Η γλωσσική εκπαίδευση των μεταναστών
5 Ιουνίου 2018Πόσο «κλασική» είναι η Αγγλική
5 Ιουνίου 2018Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Νέες Εποχές, σ. 59)
6 Ιανουαρίου 2002
* Σκοπός τής επαφικής λειτουργίας είναι να δημιουργήσει την κατάλληλη «επικοινωνιακή ατμόσφαιρα»
Υπάρχουν μορφές επικοινωνίας στην ομιλία μας και ιδιαίτερα στη συνομιλία (discourse) μας, στις οποίες οι λέξεις δεν δηλώνουν νοήματα ή πληροφορίες, αλλά αποτελούν απλώς την αφετηρία μιας επικοινωνιακής επαφής. Συνιστούν ένα κοινωνικοψυχολογικό προκαταρκτικό στάδιο, απαραίτητο για να ακολουθήσει το επικοινωνιακό γεγονός, η πραγματική συνομιλία. Αυτού τού είδους η γλωσσική λειτουργία ονομάστηκε από τον ανθρωπολόγο Bronislaw Malinowski φατική επικοινωνία. (Ας σημειωθεί ότι αυτή η λειτουργία, με βάση το πραγματικό περιεχόμενό της, θα ήταν καλύτερα να αποδοθεί στα Ελληνικά ως επαφική επικοινωνία ή λειτουργία). Σκοπός τής επαφικής λειτουργίας είναι να δημιουργήσει την κατάλληλη «επικοινωνιακή ατμόσφαιρα», ένα κλίμα φιλικής διάθεσης για να πραγματοποιηθεί η συνομιλία. Δείγματα επαφικής λειτουργίας είναι οι διάφορες φράσεις χαιρετισμού, καθώς και οι φράσεις που ακολουθούν αμέσως μετά την ανταλλαγή χαιρετισμών, οι πάγιες τυποποιημένες ευγενικές ερωτήσεις περί τής υγείας και τής εν γένει καταστάσεως τού συνομιλητή και οι δικές του συναφείς απαντήσεις. Τέτοιες φράσεις στην Ελληνική έχουν ένα ιδιαίτερο, «αποκαλυπτικό» γλωσσικά ενδιαφέρον, που ελπίζω να φανεί από όσα θίγονται εν συνεχεία.
Τύποι επαφικής επικοινωνίας είναι στα Ελληνικά οι εξής: (1) Τυπική ερώτηση: «Τι κάνεις / κάνετε;» ή «Τι γίνεσαι / γίνεσθε;» ή «Πώς είσαι / είσθε;». Τυπική απάντηση: «Καλά. Ευχαριστώ». (2) Οταν υπάρχει οικειότητα μεταξύ των συνομιλητών, ο ερωτών χρησιμοποιεί συχνά τον πληθυντικό «ψυχικής συμμετοχής», το α’ πληθυντικό πρόσωπο αντί τού β’! «Τι κάνουμε;» ή «Τι γινόμαστε;» ή «Πώς είμαστε;» ή «Πώς πάμε;». Πρόκειται για πλήρη ανατροπή τού «λογικού» ρυθμιστικού γραμματικού κανόνα, που επιτάσσει να χρησιμοποιούμε το β’ ενικό / πληθυντικό πρόσωπο, όταν απευθυνόμαστε στον συνομιλητή μας. Από τέτοιες χρήσεις είναι φανερό ότι η γλώσσα δεν διέπεται μόνο από λογικές σχέσεις αλλά κι από το συναίσθημα. (3) Αν ο ομιλητής επιλέξει μικρότερο βαθμό οικειότητας στην επαφική ερώτησή του, τότε θα χρησιμοποιήσει το γ’ πρόσωπο: «Τι γίνεται;» (Αλλά όχι και «Τι κάνει;» αντί «Τι κάνεις;»! Η γλώσσα έχει τους δικούς της κανόνες…).
Ωστόσο, το ενδιαφέρον για την επαφική επικοινωνία γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, αν δει κανείς τον τρόπο που επικοινωνούμε οι Ελληνες, έναν τρόπο που επιτρέπει εθνογλωσσικές θεωρήσεις. Μερικές από τις απαντήσεις που χρησιμοποιούμε στην ελληνική επαφική επικοινωνία κινούνται σε μια αισιόδοξη «κλίμακα ευτυχίας»: Τι κάνεις / κάνετε; Καλά – πολύ καλά – πάρα πολύ καλά – θαυμάσια – έξοχα – υπέροχα, με παραλλαγές τού τύπου (πολύ) ωραία – μια χαρά – φίνα κ.ά. Νεότερης ιδίως ηλικίας άτομα χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο αυτή την κλίμακα.
Ατομα μεγαλύτερης ηλικίας με πικρά βιώματα από τη γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο χρησιμοποιούν ένα άλλο φάσμα επαφικών απαντήσεων που κλιμακώνεται από τη συγκρατημένη αισιοδοξία και τους χαμηλούς τόνους, μέχρι την επιφύλαξη, το άγχος και την ανασφάλεια που επιτρέπουν ακόμη και αναφορές στα θεία! Τέτοιες είναι απαντήσεις τού τύπου: Τι κάνεις; / κάνετε; Καλούτσικα – ας τα λέμε καλά – έτσι κι έτσι – και μη χειρότερα – τα φέρνουμε βόλτα – δόξα να ‘χει ο Θεός – δόξα τώ Θεώ να λέμε κ.ά. Το αποκορύφωμα αυτού τού τύπου των απαντήσεων είναι η (άγνωστη και αμετάφραστη σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες) φράση Εδώ, στον αγώνα! (Τι κάνεις; Εδώ, στον αγώνα!). Καθώς και η άλλη εκπληκτική και εξίσου αμετάφραστη σε άλλες γλώσσες φράση, γλωσσική αποτύπωση τού τρόπου ζωής τού ταλαιπωρημένου και συνεχώς εμπερίστατου Ελληνα (που τον έχει ενσαρκώσει με τη χαρακτηριστική κινητικότητά του ο Θανάσης Βέγγος), η φράση τρέχουμε: Τι κάνεις; Τρέχουμε! Σε ανάλογη κατεύθυνση κινούνται και μεταγλωσσικού τύπου απαντήσεις, όπως: Τι κάνεις; Μη τα ρωτάς – Τι να σου λέω – Μη τα συζητάς κ.τ.ό. Τέλος, ενδιαφέρον (κοινωνιογλωσσικό και εθνογλωσσικό) έχουν… υπαρξιακού-οντολογικού τύπου απαντήσεις, όπως: Πώς τα πάμε; Υπάρχουμε! – Ζούμε! – Ψευτοζούμε! – Επιβιώνουμε! – Κυλάμε την παλιοζωή! κ.ά.
Αξίζει να μελετηθεί και ιστορικά πώς έφτασαν οι Ελληνες σε τέτοιες μορφές επαφικής επικοινωνίας. Εχει λ.χ. παίξει ρόλο στη διαμόρφωση και παγίωση τέτοιων επαφικών απαντήσεων μια στρατηγική επικοινωνίας τού Ελληνα τής Τουρκοκρατίας να «κλαφτεί», να υποβαθμίσει την κατάστασή του ώστε να μην προκαλέσει τον φθόνο ή την μήνιν τού κατακτητή ή και να αποφύγει απλώς το κακό μάτι; Μήπως πρόκειται για μια παράδοση επαφικής επικοινωνίας των Ελλήνων που έχει κωδικοποιηθεί στη γλώσσα μας και ενεργοποιείται συχνά από ορισμένης ηλικίας, κοινωνικής ευαισθησίας και κάποιων ανάλογων τραυματικών εμπειριών άτομα;
Οπωσδήποτε, παρά την ποικιλία και την όποια ερμηνεία τής προέλευσής τους, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι όλες οι φράσεις που αναφέραμε συγχρονικά συνιστούν μορφές επαφικής χρήσης τής γλώσσας. Πρόκειται δηλ. για κενές νοηματικού περιεχομένου φράσεις, για «σημασίες χωρίς νόημα» («sense to nonsense»), όπως τις αποκάλεσε χαρακτηριστικά ο γνωστός σημασιολόγος και θεωρητικός τής λογοτεχνίας Ι. Α. Richards. Συγχρόνως, όμως, τέτοιες φράσεις επιτελούν μια λειτουργία τόσο σημαντική στη γλωσσική επικοινωνία, που ο πολύς Roman Jakobson δεν δίστασε, πρώτος αυτός, να την συμπεριλάβει (ως «phatic function») στις βασικές λειτουργίες τής γλώσσας, θεωρώντας ότι αντιστοιχεί σ’ έναν καίριο παράγοντα τής γλωσσικής επικοινωνίας, τον παράγοντα τής επαφής (contact) με τον συνομιλητή.