οἴκοθεν – οἴκοι – οἴκαδε: Από τη σύνθεση στην ανάλυση

Η Ελληνική αντιπροσωπεύει ―μαζί με την αρχαία Ινδική και τη Χεττιτική― την παλαιό-τερη μορφή τής κοινής των Ινδοευρωπαίων γλώσσας, τής λεγομένης Ινδοευρωπαϊκής, που ήταν (όσο γνωρίζουμε από τη Συγκριτική Γλωσσολογία) κατ’ εξοχήν συνθετική γλώσσα.
Δήλωνε δηλαδή πολλές γραμματικές σημασίες με καταλήξεις (ληκτικά μορ-φήματα) ενταγμένες στο όνομα ή στο ρήμα.
Η αρχαία Ελληνική ξεκίνησε από τέτοια δομική μορφή, για να εξελιχθεί βαθμηδόν σε αναλυτικότερη γλώσσα (όπως είναι η Νέα Ελληνική), χωρίς όμως να χάσει ποτέ τελείως τον συνθετικό της χαρακτήρα. Το πλήθος των καταλήξεων τού ονόματος και τού ρήματος μαρτυρεί τού λόγου το αληθές.

Ωστόσο, και στην Ελληνική έγιναν μεταδομήσεις τού πτωτικού συστήματος, που οδήγησαν σε «συγκρητισμό» των πτώσεων και ―σε νεότερους χρόνους― σε αναλυτικές δηλώσεις με τη χρήση προθέσεων.

Έτσι ο τύπος οἴκοθεν, που δήλωνε την αφαιρετική πτώση («από τον οίκο»), εξέλιπε. Τη θέση του πήρε η γενική πτώση οἴκου και αργότερα η εμπρόθετη ἀπὸ τοῦ οἴκου, που εξελίχθηκε σε σύνταξη με αιτιατική: ἀπὸ τὸν οἶκο(ν).
Το ίδιο συνέβη και με τον τύπο οἴκοι, που δήλωνε την τοπική πτώση (= ἐν τῷ οἴκῳ). Η τοπική πτώση συγχωνεύθηκε («συγκρητίσθηκε») με τη δοτική (οἴκοι = οἴκῳ) και, αργότερα, δηλώθηκε αναλυμένα: οἴκῳ ⟶ ἐν τῷ οἴκῳ ⟶ εἰς τὸν οἶκο(ν).

Τέλος, συνθετικοί τύποι όπως το οἴκαδε, που δήλωναν την «εις τόπον κίνηση», εκφράστηκαν αναλυτικά: εἰς / πρὸς τὸν οἶκον. Γενικότερα, η μορφολογική (γραμματική) συγχώνευση πτώσεων (αφαιρετική + γενική > γενική – τοπική + οργανική + δοτική > δοτική – γενική + δοτική > γενική) και η αναλυτική δήλωσή τους με προθέσεις (από την πόλη – στην πόλη) επικράτησαν εν πολλοίς και στην ελληνική γλώσσα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ελληνική ξεκίνησε με οκτώ πτώσεις στην κλίση των ονομάτων (των οποίων σώζονται τα ίχνη σε τύπους όπως οίκοθεν, οίκοι, οίκαδε), για να εξελιχθεί σε σύστημα με πέντε πτώσεις στην κλασική Ελληνική και να καταλήξει σε σύστημα με τέσσερεις πτώσεις στη Νέα Ελληνική.

Για μία ακόμη φορά είναι φανερή η διαδικασία απλοποίησης τού συστήματος (από τις οκτώ πτώσεις στις πέντε, από τις πέντε στις τέσσερεις) μέσα σε ένα πλαίσιο όπου τίποτε δεν «χάνεται» ως σημασία (λειτουργία), αλλά συγχωνεύεται μορφικά, έτσι ώστε με ένα (μορφικό ή μορφολογικό) στοιχείο να δηλώνονται περισσότερες σημασίες (λειτουργίες).

Έτσι, η γενική δήλωσε στους κλασικούς χρόνους ό,τι αρχικά δήλωναν η αφαιρετική και η γενική.
Με άλλα λόγια, η γενική ως τύπος, ως μορφή δήλωσε δύο ση-μασίες / λειτουργίες, ενώ ο τύπος τής δοτικής δήλωσε τρεις, την τοπική, την οργανική και τη δοτική.
Στη Νέα Ελληνική, εξάλλου, ο τύπος τής γενικής δηλώνει συχνά και τη σημασία τής δοτικής. Η «αποθέωση» τής οικονομίας στη γλώσσα!

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο