχει και αξιοποιεί στην πράξη η γλώσσα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η λεξικοποιημένη δήλωση των βιωμάτων και συναισθημάτων του ομιλητή. Ρήματα και ουσιαστικά, όπως λ.χ. απορώ – απορία, διστάζω – δισταγμός, αποδοκιμάζω – αποδοκιμασία, θαυμάζω – θαυμασμός, αγανακτώ – αγανάκτηση, οργίζομαι – οργή, ειρωνεύομαι – ειρωνεία, επιτίθεμαι – επίθεση, συμπαθώ – συμπάθεια, τρυφερότητα, στοργή, καλοσύνη κ.τ.ό., χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τη στάση και τα συναισθήματα του ομιλητή πιο περιγραφικά, λιγότερο παραστατικά και στατικά περισσότερο σε σχέση με τους χρωματισμούς και την εκφραστικότητα της ανθρώπινης φωνής. Ενας δεύτερος, σημειολογικός καθαρά, τρόπος της γραφής είναι η χρήση των σημείων στίξης.
Παράλληλα προς τα συντακτικά σημεία στίξεως (τελεία, κόμμα, άνω τελεία, παρενθέσεις, παύλες, δίστιγμο, εισαγωγικά προτάσεως), υπάρχουν και τα σχολιαστικά ή κειμενικά σημεία στίξεως (θαυμαστικό, αποσιωπητικά, εισαγωγικά λέξεως). Αυτά ακριβώς τα σχολιαστικά σημεία στίξεως (περισσότερο από τις λεξικοποιημένες δηλώσεις) είναι εκείνα που χρησιμοποιούνται για να σημάνουν στον γραπτό λόγο ό,τι εκφράζουν οι επιτονικές κυμάνσεις της φωνής του ομιλητή.
Ωστόσο, το ζήτημα είναι κατά πόσον τα περιορισμένα σχολιαστικά σημεία στίξεως και ειδικότερα το πολύσημο θαυμαστικό (!) και τα εξίσου πολύσημα αποσιωπητικά (…) επαρκούν να επιτελέσουν σημειολογικά το δύσκολο και λεπτό έργο της σήμανσης των βιωματικών δηλώσεων / συνδηλώσεων / υποδηλώσεων της ανθρώπινης φωνής.
Αμφισημία και παρερμηνεία
Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι το θαυμαστικό (ανάλογα με το γλωσσικό και εξωγλωσσικό περιβάλλον) μπορεί να δηλώνει τόσο την αποδοχή, την επιδοκιμασία και τη θετική γενικά στάση του ομιλητή στα λεγόμενα («Η εξωτερική μας πολιτική στην Κοινότητα απέδωσε επιτέλους καρπούς!») όσο και την αποδοκιμασία, απόρριψη και αρνητική στάση του ομιλητή («Η Τουρκία έμμεσα απειλεί με πόλεμο την Ελλάδα, αν δεν γίνει δεκτή στην Κοινότητα!»), καταλαβαίνει κανείς πόσο αμφίσημη και, γι’ αυτό, δυσερμήνευτη και υποκείμενη σε παρερμηνεία μπορεί να είναι αυτή η σημειολογική χρήση του θαυμαστικού. Και τι σημαίνουν τα αποσιωπητικά σε μια πρόταση του τύπου «Η Αντιπολίτευση άσκησε πάλι εποικοδομητική κριτική…»; Ο γράφων επαινεί ή ειρωνεύεται τη στάση της Αντιπολίτευσης; Τα αποσιωπητικά δηλώνουν θετική ή αρνητική στάση; Απάντηση: Μπορούν να δηλώνουν και τα δύο, έστω κι αν πρόκειται για αντίθετες σημασίες. Θα αποσαφηνισθούν αν αποσαφηνισθούν από το περιβάλλον των λεγομένων.
Ο χώρος δεν επιτρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο στις προεκτάσεις που έχουν οι σημειολογικες ατέλειες της γραφής, δηλαδή η πολυσημία και αμφισημία των σχολιαστικών σημείων στίξεως στον γραπτό λόγο, ιδίως όπου χρειάζεται περισσότερη σαφήνεια. Μήπως είναι καιρός να σκεφθούμε τη δυνατότητα εμπλουτισμού των σημείων στίξεως, δηλώνοντας λ.χ. με κανονικό θαυμαστικό (!) τον θετικό σχολιασμό του ομιλητή και με «ανάποδο» θαυμαστικό σύμβολο ( ) την αρνητική στάση του και κάνοντας κάτι ανάλογο με τα αποσιωπητικά (δύο και τέσσερις τελείες αντιστοίχως); Και κυρίως, μήπως πρέπει να μας απασχολήσει η δυνατότητα διεύρυνσης των σχολιαστικών αλλά και των συντακτικών σημείων στίξεως, αφού λειτουργούν ως οδηγίες ανάγνωσης και κατανόησης του κειμένου;
Γενικότερα, εξάλλου, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ομιλία, ο προφορικός λόγος, είναι η φυσική πραγματικότητα της γλώσσας και ότι η ανθρώπινη φωνή είναι αναντικατάστατη. Αυτό σημαίνει ότι η αγωγή του προφορικού λόγου και δεν εννοώ εδώ μόνον την ανεξήγητα παραμελημένη ορθοφωνία, δηλαδή τη σωστή προφορά της γλώσσας πρέπει να πάρει μια άλλη, πρωτεύουσα, θέση στη διδασκαλία της γλώσσας στο σχολείο. Στη χώρα όπου γεννήθηκε η ρητορική, η τέχνη και η τεχνική του προφορικού λόγου, δεν επιτρέπεται να μην ασκούμε τα παιδιά στο σχολείο να αποκτούν την ικανότητα να μιλούν με ευχέρεια, σωστά και με επιχειρήματα, δηλαδή να μπορούν και να ξέρουν να συζητήσουν. Η ομιλία (η επικοινωνία με την ομάδα, ομιλία<όμιλος) και η συζήτηση (η από κοινού ζήτηση της αλήθειας, συζήτηση<συν-ζητώ) καλλιεργήθηκαν με ιδιαίτερη έμφαση στις ρίζες της ελληνικής παιδείας. Εστω και με καθυστέρηση αιώνων ας υιοθετήσουμε τη διδασκαλία των rhetorics (που είναι η δική μας ρητορική) και του debate που απηχεί, στην αγγλοσαξονική του εξέλιξη, τον ελληνικό διάλογο.