Και όμως είναι ελληνικές…
5 Ιουνίου 2018Ο «ποιητής τής γλώσσας» (Οδ. Ελύτης)
5 Ιουνίου 2018Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Νέες Εποχές, σ. 4-5)
2 Απριλίου 2000
Ποιους ενοχλεί η αλήθεια
Ερώτημα: Αν δώσουμε σ’ έναν υποψιασμένο Ελληνα πολίτη να διαβάσει δύο προεκλογικά πολιτικά κείμενα, ένα γραμμένο από πολιτικό που ανήκει στο κυβερνών κόμμα κι ένα κείμενο πολιτικού τής αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα καταλάβει ο αναγνώστης ποιο κείμενο είναι από πολιτικό τού ΠαΣοΚ και ποιο από πολιτικό τής Νέας Δημοκρατίας; Η απάντηση (που βγαίνει από μια πολύ περιορισμένη δειγματοληπτική έρευνα) είναι θετική: η ρητορική τού πολιτικού λόγου των δύο κομμάτων, όπως εμφανίζεται στην προεκλογική περίοδο, είναι αναγνωρίσιμη και ταυτίσιμη. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν ορισμένες στάσεις στα θέματα που απασχολούν τον πολίτη, ορισμένες συνθηματοποιημένες πάγιες φράσεις, ορισμένες λέξεις-κλειδιά και ένα γενικότερο ύφος εκφράσεως, μια ρητορική των εκατέρωθεν πολιτικών κειμένων που αποκαλύπτουν την πολιτική ταυτότητα τού συντάκτη τους, πράγμα που αναμένεται από τη θεωρία τής γλωσσικής επικοινωνίας και την πρακτική τής λειτουργίας τού πολιτικού λόγου. Μέσα στη ρητορική τού πολιτικού λόγου, κι όταν ακόμη υπάρχει σύμπτωση των πολιτικών επιλογών, για προφανείς λόγους εμφανίζεται από τους μεν ως μη υπάρχουσα και από τους δε ως οικειοποίηση δικών τους θέσεων, προγραμμάτων και προτάσεων. Στελέχη τής Ν. Δημοκρατίας δεν παραλείπουν στον πολιτικό τους λόγο να επαναλαμβάνουν ότι το ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει τις δικές τους αρχές και θέσεις, ενώ στελέχη τού ΠΑΣΟΚ τονίζουν ότι τα δικά τους προγράμματα, τις δικές τους προτάσεις σε διάφορα θέματα οικειοποιείται το κόμμα τής αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πειθώ και συνθήματα
Πώς λειτουργεί όμως η ρητορική τού πολιτικού λόγου; Ο πολιτικός, ως δημιουργός προφορικού ή γραπτού κειμένου, απευθύνεται στον πολίτη-ακροατή ή τον πολίτη-αναγνώστη, χρησιμοποιώντας διαφορετικές τακτικές ανάλογα με το αν είναι ομοϊδεάτες, αντιφρονούντες ή ουδέτεροι/αναποφάσιστοι. Αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι πώς λειτουργεί ο αποδέκτης τού πολιτικού λόγου, δηλ. ο πολίτης-ψηφοφόρος, πράγμα που είναι η βάση και το καθοριστικό πρόβλημα κάθε Πολιτείας και, κατ’ επέκταση, κάθε κοινωνίας. Αν μια Πολιτεία, μέσα από την Εκπαίδευση, μέσα από τους θεσμούς (Διοίκηση), μέσα από τις κοινωνικές της δομές και λειτουργίες (όπως είναι λ.χ. τα Μέσα Ενημέρωσης) δεν έχει δημιουργήσει υπεύθυνους, κριτικά σκεπτόμενους, ευαίσθητους και συνειδητοποιημένους πολίτες, τότε ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε επικοινωνία τού πολιτικού με οπαδούς και αντιπάλους, δηλ. με προαποφασισμένους έως φανατικούς και με πολιτικά εγκλωβισμένους ψηφοφόρους, για τους οποίους συχνά το στενό προσωπικό συμφέρον (η απόκτηση δύναμης επιρροής, ο διορισμός ενός συγγενικού προσώπου σε μια δημόσια θέση κ.τ.ό.) γίνεται κύριο κριτήριο για το τι θα ψηφίσει στις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλες μετακινήσεις ψηφοφόρων και τα υψηλά ποσοστά αναποφάσιστων στις εκλογές βρίσκονται κυρίως σε περιοχές (μεγάλα αστικά κέντρα), όπου, κατά κανόνα, υπάρχουν περισσότερο πολιτικά προβληματισμένοι και ευαισθητοποιημένοι πολίτες, με κριτική στάση απέναντι στη ρητορική τού πολιτικού λόγου.
Ο πολιτικός λόγος, περισσότερο από άλλες μορφές γλωσσικής επικοινωνίας, αποσκοπεί στο να οδηγήσει σε πράξη: στο να ψηφίσει ο πολίτης αυτό ή εκείνο το κόμμα που θα κυβερνήσει τη χώρα ή θα αποτελεί τη φωνή του στο Κοινοβούλιο. Οι στρατηγικές που έχει στη διάθεσή του είναι κυρίως δύο: η λογική επικοινωνιακή προσέγγιση και η βιωματική (συγκινησιακή). Η πρώτη είναι η δύσκολη στρατηγική τής πειθούς, η δεύτερη είναι η ευκολότερη στρατηγική τού συνθήματος. Ιδανική για τον πολιτικό λόγο είναι η στρατηγική τής πειθούς, συνδυασμένη με περιορισμένης εκτάσεως συγκινησιακές απηχήσεις. Ο πολιτικός λόγος τής πειθούς είναι αποδεικτικός λόγος. Στηρίζεται στο επιχείρημα, στην απόδειξη τής αλληλουχίας πράξεων και υποσχέσεων που συνιστά την αξιοπιστία τού πολιτικού λόγου, σε μελετημένο σχεδιασμό με συγκεκριμένα προγράμματα, σε καθαρό περίγραμμα αρχών και θέσεων, σε δημιουργικές και αποτελεσματικές προτάσεις που μπορούν να επιλύσουν σημαντικά και υπαρκτά προβλήματα τού πολίτη καθώς και σε οράματα που μπορούν να εμπνεύσουν τον πολίτη. Από την άλλη μεριά, ο πολιτικός λόγος τού συνθήματος ενεργοποιεί και εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα τού πολίτη: φόβους, άγχος, αγανάκτηση, μίσος, φανατισμό, συμπάθεια, χαρά, ευφορία, ενθουσιασμό, συναισθήματα υπεροχής και δύναμης, συναισθήματα αδικίας, καταπίεσης κ.λπ. Συνθήματα, όπως λ.χ. εκείνο τού ΠΑΣΟΚ για μια πολιτική υποστήριξης των «μη προνομιούχων» ή η επαγγελία τής Ν.Δ. για «καλύτερες μέρες», περνώντας μέσα από τα συναισθήματα τού πολίτη γεννούν έντονες προσδοκίες, πολιτικά αξιοποιήσιμες, δηλ. εξαργυρώσιμες σε ψήφους. Συνήθης τακτική στη ρητορική τού πολιτικού λόγου που απευθύνεται στο συναίσθημα τού ψηφοφόρου είναι η κινδυνολογία: η πρόκληση φόβου από ποικίλους επερχόμενους κινδύνους, τους οποίους καλείται να αποτρέψει ο πολίτης, ψηφίζοντας συγκεκριμένο κόμμα.
Ο κομματικός λόγος
Η ρητορική τού πολιτικού λόγου χρησιμοποιεί αντίθετες τακτικές, ανάλογα αν ανήκει στο κόμμα που κυβερνά ή στα κόμματα τής αντιπολίτευσης. Είναι πλήρως καταξιωτική στον πολιτικό λόγο τού κυβερνώντος κόμματος και εντελώς απαξιωτική στον λόγο τής αντιπολίτευσης. Τα πάντα έχουν καλώς στον κυβερνητικό πολιτικό λόγο (κατά παραχώρησιν μπορεί να γίνεται αόριστα λόγος για κάποιες αδυναμίες ή ελλείψεις ή και αστοχήματα)· τα πάντα βαίνουν κατά κρημνών σύμφωνα με τον πολιτικό λόγο τής αντιπολίτευσης (πάλι κατά παραχώρησιν μπορούν να αναγνωρισθούν κάποια ελάχιστα θετικά βήματα). Ο κυβερνητικός λόγος μιλάει καταξιωτικά για σημαντικό έργο που έχει συντελεστεί· για γνώση των θεμάτων και για πείρα· για επιτυχείς χειρισμούς· για σοβαρότητα και εγκυρότητα στην άσκηση τής πολιτικής· για ανάγκη συνέχισης και ολοκλήρωσης τού κυβερνητικού έργου που βρίσκεται εν εξελίξει κ.λπ. Ο αντιπολιτευτικός πολιτικός λόγος είναι προβλέψιμα απαξιωτικός: ανυπαρξία έργου από το κυβερνών κόμμα· άγνοια των θεμάτων, απειρία, ανικανότητα χειρισμών, έλλειψη σοβαρότητας, κύρος μηδέν, πλήρης αναξιοπιστία κ.λπ. Αυτή η σύγκρουση τής πλήρως καταξιωτικής και τής πλήρως απαξιωτικής ρητορικής κλονίζει τελικά την αξιοπιστία τού πολιτικού λόγου στη συνείδηση των κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, ικανοποιεί δε μόνο την ψυχολογία των πολιτών-οπαδών, οι οποίοι αρέσκονται και στο τέλος εθίζονται να ακούν ό,τι συμφωνεί με τις πολιτικές επιλογές τους.
Με τέτοιες δεσμεύσεις και δουλείες των πολιτικών, που οφείλονται και στη σχετικά όψιμη πολιτική παιδεία στον τόπο μας, η οποία δεν έχει ακόμη ξεπεράσει τη νοοτροπία τού ρουσφετιού και διχαστικούς διαχωρισμούς τού τύπου «οι δικοί μας και οι άλλοι», ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα έχει πάρει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή τού κομματικού λόγου. Πρόκειται για έναν στρατευμένο πολιτικό λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί μια ρητορική εύκολα προβλέψιμη και, γι’ αυτό, χαμηλής πληροφορητικότητας και μικρού ενδιαφέροντος. Ενα αίσθημα κορεσμού, μια δυσαρέσκεια που φθάνει ακόμη και σε απέχθεια προς την πολιτική, προς τους πολιτικούς και προς τον πολιτικό λόγο είναι, νομίζω, εν πολλοίς απόρροια τής συνειδητοποίησης ότι ο πολιτικός δεν αρθρώνει δικό του λόγο, δεν μιλάει αυθόρμητα και ελεύθερα, δεν έχει τη δυνατότητα δημόσιας διαφορετικής γνώμης από εκείνη τού κόμματος και τού αρχηγού του και, επομένως, παράγει έναν προκατασκευασμένο και εξ υπαρχής δεσμευμένο λόγο. Με την έννοια αυτή, η ρητορική ενός κομματικά δεσμευμένου πολιτικού λόγου καταλήγει σε μια μορφή ξύλινης γλώσσας, σ’ έναν άκαμπτο, ξηρό, απαρέγκλιτο και υποταγμένο λόγο. Δεν είναι η μορφή τής γλώσσας (λεξιλόγιο, γραμματικοί τύποι, σύνταξη) που κάνει την ξύλινη γλώσσα. Το περιεχόμενο τού πολιτικού λόγου, οι προθέσεις, η συμμόρφωση σε προδιαγεγραμμένα οχήματα και δομές σκέψης είναι που γεννά και το γλωσσικό ύφος το οποίο χαρακτηρίζεται ως ξύλινη γλώσσα. Φυσικά πρέπει κι αυτό να το πούμε υπάρχουν πολιτικοί, άτομα περισσότερο παρά κομματικές παρατάξεις, οι οποίοι προσπαθούν βγαίνοντας και έξω από τα όρια που περιχαρακώνουν τον πολιτικό λόγο να αρθρώσουν έναν προσωπικό πολιτικό λόγο, λιγότερο ή ελάχιστα κομματικό. Είναι οι «αιρετικοί» κάθε κόμματος, που από άλλους θεωρούνται γενναίες μορφές κι από άλλους απείθαρχοι, αντιρρησίες και προβληματικοί. Αργά ή γρήγορα τέτοιοι πολιτικοί βρίσκονται ή εξωθούνται εκτός κόμματος ή, όπως έχει λεχθεί, «θέτουν εαυτούς εκτός…».
Αυτό που παρατηρείται στον πολιτικό μας λόγο και που μειώνει τη σημασία του είναι ένας φαύλος κύκλος: οι πολιτικοί μάς λένε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε, γιατί οι ίδιοι οι πολίτες τους αναγκάζουμε να λένε ό,τι θέλουμε να ακούσουμε. Οι πολιτικοί δεν τολμούν να πουν ενοχλητικές αλήθειες ή να πράξουν όταν είναι στην εξουσία ό,τι θα ενοχλήσει τους πολίτες-ψηφοφόρους, έστω κι αν είναι το σωστό. Οι πολίτες δεν αντέχουμε να ακούσουμε δυσάρεστες ή ενοχλητικές αλήθειες. Πρόκειται για το περίφημο πολιτικό κόστος που αποτελεί φραγμό στον πολιτικό μας λόγο και στην πολιτική πράξη γενικότερα. Πόσοι πολίτες θα ακούσουμε ευχάριστα μορφές πολιτικού λόγου που θα υποστηρίξουν αύξηση των φορολογικών μας επιβαρύνσεων (έστω και με δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών) ή αύξηση τού χρόνου εργασίας μας ή πιο αυστηρή παιδεία σε όλα τα επίπεδα τής Εκπαίδευσης ή αποκρατικοποιήσεις ζημιογόνων ΔΕΚΟ ή ό,τι τελοσπάντων θα έθιγε τα ατομικά μας συμφέροντα; Ολα αυτά καταλήγουν σ’ ένα ζητούμενο που είναι η επίτευξη μεγαλύτερης ωριμότητας δημιουργών και αποδεκτών τού πολιτικού μας λόγου, ωριμότητα πολιτικών και πολιτών.
Στα λεχθέντα ας προσθέσουμε και τον πολιτικό λόγο που παράγεται από δημοσιογράφους τής ηλεκτρονικής κυρίως αλλά και τής έντυπης δημοσιογραφίας. Δημοσιογράφοι που ασκούν με θάρρος και με γνώση το έργο τους χωρίς τις παρεμβάσεις καναλαρχών , με τις ερωτήσεις που θέτουν, κάνουν ώστε να παράγεται ένας πολιτικός λόγος, ο οποίος δείχνει προβληματισμό, μπαίνει στην ουσία των πραγμάτων, εκφράζει με παρρησία αλήθειες συχνά ενοχλητικές, χρησιμοποιεί ή αντικρούει επιχειρήματα, χρησιμοποιεί δηλ. αποδεικτικό λόγο, διατυπώνει ή απαιτεί προτάσεις, επιμένει σε θέματα αρχών, με λίγα λόγια ένας πολιτικός λόγος ποιότητας. Αυτό σημαίνει ότι δεν λείπουν οι πολιτικοί οι οποίοι μπορούν να αρθρώσουν ποιοτικό, δηλ. γνήσιο και δημιουργικό, πολιτικό λόγο, όταν τους δοθούν ανάλογα κίνητρα ή ερεθίσματα. Σήμερα όλο και περισσότεροι πολίτες αυξάνουν τις απαιτήσεις τους από τους πολιτικούς, ξεπερνούν τη συνθηματολογία, την υποσχεσιολογία και τον αμφίσημο ή κενού περιεχομένου πολιτικό λόγο και ζητούν να μάθουν χωρίς περιστροφές τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει για τον τόπο. Μήπως αυτό δείχνει ότι έχει αρχίσει να σπάζει ο φαύλος κύκλος τής ρητορικής τού πολιτικού μας λόγου; Η γλώσσα που επιλέγουν οι αρχηγοί
Στο πλαίσιο τής ρητορικής τού πολιτικού λόγου μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες μορφές ύφους που χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται από τους ηγέτες πολιτικών κομμάτων τής χώρας μας. Τηρουμένων των αναλογιών, θεωρώ ότι ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής και σήμερα ο Κώστας Σημίτης αλλά και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και παλαιότερα ο Κώστας Μητσοτάκης ακολούθησαν στον πολιτικό τους λόγο μια ρητορική διαφορετική από εκείνη τού Ανδρέα Παπανδρέου και τού σημερινού αρχηγού τής Ν. Δημοκρατίας, τού Κώστα Καραμανλή. Οι πρώτοι επέλεξαν τη ρητορική τής πειθούς, με πολιτικό λόγο λιτό, μεστό και συγκρατημένο σε συνθήματα και χαρακτηρισμούς. Οι δεύτεροι στον (αντιπολιτευτικό) πολιτικό λόγο τους χρησιμοποίησαν ή χρησιμοποιούν περισσότερο τον βιωματικό λόγο, λεκτικά πληθωρικό, με έντονο το στοιχείο τής διαμαρτυρίας, τής καταγγελίας και τής αντιπαράθεσης. Στο ύφος τού πολιτικού λόγου των πρώτων θα μπορούσαν να ενταχθούν τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών ο πολύς Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κωστής Στεφανόπουλος (όταν ήταν αρχηγός κόμματος), στη ρητορική τού πολιτικού λόγου τής δεύτερης ομάδας θα εντασσόταν ο Γέρος τής Δημοκρατίας, ο Γεώργιος Παπανδρέου. Σε μια ενδιάμεση μορφή ρητορικής τού πολιτικού λόγου ανήκουν ο Λεωνίδας Κύρκος, έξοχος πολιτικός ρήτορας, και πολιτικοί όπως ο θυμόσοφος Χαρίλαος Φλωράκης, η ασυμβίβαστη Αλέκα Παπαρήγα, ο μαχητικός Δημήτρης Τσοβόλας κ.ά.
Στη ρητορική τού πολιτικού λόγου κύριο ρόλο, επιτελεστικό των επικοινωνιακών προθέσεων των πολιτικών, παίζει η γλώσσα. Ενα πλήθος εννοιών και νοημάτων, γλωσσικά εκφρασμένων, κυκλούται στον πολιτικό λόγο. Αλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό περιεχόμενο, ανάλογα με το ποιος μιλάει για ποιον, γίνεται συχνή αναφορά σε λέξεις τού πολιτικού λεξιλογίου, όπως πρόγραμμα, αρχές, προτάσεις, όραμα, έργα, πολιτική/πολιτικές, πολιτικός λόγος κ.ά. Η ΟΝΕ και η μετα-ΟΝΕ περίοδος, το Χρηματιστήριο, η ελεύθερη αγορά, η οικονομία, τα ΚΠΣ, ο κρατισμός, οι ιδιωτικοποιήσεις και αποκρατικοποιήσεις, τα όρια τής φτώχιας, η ανεργία, οι θέσεις εργασίας, οι παροχές, οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι φορολογικές ελαφρύνσεις δίνουν και παίρνουν. Η αξιοκρατία, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η περίθαλψη, η υγεία και η κοινωνική ασφάλεια, ο δικομματισμός, η πόλωση, τα διαπλεκόμενα, η σύγκλιση, η συναίνεση, η σύγκρουση, η αξιοπιστία και η αναξιοπιστία, ο εκσυγχρονισμός, οι δημοσκοπήσεις, η εκλογολογία, η αλαζονεία τής εξουσίας, το ανθρώπινο πρόσωπο, τα ίδια πρόσωπα, πρώτα ο άνθρωπος, πρώτα ο πολίτης, ο δογματισμός, ο λαϊκισμός, η ήρεμη πολιτική δύναμη είναι λέξεις που συνθέτουν το πολιτικό μας λεξιλόγιο. Ακόμη και λεκτικές ανακατατάξεις και επινοήσεις επιχειρούνται που θυμίζουν παλαιότερους «κρυπτικούς νεολογισμούς», όπως ο ετεροχρονισμός, η αναδόμηση κ.τ.ό. Ετσι, πρόσφατα, η προσπάθεια διαχωρισμού των ορίων από τον φιλελευθερισμό (τού Κ. Μητσοτάκη) και τον συντηρητικό λαϊκισμό (τού Μιλτ. Εβερτ) αφ’ ενός και η παράλληλη επιδίωξη προσπορισμού τού Κέντρου και κάποιων ψηφοφόρων του αλλά όχι και τού πολιτικά φορτισμένου αυτού ονόματος οδήγησε τη Ν. Δημοκρατία στον νεολογισμό τού «μεσαίου χώρου» (ενός πολιτικού χώρου, που σκόπιμα παρακάμπτει παλαιότερους ή τρέχοντες όρους όπως δεξιά, κεντροδεξιά, φιλελεύθερη και νεοφιλελεύθερη παράταξη, συντηρητική παράταξη κ.λπ.).