Η καθ’ ημάς ελληνική διάλεκτος (Σκαρλάτος Βυζάντιος)
5 Ιουνίου 2018Ο διωγμός των λέξεων
5 Ιουνίου 2018Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Νέες Εποχές, σ. 5)
22 Μαρτίου 1998
Αν το να μιλάς για ποίηση, χωρίς να μιλάς για τη γλώσσα, είναι παράλειψη· αν το μιλάς για την ελληνική ποίηση, χωρίς να μιλάς για τη γλώσσα, είναι λάθος· τότε, το να μιλάς για την ποίηση του Ελύτη, χωρίς να μιλάς για τη σχέση του Ελύτη με τη γλώσσα, είναι παρανόηση. Ο ποιητής που χάσαμε πριν από δύο χρόνια (18 Μαρτίου του 1996) ξεχώριζε για το πάθος του για τη γλώσσα γενικά και την ελληνική γλώσσα ειδικότερα, όπως ξεχώρισε και για μια ιδιαίτερη στάση του απέναντι στη γλώσσα της ποίησης, μια στάση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μεταγλωσσική. Εβλεπε τη γλώσσα ως «σημαίνον» της ποίησης αλλά συγχρόνως και ως «σημαινόμενο», καθ’ υπέρβασιν της λειτουργίας της ως απλού εκφραστικού οργάνου. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να εκφραστεί ποιητικά, δηλαδή ως ποιητική μεταγλώσσα, αλλά τη χρησιμοποιεί, όσο κανείς άλλος, και ως αντικείμενο της ποίησής του, δημιουργώντας ένα είδος «μεταγλωσσικής ποίησης». Μ’ αυτή την έννοια ο Ελύτης είναι ο κατεξοχήν «μεταγλωσσικός ποιητής» στην ποίησή μας, χωρίς να είναι και ο μόνος.
Ενα πλήθος αναφορών, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ποίηση του Ελύτη, γίνονται σε γλωσσικές έννοιες, όπως η λέξη, η φράση, το αλφάβητο, ο ήχος (δηλαδή ο φθόγγος), τα φωνήεντα, η προφορά, τα γράμματα, τα λόγια, η γραφή και, πάνω απ’ όλα, η ελληνική γλώσσα. Η αντίληψη του Ελύτη, όπως και του Σεφέρη και άλλων δημιουργών και έξοχων χειριστών της δημοτικής, για τον ενιαίο χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας ως εκφραστικής συνέχειας των Ελλήνων, και ειδικότερα η πίστη του Ελύτη στην υφή της γλώσσας ως ήθους και ως αξίας πέρα από τη χρήση της ως οργάνου επικοινωνίας φαίνονται καθαρά σε ένα από τα καλύτερα κείμενα του ποιητή, στον «Λόγο στην Ακαδημία της Στοκχόλμης». Γράφει ο Ελύτης: «Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. […] Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος. […] Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει».
Κι αν αυτά τα λέει το 1979, είκοσι χρόνια νωρίτερα, το 1959, δημοσιεύοντας το «Αξιον εστί», διαγράφει ποιητικά τη διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας από τον Ομηρο έως το Βυζάντιο κι από κει έως τον Σολωμό (για τον οποίον ο Ελύτης πίστευε ότι μπόρεσε «να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος»). Γράφει στο «Αξιον εστί»: «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική […] Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου […] ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δοξα Σοι […] με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων. Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Υμνου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Υμνου».
Ο Ελύτης βλέπει την ποίηση ως μια πράξη επικοινωνίας σε επίπεδο ανθρωπιάς, «μια συναλλαγή εκτός εμπορίου», που περνάει μέσα από τη λέξη. Σχολιάζοντας την ποιητική φράση του Εμπειρίκου «πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου», λέει: «Μέσα σ’ αυτή τη διπλή κίνηση βρίσκεται διατυπωμένη, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία, η αντίληψη που βγάζει από τον άνθρωπο, τον ποιητή». Η λέξη για τον Ελύτη, με τη βαρύτητα που έχει στον μικρόκοσμο του ποιήματος, είναι η βάση της γλωσσικής έκφρασης και συχνά μιλάει γι’ αυτήν στα κείμενά του, ποιητικά και πεζά. Ετσι λ.χ. σ’ ένα ξέσπασμα πικρίας για τη μικρή απήχηση που έχει η ποίηση στα χρόνια μας γράφει: «Τριάντα αιώνες και πλέον ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μία λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιον τρόπο που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούργιες, αδοκίμαστες στροφές. Ιδού που για πρώτη φορά η λειτουργία αυτή σταμάτησε. Είμαστε πανέτοιμοι για τη βλακεία» (Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σ. 13).
Στο «Αιγαιοδρόμιον», στο ταξίδι του πνευματικού πλου του Οδυσσέα Ελύτη που επιγράφεται «Ο μικρός ναυτίλος» και που είναι, νομίζω, ένα «εγχειρίδιο ποιήσεως» με θεωρητικές θέσεις του Ελύτη για την ποίηση και υποδειγματικές εφαρμογές, το μόνο εφόδιο που διαλέγει συμβολικά για το ταξίδι του είναι οι λέξεις: «Οταν άνοιξα τον Οδηγό μου, κατάλαβα. Μήτε σχεδιαγράμματα, μήτε τίποτα. Μόνο λέξεις. Αλλά λέξεις που οδηγούσαν μ’ ακρίβεια σ’ αυτό που γύρευα». Κι ο γλωσσικός οπλισμός που διαλέγει για το ταξίδι του είναι, βεβαίως, λέξεις που δηλώνουν έννοιες-κλειδιά της ποίησης του Ελύτη: δαμάσκηνο, δαφνόφυλλο, δελφίνι, δεντρολίβανο, δίκταμο, διοσμαρίνι, δίχτυα, δόλωμα, δροσιά, δυόσμος, δώμα, εικόνισμα, εκκλησάκι, Ελένη, ελιά, ερημονήσι, ευκάλυπτος, ζέφυρος, ζαργάνα, ήλιος, ηχώ, θάλασσα, θαλασσοπούλι, θαλασσοσπηλιά, θρούμπα, θυμιατό κλπ. Αλλού θα μιλήσει για αμπέλια-λέξεις και θα παίξει με την παρήχηση, με τη μουσική δηλαδή και τον συμβολισμό, των γλωσσικών φθόγγων: «Θα φυτέψω αμπέλια-λέξεις. Θα κτίσω Ανάκτορα μ’ αυτά που μου δίνεις ν’ αγαπώ. Από την Ηγησώ θα φτάσω στην Αγία Αικατερίνη. Γη και ειρήνη θα φέρω». Στα «Ανώτερα Μαθηματικά» του, που έμαθε ο ποιητής στο «Σχολείο της Θάλασσας», δίνει το εξής αξίωμα για την αξία της λέξης στην ποίηση: «Οπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Οπου προεξέχει το βουνό από τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα».
Δεν έχουμε εδώ τον απαιτούμενο χώρο για να δώσουμε περισσότερα δείγματα της μεταγλωσσικής ποίησης του Ελύτη, όπως αναδύεται από φράσεις όπως «Μια μεταγλώττιση του ήχου, που κάνουν παφλάζοντας τα μικρά κύματα […] θα μπορούσε πολλά να μας αποκαλύψει» ή «Μάθε να προφέρεις σωστά την πραγματικότητα» ή «Σήματα στον αέρα: ζήτα-ήτα-ωμέγα» ή «Υ.- το πιο ελληνικό γράμμα. Μια υδρία» ή «Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το πως κοιτάζω απ’ το παράθυρο, αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα που πασχίζω να βάλω σ’ ενέργεια με την πρόθεση ν’ αρμόσω λέξεις ή φράσεις και την απώτερη φιλοδοξία, ιάμβους και τετράμετρα». Ολα από τον «Μικρό ναυτίλο».
Η ευαισθησία του Ελύτη για την ελληνική γλώσσα πηγάζει από μια στενότερη επαφή του με ποιητικά ιδίως κείμενα της αρχαιότητας, του Βυζαντίου (υμνογραφικά), του Νεότερου Ελληνισμού κι από μια βαθύτερη αίσθηση γλωσσικής ιθαγένειας, περηφάνιας και αρχοντιάς γλωσσικής που διέπει όλο του το έργο, ποιητικό και πεζό. Η τόλμη του στη χρήση της ελληνικής γλώσσας προέρχεται από ένα «θάρρος», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, που του έδωσε το είδος της ποίησης που έγραψε. Αυτό του επέβαλε και την υπέρβαση της συμβατικής γλώσσας μαζί με την υπέρβαση του ποιητικού του στοχασμού: «το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει». Μπορεί να ξενίζουν μερικούς ποιητικές φράσεις όπως «τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα, στη συνείδησή μου έσταξα λεμόνι» ή «η νικήσαντας τον Αδη», αλλά ο Ελύτης είναι κατηγορηματικός: «Δεν παίζω με τα λόγια». Και ειλικρινής: «Με επέκριναν επειδή χρησιμοποιώ ορισμένες σπάνιες λέξεις. Θέλω το κείμενο να είναι εντελώς παρθενικό και απομακρυσμένο από τη χρήση των λέξεων. Θα πήγαινα κάμποσο μακριά για να πω ότι το θέλω αντίθετο προς την καθημερινή χρήση».