Λόγος για τη χαμένη μας παρρησία
7 Ιουνίου 2018Για τον πολιτισμό ούτε λέξη!
7 Ιουνίου 2018Μαζί με όλους τούς συμπατριώτες μας αναρωτιέμαι κι εγώ πώς οι Ευρωπαίοι ιστορικά και συνειδησιακά πέρασαν από την «Ελλάδα τού φιλελληνισμού» σε μια «Ελλάδα τού ανθελληνισμού». Πώς συνέβη η πάλαι ποτέ «Ελλάδα-σύμβολο» να γίνει μια «Ελλάδα-αποδιοπομπαίος τράγος»; Τι έφταιξε στο να μεταβληθεί η «Ελλάδα-αντικείμενο σεβασμού» σε «Ελλάδα-αντικείμενο χλεύης»; Πώς μια μικρή αλλά καταξιωμένη στη συνείδηση των Ευρωπαίων χώρα μετετράπη σε μια χώρα απαξιωμένη σε ανησυχητική κλίμακα.
Είναι μόνο η οικονομική εξαθλίωση τής χώρας σε δημοσιονομικό επίπεδο μαζί με την αναδυόμενη δυσοσμία τής διαφθοράς σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, που μάς εξέθεσαν ανεπανόρθωτα; Είναι μόνο τα «στατιστικά μαγειρέματα» που μάς απαξιώνουν ηθικά, καταβυθίζοντας την αξιοπιστία μας; Είναι η υπερχρέωσή μας συνδυασμένη με μια προκλητική καλοπέραση και ξεγνοιασιά των Ελλήνων, που γέννησαν τον φθόνο των μονίμως οικονομικά πιεσμένων Ευρωπαίων; Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί ξένων πολιτικών ανδρών και αξιωματούχων τής Ενωμένης Ευρώπης, οι προπηλακισμοί μεγάλης μερίδας τού Ξένου Τύπου, η χλεύη τού (λαϊκού) περιοδικού Focus ως αποκορύφωμα, αυτά όλα είναι ξαφνικές εκρήξεις μπροστά σε μια οικονομική κατάρρευση που απειλεί την Ελλάδα και που φοβούνται οι εταίροι μας μήπως συμπαρασύρει την οικονομική σταθερότητα ολόκληρης τής Ευρώπης; Ή είναι μόνο, όπως ελέχθη, μια συγκυριακή απουσία στην Ευρώπη ικανής, εμπνευσμένης και εμπνέουσας ηγεσίας που πλήττει σήμερα την Ελλάδα και δι’ αυτής την ίδια την ιδέα τής Ενωμένης Ευρώπης;
Δεν έχω ούτε την πρόθεση ούτε τις γνώσεις να αμφισβητήσω ή να ελαχιστοποιήσω τη σημασία τού οικονομικού παράγοντα στην απαξίωση τής Ελλάδος. Ωστόσο, φρονώ ότι αυτή η αναντίρρητα υπαρκτή αιτία δεν είναι παρά η κορυφή τού παγόβουνου. Τα πραγματικά αίτια απαξίωσης τής Ελλάδος είναι βαθύτερα και υφέρποντα τις τελευταίες δεκαετίες. Διότι δεν μπορεί κανείς εύκολα να εξηγήσει πώς ο σεβασμός και η αγάπη που έτρεφαν παλαιότερα για τον ελληνικό πολιτισμό, για τον Ελληνισμό και την Ελλάδα κολοσσοί τής γερμανικής επιστήμης με διεθνές κύρος, όπως ο μεγαλύτερος κλασικός φιλόλογος τής Ευρώπης ο Γερμανός Ulrich von Wilamowitz ή ο Γερμανός ιδρυτής τής Βυζαντινολογίας Karl Krumbacher ή ο Γερμανός φιλόλογος και φιλόσοφος καθηγητής Werner Jaeger, ο συγγραφέας τού κλασικού έργου Paideia (Die Formung des griechischen Menschen), πώς όλος αυτός ο ενθουσιασμός και η ελληνολατρία ξέφτυσαν βαθμηδόν σ’ έναν διάχυτο αρνητισμό απέναντι στη χώρα μας και στους Έλληνες.
Και πώς συμβαίνει ακόμη να κλείνουν η μία μετά την άλλη οι έδρες ελληνικών σπουδών στα πανεπιστήμια τής Δυτικής Ευρώπης, με τελευταίες να κινδυνεύουν σήμερα οι έδρες στο Καίμπριτζ και στο King’s College τού Λονδίνου; Γιατί φθίνουν, είναι αλήθεια, οι ελληνικές σπουδές στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια; Είναι μόνο η έλλειψη χρηματοδότησης και ο περιορισμένος αριθμός φοιτητών ή το πρόβλημα ξεκινάει από μια αίσθηση ότι αυτές οι σπουδές δεν σημαίνουν πια τίποτε για τους Ευρωπαίους;
Συναντάμε πια στην Ευρώπη ή στην Ελλάδα ή αλλού νεότερους σε ηλικία Ευρωπαίους και Ευρωπαίες που να σού απαγγέλλουν περήφανα κάποιους στίχους τού Ομήρου ή τού Σοφοκλή ή ένα απόσπασμα τού Πλάτωνος ή τού Θουκυδίδη, όπως συνέβαινε πολύ συχνά στο παρελθόν; Όχι! Προτείνω, λοιπόν, να πιάσουμε το νήμα από αυτό ακριβώς το σημείο και να ξετυλίξουμε από εδώ το κουβάρι τής αποκοπής αρχικά και τής άγνοιας και απαξίωσης, εν τέλει, τής Ελλάδας και των Ελλήνων.
Έχω γράψει επανειλημμένως στις φιλόξενες στήλες τού Βήματος ότι έχουν βαθμηδόν χαθεί οι φυσικοί υποστηρικτές μας, οι φίλοι έως και «πνευματικοί εραστές» τής Ελλάδος, που δεν ήταν άλλοι από τις χιλιάδες των νέων ανθρώπων οι οποίοι ως μαθητές στα Γυμνάσια-Λύκεια τής Ευρώπης διδάσκονταν τα ανθρωπιστικά γράμματα, μάθαιναν τις κλασικές γλώσσες και λογοτεχνίες, γνώριζαν και εκτιμούσαν τους αντίστοιχους πολιτισμούς (ελληνικό και ρωμαϊκό). Αυτοί οι νέοι που είχαν έλθει σε επαφή με τον ελληνικό στοχασμό, τις ανθρωπιστικές αξίες, τους ελληνικούς πολιτειακούς θεσμούς, τη φιλοσοφία, την υψηλή τέχνη, τον δυτικό γενικά πολιτισμό όπως ξεκίνησε από τον ελληνικό ορθό λόγο και τη ρωμαϊκή διοίκηση και νομοθεσία και βεβαίως με τον χριστιανισμό που διαδόθηκε με το ελληνικά γραμμένο Ευαγγέλιο, αυτοί οι νέοι ήταν γνώστες και θαυμαστές μιας παιδείας που είχε άμεση αναφορά στην Ελλάδα και στον πολιτισμό της, σε προσωπικότητες και μυθικές μορφές των Ελλήνων, μιας Ευρώπης με ρίζες, με πνευματική ιστορία και με όνομα. Στη θέση αυτής τής Παιδείας και τής Εκπαίδευσης, τα τελευταία χρόνια –με την ανοχή τη δική μας, των Ιταλών, των Γάλλων, των Αγγλων, των Γερμανών και άλλων Ευρωπαίων με παράδοση στα ανθρωπιστικά γράμματα– κυριάρχησε μια χρησιμοθηρική αντίληψη για το περιεχόμενο και τους σκοπούς τής Εκπαίδευσης, προερχόμενη κυρίως από απαίδευτους τεχνοκράτες, μια αντίληψη που μετρούσε και μετράει τα πάντα με οικονομικούς δείκτες, με δείκτες πρακτικής και οικονομικά εξαργυρώσιμης γνώσης, με αποθέωση τής γνώσης των Η/Υ, τής γνώσης τής Αγγλικής (εις βάρος τής πολύτιμης γλωσσικής πολυμορφίας) και, γενικότερα, τής απόκτησης εξαργυρώσιμων πληροφοριών σε διάφορους κλάδους. Έτσι εκδιώχθηκαν από την ευρωπαϊκή εκπαίδευση τα ανθρωπιστικά κλασικά γράμματα και η κοινή πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά τής Ευρωπαϊκής Αναγέννησης.
Αποτέλεσμα: οι Ευρωπαίοι τα τελευταία χρόνια ούτε τις ρίζες και την πολιτιστική παράδοση και ταυτότητα τής Ευρώπης γνωρίζουν, ό,τι δηλ. βαθύτερα και ουσιαστικά τους συνδέει, ούτε καμία γνώση και συμπάθεια τρέφουν για χώρες και λαούς όπως οι Έλληνες, τους οποίους γνωρίζουν πλέον μόνο από τα δελτία ειδήσεων τής τηλεόρασης και ενίοτε από τουριστικές πληροφορίες. Μια ποδοσφαιρική νίκη από ελληνική ομάδα ή μια τρομοκρατική ενέργεια στην Αθήνα, μια ενοχλητική διαδήλωση ή μια υπόθεση διαφθοράς είναι συνήθως ό,τι φθάνει εις γνώσιν τους και ανάλογα είναι πλέον τα αισθήματα που τρέφουν για την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Αν λοιπόν δεν αγωνιστούμε –με μακροπρόθεσμη στρατηγική και κατάλληλες συμμαχίες– να επανέλθει η ανθρωπιστική παιδεία στα ευρωπαϊκά σχολεία, όχι μόνο για να αλλάξει η αντίληψη για τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά για να ξαναβρεί η ευρωπαϊκή εκπαίδευση τις ρίζες και τις ιστορικές και ιδεολογικές αναφορές και αξίες της και αν δεν εξασφαλιστεί παράλληλα μια επαγγελματική διέξοδος μέσα από τη διδασκαλία των ανθρωπιστικών γραμμάτων στην Εκπαίδευση, μια διέξοδος δηλ. που θα οδηγήσει νέους ανθρώπους να ακολουθήσουν ανθρωπιστικές σπουδές και να ξαναζωντανέψουν έτσι τα αντίστοιχα Τμήματα στα Πανεπιστήμια, τότε όποια οικονομική ανάκαμψη και ανάπτυξη κι αν γίνει στη μικρή Ελλάδα δεν θα οδηγήσει ποτέ από μόνη της σε μια ουσιαστική αναβάθμιση τής εικόνας της στο εξωτερικό που γεννιέται αβίαστα σε όσους εξ απαλών ονύχων είχαν την ευκαιρία να έλθουν σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό.
Τέλος, έστω και μέσα από αυτή την πικρή εμπειρία που ζούμε πρέπει ως χώρα να πιστέψουμε, να σχεδιάσουμε και να δώσουμε έμφαση και προτεραιότητα στην καλλιέργεια και προβολή τού πολιτισμού μας, συμπεριλαμβανομένου, βεβαίως, τού σύγχρονου πολιτισμού μας (γιατί δεν μπορούμε, φυσικά, να ζούμε μόνο με αναφορές στο παρελθόν !). Και κυρίως πρέπει να βρούμε τρόπους να προβάλλουμε συνεχώς τον πολιτισμό μας, αρχαίο, βυζαντινό και νέο, στο εξωτερικό, ξανακερδίζοντας το κύρος, την απήχηση και την εκτίμηση των Ευρωπαίων Εταίρων. Είναι το μόνο που μπορεί να βοηθήσει μακροπρόθεσμα σε μια διαφορετική αντιμετώπιση τής χώρας μας ακόμη και στο οικονομικό επίπεδο.
Σήμερα πληρώνουμε ακριβά τη μακρόχρονη πολιτική αβελτηρία μας να υποβαθμίζουμε σταθερά εντός Ελλάδος το μόνο πολύτιμο κεφάλαιο που διαθέτουμε σ’ αυτή τη γωνιά τής γης, τον διαχρονικό πολιτισμό μας. Με τα ψιχία τού προϋπολογισμού που δαπανούμε γι’ αυτόν μέσα στη χώρα και, κυρίως, με τα ψιχία που διαθέτουμε για την προβολή τού ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό, πρώτοι εμείς απαξιώνουμε αυτή τη χώρα. Γι’ αυτό και είμαστε άξιοι τής τύχης μας, μόνο που δεν αξίζει την ίδια τύχη κι αυτή η πατρίδα, αυτός ο τόπος ο μικρός ο μέγας.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 7 Μαρτίου 2010