Φωνήεντα εναντίον... φωνηέντων

Συντάχθηκε στις . Καταχωρήθηκε στο Λεξιλογικά

Έκκρουση φωνηέντων: έκθλιψη – αφαίρεση – αποκοπή

Κατά τη συνάντηση δύο φωνηέντων μέσα στη φράση (τέλος μιας λέξης – αρχή άλλης), π.χ.

                                το + άφησε, με + είδε, το + έδωσε, του + είπε, μου + έφερε

το ισχυρότερο από τα δύο εκκρούει, δηλ. αποβάλλει ή, αλλιώς, κάνει να μην προφέρεται το λιγότερο ισχυρό ή αδύνατο φωνήεν. Έτσι αποφεύγεται η κακοφωνία που γεννά η προφορά δύο αλλεπάλληλων φωνηέντων σε διαφορετικές συλλαβές. Ως αποτέλεσμα, έχουμε:

                                τ’ άφησε, μ’ είδε, το ’δωσε, του ’πε, μου ’φερε

Ανάλογα με τη θέση τού εκκρουόμενου (σιγώμενου ή αποβαλλόμενου) φωνήεντος, διακρίνουμε τις εξής περιπτώσεις: έκθλιψη (όταν εκκρούεται το ληκτικό φωνήεν τής προηγούμενης λέξης), αφαίρεση ή αντίστροφη έκθλιψη (όταν εκκρούεται το αρχικό φωνήεν τής επόμενης λέξης). Η απουσία τού φωνήεντος που εκκρούεται τόσο στην έκθλιψη όσο και στην αφαίρεση δηλώνεται σημειολογικά με τη χρήση τής αποστρόφου [’]:

                                Tα ’δωσε όλα στους φίλους του.                [αφαίρεση / έκκρουση τού ε από το α]

                                T’ άκουσες αυτό προσεκτικά;     [έκθλιψη / έκκρουση τού ο από το α]

                                Του ’πε ότι θα φύγει.      [αφαίρεση / έκκρουση τού ει / i / από το ου / u / ]

Διαφορετική από την έκθλιψη είναι η αποκοπή, κατά την οποία στον γρήγορο προφορικό λόγο σιγάται (σαν να «αποκόπτεται») το ληκτικό φωνήεν μιας λέξης, όχι μπροστά από φωνήεν, όπως με την έκθλιψη, αλλά μπροστά από σύμφωνο:

                                φέρε το > φέρ’ το, από τους φίλους > απ’ τους φίλους

Λέξεις που υφίστανται κανονικώς έκκρουση στη γρήγορη ομιλία είναι, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, οι προσωπικές αντωνυμίες που λήγουν σε φωνήεν (με – μου, σε – σου, το – του – τα) και συνεκφέρονται με ρήματα. Οι λέξεις αυτές αποκαλούνται «εγκλιτικά». Επίσης, έκκρουση στον προφορικό λόγο παρατηρείται μερικές φορές στα άρθρα το, τα, όταν ακολουθεί ουσιαστικό που αρχίζει από φωνήεν (π.χ. τ’ άλογο, τ’ ανίψια μου).[1]

 ΠΡΟΣΟΧΗ!

Τα άλλα προβλήματα που θα έχουμε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε με αυτή τη ρύθμιση είναι… (αντί: Τ’ άλλα, θα ’χουμε, ν’ αντιμετωπίσουμε, μ’ αυτή)

Σε αυτές τις περιπτώσεις… (αντί: σ’ αυτές) κ.ά.

*Η συναίρεση είναι φαινόμενο τής Αρχαίας Ελληνικής, κατά το οποίο δύο συνεχόμενα φωνήεντα συγχωνεύονται σε ένα μακρό φωνήεν (κατά κανόνα διαφορετικό από τα συμβαλλόμενα), π.χ. φάος > φῶς, δηλό-ομεν > δηλοῦμεν, κινέ-ετε > κινεῖτε. Τέτοιου είδους φαινόμενα δεν παρατηρούνται στη Νέα Ελληνική και, επομένως, η χρήση τού όρου συναίρεση για τις φωνητικές μεταβολές τής Νέας Ελληνικής δεν είναι κατάλληλη.

Εκτύπωση