Ο πολιτικός μας λόγος

Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Νέες Εποχές)

04 Οκτωβρίου 2009

Αυτές τις μέρες ακούστηκε άφθονος πολιτικός λόγος. Δεκάδες υποψηφίων όλων των κομμάτων παρήγαγαν μεγάλες ποσότητες πολιτικού λόγου. Συνολικά παρήχθη τεράστιας χρονικής εκτάσεως πολιτικός λόγος, τόσο από τα Μέσα ευρείας ενημέρωσης (ηλεκτρονικά και έντυπα) όσο και από τις ομιλίες που πραγματοποιήθηκαν ζωντανά σε προεκλογικές και άλλες συγκεντρώσεις. Όσα μειονεκτήματα κι αν έχουν οι Εκλογές έχουν ένα καθοριστικό πλεονέκτημα: συνιστούν την καρδιά τού δημοκρατικού πολιτεύματος, αφού δεν νοείται δημοκρατία που δεν στηρίζεται στην εκπεφρασμένη βούληση τού λαού. Σωστή λειτουργία τής δημοκρατίας όμως σημαίνει έντιμη ενημέρωση τού πολίτη για τις θέσεις και τα προγράμματα των κομμάτων, που ζητούν να τον εκπροσωπούν στη Βουλή, να αποφασίζουν γι' αυτόν και να καθορίζουν τη ζωή του. Και, βεβαίως, η δημοκρατία δεν λειτουργεί χωρίς πολιτικό διάλογο, που επιτρέπει να φανούν οι διαφορετικές θέσεις και προτάσεις των κομμάτων, οι λύσεις που προτείνουν και οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν έναντι των πολιτών. Έτσι, μοιραία, κατα την εκλογική διαδικασία παράγεται και προάγεται ο πολιτικός λόγος, ο οποίος κρίνεται και αξιολογείται από τους πολίτες.

 Με την πρόσφατη αυτή εμπειρία και με τον λόγο των πολιτικών να ηχεί ακόμη στ' αφτιά μας, είναι εύλογα και επίκαιρα τα ερωτήματα: τι είδους πολιτικός λόγος αναπτύχθηκε στη χώρα μας αυτόν τον καιρό; Ποια η ποιότητά του, ποια η συμβολή του στην ενημέρωση των πολιτών και, γενικά, σε ποιον βαθμό αποτελεί πρόοδο ή οπισθοδρόμηση στα πολιτικά πράγματα τής χώρας; Δηλώνω εξαρχής ότι η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι στον τομέα αυτόν σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος. Ο πολιτκός μας λόγος βελτιώθηκε. Θεωρώ δε ότι αυτό είναι σημαντικό γεγονός για τον πολιτικό μας βίο και την ποιότητα τής δημοκρατίας μας. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω αυτή την εκτίμηση και ως πολίτης αλλά και ως γλωσσολόγος.

 Θεωρώ χαρακτηριστικό δείγμα ποιοτικού πολιτικού λόγου (δυστυχώς όχι και πολιτικού δια-λόγου) τη δημόσια ομιλία που οργανώθηκε με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς. Η εκφορά τού λόγου, η νοηματική αλληλουχία (συνετικότητα) και η γλωσσική αλληλουχία (συνοχή) τού λόγου τους, η ανάπτυξη επιχειρημάτων (όσο επέτρεπε ο ελάχιστος καθορισμένος χρόνος), η λογική στήριξη και η βιωματική (όπου χρειάστηκε) υποστήριξη, η καθαρότητα των θέσεων, η πολυφωνία που αναδύθηκε και οι ουσιώδεις προβληματισμοί, ο ηυξημένος βαθμός πειθούς, οι χαμηλοί τόνοι, η έλλειψη αισθητού βερμπαλισμού, η κόσμια αντιπαράθεση, η ανυπαρξία σχεδόν γλωσσικών αστοχημάτων και η χρήση διευρυμένου, απαιτητικού λεξιλογίου, όλα αυτά μαζί έδωσαν στον αφανάτιστο ακροατή μια πολύ θετική εικόνα πολιτικού λόγου που δεν είναι και πολύ συνηθισμένη στη χώρα μας. Δεν ακούστηκαν «κραυγές», φτηνά κομματικά συνθήματα, λόγοι προσβλητικοί και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο. Ανιθέτως, η πολυφωνία των απόψεων και η κριτική –συχνά δριμεία– που ασκήθηκε (έστω και με κάποιες υπεργενικεύσεις και σχηματοποιήσεις λόγω και τού πολύ περιορισμένου χρόνου) έδωσαν νόημα και περιεχόμενο στον πολιτικό λόγο, εφόσον τελικά πέτυχε να προβληματίσει τον ακροατή, να αναδείξει άγνωστες πλευρές των θεμάτων, να φωτίσει άλλες και, το κυριότερο, να δώσει αφορμή και υλικό στον ψηφοφόρο να κρίνει αντιτιθέμενες προτάσεις, εκτιμήσεις και λύσεις.

 Υπήρξε, βεβαίως, μια εμφανώς αδύνατη πλευρά στις ομιλίες των επικεφαλής: ο λόγος δεν έγινε ζωντανός διά-λογος. Δεν έγινε "ντιμπέιτ", δηλ. τηλεμαχία, που προϋποθέτει τη ζωντανή αντίδραση, ανταπάντηση, αμφισβήτηση, γενικά το στοιχείο των βιωματικών ερωταποκρίσεων. Αυτή η αμοιβαιότητα τού εκρηκτικού δια-, που δια-χωρίζει, δια-ψεύδει, δια-φωνεί, δια-κρίνει, δια-λέγεται, ενίοτε και δια-πληκτίζεται (η πραγματική σημασία τού ξενικού debate!), έλειψε –όπως νοείται εδώ– από τους έξι, ενώ υπήρξε σε ικανή έκταση στον διάλογο των δύο πολιτικών αρχηγών και στις τηλεοπτικές συζητήσεις αρκετών υποψηφίων.

 Επίσης, με δημοσιογράφους έμπειρους στη διεξαγωγή και διεύθυνση πολιτικού διαλόγου, σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε ποιοτικός πολιτικός λόγος και διάλογος, ιδίως όταν οι υποψήφιοι πολιτικοί άνδρες και γυναίκες ξέφευγαν από την παγίδα και την ευκολία των τυποποιημένων διατυπώσεων, οπότε παρήγετο ουσιώδης πολιτικός λόγος, με επισημάνσεις, προβληματισμούς και αναλύσεις των προβλημάτων. Άλλοτε αναδεικνυόταν η πείρα των παλαιοτέρων και άλλοτε υπερίσχυε η φρεσκάδα τής σκέψης και ο ρομαντισμός των νεοτέρων.

Αυτό που θα ήθελα γενικότερα να παρατηρήσω είναι ότι περιορίστηκε δραστικά μέχρι εξαλείψεως η ξύλινη γλώσσα –ακόμη και από πολιτικούς χώρους που κατέφευγαν συχνότερα σ' αυτή. ΄Ετσι αρθρώθηκε πολιτικός λόγος με προβολή θέσεων, προτάσεων, πιθανών λύσεων που είναι φυσικό –και κατεξοχήν γνώρισμα τής δημοκρατίας– να καταλαμβάνουν ένα ευρύτερο φάσμα. Ακόμα πιο χρήσιμη είναι η δημόσια κριτική που ασκήθηκε από και σε πρόσωπα και κόμματα με διαφορετικές ιδεολογίες, αναφορές και πολιτικές αντιλήψεις.

 Δεν έχω καμία διάθεση να εξιδανικεύσω τα πράγματα. Δεν αμφισβητώ κάποια επίδειξη ρητορικής ικανότητας (που ως ικανότητα είναι και χάρισμα) όπως και κάποια τακτική υπόρρητης διατύπωσης προθέσεων (που είναι και μορφή στρατηγικής), στοιχεία που δεν λείπουν άλλωστε από τη συνήθη –διεθνή μάλιστα– πρακτική τού πολιτικού διαλόγου. Αλλά όταν κατακλυζόμαστε από σωρεία αρνητικών παραδειγμάτων, από άθλιες καταστάσεις και από ό,τι συνεχώς μάς πληγώνει, τότε όπου υπάρχει και λιγοστό φως, κάποια πηγή ανάσας και ακτίνες αισιοδοξίας, αυτά τα στοιχεία πρέπει να επισημαίνονται, να αναγνωρίζονται και να αναδεικνύονται. Θεωρώ ευοίωνο σημάδι το γεγονός ότι άρχισε ήδη να αρθρώνεται στη χώρα μας σοβαρός, υπεύθυνος, μεστός πολιτικός λόγος από όλες τις πλευρές.

 

Εκτύπωση Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο