Τα ετυμολογικά τού πολέμου
5 Ιουνίου 2018Το Λεξικό στη διδασκαλία τής γλώσσας
5 Ιουνίου 2018Η Ακαδημία έχει την ευκαιρία να προσφέρει εθνικής σημασίας έργο, μέσα στον ρόλο και τους σκοπούς της, συντάσσοντας ένα «Λεξικό των νέων λέξεων τής Ελληνικής»
Πληροφορήθηκα με πραγματική χαρά ότι το Υπουργείο Οικονομικών χορήγησε στην Ακαδημία Αθηνών ένα σημαντικό ποσό για την εκπόνηση ενός Λεξικού. Μπράβο στον Υπουργό. Σωστή χειρονομία, εθνικής σημασίας. H Ακαδημία επωμίζεται, για δεύτερη φορά, ένα πολύ δύσκολο, υπεύθυνο και σύνθετο επιστημονικό έργο, όπως η σύνταξη ενός Λεξικού, που μπορεί να την «δοξάσει» ή να την εκθέσει ανεπανόρθωτα. Για να προστατεύσει το κύρος της η Ακαδημία και να διαλύσει τις εντυπώσεις που έχουν προκληθεί εις βάρος της από την έκδοση ενός Λεξικού τής Ελληνικής που δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί (ο α´ τόμος εκδόθηκε το 1933 και μέχρι σήμερα έφθασε μέχρι το λήμμα δαχτυλωτός), οφείλει αυτή τη φορά να συλλάβει ρεαλιστικά και να σχεδιάσει σωστά το είδος τού Λεξικού που μπορεί πραγματικά να φέρει εις πέρας, προσφέροντας χρήσιμες υπηρεσίες στον Ελληνα και στην ελληνική γλώσσα. Το «δις εξαμαρτείν» δεν θα ταίριαζε στο κύρος τής Ακαδημίας, που αδιαμφισβήτητα περιλαμβάνει στους κόλπους της κορυφαία επιστημονικά και πνευματικά αναστήματα τής χώρας μας. Οι γραμμές που ακολουθούν γράφονται από ένα γλωσσολόγο που έχει εργασθεί σκληρά στον χώρο τής ελληνικής λεξικογραφίας και τής ελληνικής γλώσσας. Σκοπός μου – και υποχρέωσή μου – είναι να βοηθήσω με τις σκέψεις, τις εκτιμήσεις και τις προτάσεις μου στην επιτυχία τού νέου εγχειρήματος τής Ακαδημίας Αθηνών και να συμβάλω στο να προληφθούν τυχόν αστοχήματα.
O σχεδιασμός και το αποτέλεσμα
Ας διασαφήσουμε εν πρώτοις μια πλάνη που έχει επικρατήσει για το Λεξικό τής Ακαδημίας για πολλά χρόνια. Το ότι η Ακαδημία δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το εξαιρετικά φιλόδοξο έργο της δεν οφείλεται σε ανικανότητα τού επιστημονικού δυναμικού της (από το Ιστορικό Λεξικό τής Ακαδημίας έχει περάσει ό,τι καλύτερο διέθετε η χώρα σε γλωσσολόγους), αλλά στον εξωπραγματικό σχεδιασμό που ακολούθησε τότε. Αποφασίστηκε δηλ. στην αρχή να συνταχθεί ένα Λεξικό ολόκληρης τής ελληνικής γλώσσας (αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας)! Μετά από ωριμότερες σκέψεις, αποφασίστηκε να συνταχθεί ένα λεξικό μόνο τής N. Ελληνικής, αλλά εξίσου γιγάντιο έργο, αφού θα ήταν όχι συγχρονικό αλλά Ιστορικό Λεξικό, όχι δε μόνο τής Κοινής Ελληνικής αλλά και όλων των ιδιωμάτων/διαλέκτων τής Νέας Ελληνικής! H σύνταξη ενός τέτοιου Λεξικού προϋποθέτει να έχει καταγραφεί συστηματικά α) το λεξιλόγιο τής Κοινής Ελληνικής (πράγμα εφικτό), αλλά β) το λεξιλόγιο όλων των ιδιωμάτων και διαλέκτων τής N. Ελληνικής (πράγμα εξαιρετικά χρονοβόρο, πρακτικά δύσκολο και τελικά ανέφικτο σε σχέση με τις δυνάμεις που διατέθηκαν). Κι αν ακόμη οι δύο αυτές προϋποθέσεις είχαν πληρωθεί, η σύνταξη κάθε λήμματος τού Λεξικού (που περιλαμβάνει όχι μόνο την ετυμολογία τής λέξης, αλλά και όλους τους τύπους με τους οποίους έχει χρησιμοποιηθεί στις διαλέκτους/ιδιώματα και όλες τις σημασίες που πήρε σ’ αυτά) απαιτεί επίπονη επιστημονική έρευνα, που για μεγαλύτερα λήμματα έχει τις απαιτήσεις επιστημονικής πραγματείας. Στην πράξη ούτε οι προϋποθέσεις εξασφαλίστηκαν, ούτε ο μεγάλος αριθμός επιστημονικών δυνάμεων που απαιτεί ένα τέτοιο έργο υπήρξε ούτε ο κατάλληλος συντονισμός, ούτε τα απαιτούμενα κονδύλια. Το Λεξικό δεν προχώρησε. Ωστόσο, καταγράφηκε και υπάρχει μεγάλο μέρος – ίσως το μεγαλύτερο – τού διαλεκτικού θησαυρού τής ελληνικής γλώσσας που είναι καταγεγραμμένο στα εκατομμύρια των δελτίων τού Αρχείου τού Ιστορικού Λεξικού τής Ακαδημίας (που άρχισαν τελευταία να ψηφιοποιούνται ηλεκτρονικά). Το τελευταίο – και μόνο του – αποτελεί τεράστια προσφορά τής Ακαδημίας, ύψιστης επιστημονικής και εθνικής σημασίας απόκτημα.
Επί τού προκειμένου. Τι είδους Λεξικό μπορεί να συνταχθεί και να αποτελέσει πραγματική προσφορά τής Ακαδημίας Αθηνών; Τώρα πια, όχι ένα ερμηνευτικό λεξικό. Υπάρχουν ήδη, όπως είναι γνωστό, τέσσερα τουλάχιστον καλά ερμηνευτικά λεξικά: Δύο εκτεταμένα αναλυτικά λεξικογραφικά έργα, το «Λεξικό Μπαμπινιώτη» (B’ έκδοση 2003) και το «Λεξικό τού Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη» (1998), και δύο μικρότερης έκτασης λεξικογραφικά έργα, το «Λεξικό Κριαρά» (1993) και το «Μείζον Λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη» (έκδοση 1997). Αυτά πληρούν με τρόπο απόλυτα ικανοποιητικό τις ανάγκες τού Ελληνα αναγνώστη ως προς τη σημασία, τη χρήση, ακόμη και την ετυμολογία των λέξεων τής Νέας Ελληνικής. Το καθένα με τη φυσιογνωμία του και την ιδιαίτερη προσφορά του. Ενα «πέμπτο» ερμηνευτικό λεξικό τής N. Ελληνικής δεν θα είχε να προσφέρει τίποτε σπουδαίο ή ιδιαίτερα χρήσιμο, ενώ θα διέτρεχε πάντα τον κίνδυνο να συγκρίνεται προς αυτά τα δοκιμασμένα, καλοδουλεμένα, συστηματικά λεξικογραφικά έργα, σε σχέση με τα οποία δεν θα ήταν επ’ ουδενί τιμητικό για την Ακαδημία να εμφανισθεί ενδεχομένως ότι υστερεί. Αντ’ αυτού η Ακαδημία έχει την ευκαιρία να προσφέρει εθνικής σημασίας έργο, μέσα στον ρόλο και τους σκοπούς της, συντάσσοντας ένα «Λεξικό των νέων λέξεων τής Ελληνικής».
H ουσιαστική και πρακτική προσφορά
Εξηγούμαι: Τις τελευταίες δεκαετίες και στις μέρες μας με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς δημιουργούνται ή εισάγονται στην Ελληνική πλήθη νέων λέξεων ως απόδοση νέων πραγμάτων και εννοιών ή και επιστημονικών όρων ευρείας χρήσεως στην επικοινωνία μας. Πολλές από αυτές, οι περισσότερες, είναι ξένης προελεύσεως και έχουν αποδοθεί στην Ελληνική πρόχειρα, συχνά με περισσότερες από μία λέξεις για την ίδια σημασία. Οι λέξεις αυτές, καλοσχηματισμένες ή μή, δηλωτικές ή μή, εύστοχες ή άστοχες, μπαίνουν στο λεξιλόγιό μας και βαθμηδόν παγιώνονται. Συχνά με τον ξενικό τους τύπο. Θα προσέφερε μέγα έργο η Ακαδημία Αθηνών στη χώρα μας και στη γλώσσα μας αν κατέγραφε συστηματικά το υλικό αυτό και αν, με τις επιστημονικές προσωπικότητες κύρους που διαθέτει προέτεινε σε όλους σχεδόν τους κλάδους, ή επέλεγε την καταλληλότερη λέξη με την οποία πρέπει να δηλώνεται στα Ελληνικά αυτή ή εκείνη η έννοια, αυτός ή εκείνος ο όρος. (Το κάνει ήδη υποτυπωδώς με ένα «Γραφείο τής Ακαδημίας», το οποίο όμως με τις πενιχρές δυνάμεις του – έχει δύο μόνο επιστημονικά στελέχη (;) – δεν μπορεί να αναλάβει το έργο που εισηγούμαι).
Ένα τέτοιο έργο είναι αυτό που θα περίμενε κανείς από μια Ακαδημία, που μπορεί «να έχασε το τρένο» ενός ερμηνευτικού λεξικού, αλλά μπορεί να κερδίσει το έπαθλο μιας ουσιαστικής, πρακτικής, μακροπρόθεσμης και ευρείας χρήσεως λεξικογραφικής προσφοράς, ένα έργο που μόνο η Ακαδημία έχει τις διεπιστημονικές δυνάμεις, το κύρος αλλά και την υποχρέωση να επιτελέσει. Τέλος, το εκλεκτό επιτελείο των συντακτών τού Λεξικογραφικού Κέντρου, αν δεν χρησιμοποιηθεί για το προαναφερθέν έργο, μπορεί, αξιοποιώντας το υλικό τού Αρχείου, να συντάξει σε ορατό χρόνο και ένα «Λεξικό των λέξεων των ιδιωμάτων τής N. Ελληνικής», που το χρωστάει η Ακαδημία σε αντιστάθμισμα τού Λεξικού που άρχισε αλλά δεν ολοκληρώθηκε.
H ιστορία τού Λεξικού
Στα φιλόδοξα σχέδια τής ελληνικής φιλολογικής και γλωσσικής επιστήμης συγκαταλέχθηκε, σε στιγμές ευφορίας αλλά και εθνικής έξαρσης, η σύνταξη λεξικού ολόκληρης τής ελληνικής γλώσσας. Συγκεκριμένα, το 1908, με πρωτοβουλία και εισήγηση τού Γεωργίου Χατζιδάκι, η κυβέρνηση τού Ελευθερίου Βενιζέλου συνέστησε «Επιτροπεία», που θα συνέτασσε λεξικό όλης τής ελληνικής γλώσσας – αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας. H έκδοση τού λεξικού προβλεπόταν να πραγματοποιηθεί 13 χρόνια αργότερα, το 1921, ώστε να αρχίσει με αυτήν πανηγυρικά ο εορτασμός τής εκατονταετηρίδας τής εθνικής παλιγγενεσίας, δηλ. των 100 χρόνων από την Επανάσταση τού 1821.
Την ίδια περίοδο, μετά την επιτυχία που σημείωσαν η ριζικά ανανεωμένη 7η (1882) και η 8η (1897) έκδοση τού Λεξικού τής αρχαίας Ελληνικής τής Οξφόρδης από τους Liddell και Scott, σχεδίαζαν στην Αγγλία τη σύνταξη ενός νέου Θησαυρού τής ελληνικής γλώσσας, που θα έφθανε ώς τις αρχές τού 7ου μ.X. αιώνα. Βάση του Θησαυρού τής Ελληνικής θα ήταν το λεξικό των Liddell και Scott και πρότυπό του ο αντίστοιχος Θησαυρός τής Λατινικής Γλώσσας. Επρόκειτο για ένα άλλο φιλόδοξο σχέδιο τής ξένης, αυτή τη φορά, φιλολογικής επιστήμης, που, όπως παρατήρησε χαρακτηριστικά τότε ο Η. Diels, θα έπρεπε να καταλάβει έκταση 120 τόμων, μια και η παραδεδομένη ελληνική φιλολογία υπολογίζεται πως είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από τη λατινική.Στην πράξη, και τα δύο αυτά φιλόδοξα σχέδια σύντομα εγκαταλείφθηκαν, για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε πιο ρεαλιστικά εγχειρήματα.
Το 1933 εκδίδεται ο πρώτος τόμος τού Ιστορικού Λεξικού τής Ακαδημίας Αθηνών (όπου υπήχθη το Λεξικό από το 1927). Ζώντος ακόμη του Χατζιδάκι εκδίδεται ο δεύτερος τόμος (1939), ενώ έναν χρόνο μετά τον θάνατό του εκδίδεται (το 1942) και ο τρίτος τόμος. Εκτοτε έχουν εκδοθεί τμηματικώς ο τέταρτος (1953-1980) και ο 5ος τόμος.
Με το Ιστορικό Λεξικό τέθηκαν οι βάσεις τής επιστημονικής λεξικογραφίας, αφού με την έκδοση τού α´ τόμου για πρώτη φορά συντάχθηκε λεξικό με αυστηρώς επιστημονικές προδιαγραφές των λημμάτων. Για πρώτη φορά οργανώθηκαν συστηματικά και εξαντλητικά τα ερμηνεύματα (σημασίες) κάθε λήμματος με παράλληλη χρήση παραδειγμάτων.
Για πρώτη φορά σε ελληνικό λεξικό έγινε συστηματική προσπάθεια για επιστημονική ετυμολόγηση των νεοελληνικών λέξεων. Για πρώτη φορά αντιμετωπίστηκαν ακανθώδη ζητήματα τής ιστορικής ορθογραφίας. Για πρώτη επίσης φορά αντιμετωπίστηκε συστηματικά η λεξικογραφική αξιοποίηση συνωνύμων και αντωνύμων (αντιθέτων). Γενικότερα με την έκδοση τού Ιστορικού Λεξικού γίνεται ευρύτερα αντιληπτό ότι η σύνταξη λεξικού είναι ζήτημα καθαρώς επιστημονικό και απαιτεί ειδική μέθοδο και ειδικές γνώσεις.
Το Βήμα: Νέες Εποχές, 21 Σεπτεμβρίου 2003