Κριτική μιας άκριτης και ά-χαρης κριτικής. ΤΑ ΝΕΑ, 23 Ιουλίου 2005 (για Γ. Χάρη)
4 Μαΐου 2018Γλωσσικά ανθρώπινα δικαιώματα
4 Μαΐου 2018
Ενας κλασικός φιλόλογος, ο κ. Δ. Μαρωνίτης, επιστράτευσε έναν νεοελληνιστή, τον καθηγητή κ. Ρ. Mackridge, κι έναν γλωσσολόγο της αγγλικής γλώσσας, τον καθηγητή κ. Στ. Ευσταθιάδη, να κρίνουν τον α’ τόμο της Γραμματικής της Νέας Ελληνικής που συντάξαμε πέντε ειδικοί γλωσσολόγοι: ο γράφων από κοινού με τον επίσης καθηγητή της γλωσσολογίας στο Παρίσι κ. Χρ. Κλαίρη, σε συνεργασία με τους γλωσσολόγους κ. Αμαλία Μόζερ, κ. Αικ. Μπακάκου – Ορφανού και κ. Στ. Σκοπετέα. Λόγω μιας προϊστορίας στις μεταξύ μας σχέσεις για το γλωσσικό και για θέματα της παιδείας μας, γνωστής στους αναγνώστες του «Βήματος», θα περίμενα να μην είναι ο κ. Μαρωνίτης αυτός που θα αναλάμβανε την πρωτοβουλία μιας κριτικής της Γραμματικής μας. Λόγοι δεοντολογίας, επίσης, θα επέβαλλαν η επιλογή των κριτών να γινόταν ανάμεσα σε ειδικούς γλωσσολόγους της Ελληνικής και να μη περιοριζόταν μόνο σε μη ειδικούς και μόνο σε αρνητικά διακειμένους κριτές. Ούτε η επιβαλλόμενη ευαισθησία υπήρξε ούτε η στοιχειώδης δεοντολογία τηρήθηκε. Ετσι υπονομεύθηκε αφ’ εαυτής και εξ υπαρχής η δήθεν αντικειμενική κριτική που πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει ο κ. Μαρωνίτης, επαγγελλόμενος (ορθώς) την ανάγκη ενός «γόνιμου διαλόγου». Αλλά γόνιμος διάλογος δεν μπορεί να επιτευχθεί με επιλεγμένους κριτές, οι οποίοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να καταλάβουν την προσφορά ενός νέου (στη σύλληψη και την εκτέλεσή του) έργου, που χαρακτηρίστηκε από ειδικούς «σταθμός» στη γραμματική ανάλυση της Ελληνικής. Ετσι με τον αποκλεισμό κάθε θετικής κριτικής εκ μέρους του κ. Μαρωνίτη, η κριτική των κ. Mackridge και Ευσταθιάδη πήρε, εκ των πραγμάτων, τον χαρακτήρα οργανωμένης επίκρισης που μόνο αρνητικές πλευρές και αδυναμίες βρήκε στο έργο πέντε γλωσσολόγων, οι οποίοι μόχθησαν και μοχθούν ακόμη για μια ανανέωση στη σύλληψη, την περιγραφή και τη διδασκαλία της νεοελληνικής γραμματικής. Και μόνο το γεγονός αυτό δείχνει το είδος και το «ήθος» της κριτικής που ασκήθηκε στο βιβλίο μας. Οσα ακολουθούν αποτελούν προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις του γράφοντος, ενός από τους συγγραφείς του βιβλίου, που όπως φάνηκε από τα λεχθέντα έχει πρόσθετους και ιδιαίτερους λόγους να απαντήσει.
Ο κ. Ρ. Mackridge, ο οποίος σ’ ένα βιβλίο του για την ελληνική γλώσσα (συμπίλημα εν πολλοίς γνωστών και δανείων απόψεων) παραδέχεται ο ίδιος ότι «ίσως θεωρηθεί τόλμημα να δημοσιεύει περιγραφική μελέτη της νεοελληνικής γλώσσας κάποιος, που δεν είναι ειδικά γλωσσολόγος, όπως εννοούμε σήμερα τον όρο, αλλά φιλόλογος», μας επικρίνει ειρωνικά και προκλητικά γιατί δώσαμε στη δημοσιότητα το α’ τμήμα της Γραμματικής μας και όχι ολόκληρο το έργο. Ωστόσο θα συμφωνήσει ο παλιός μαθητής μου (στα μαθήματα ελληνικής γλώσσας για ξένους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών) κ. Ρ. Μ. ότι κακό δεν είναι να δίνεις για δημόσια κριτική το α’ τμήμα μιας μακρόχρονης και μακρόπνοης επιστημονικής εργασίας, αλλά το να έχεις την αποκοτιά να γράψεις ή να κρίνεις τη δουλειά των ειδικών χωρίς ο ίδιος να γνωρίζεις εις βάθος τα προβλήματα και τις τάσεις που υπάρχουν σήμερα διεθνώς στην ανάλυση της γραμματικής σε σχέση με τη διδασκαλία της. Γιατί η εμπειρική επαφή σου με ένα επιστημονικό αντικείμενο, εν προκειμένω με το αντικείμενο της γραμματικής, είναι φυσικό, όπως συμβαίνει με τον κ. Ρ. Μ., να μη σε καθιστά ικανό να διακρίνεις τι καινούργιο δίνει μια νέα πρόταση ανάλυσης και διδασκαλίας της γραμματικής. Και τότε, για να παραφράσουμε τον Wittgenstein, είναι καλύτερο να σιωπάς αντί προσθέτουμε εμείς να ευτελίζεις από άγνοια μια αντικειμενικά σημαντική προσφορά, όπως ήδη αναγνωρίζεται ευρύτερα. Το ίδιο ισχύει και για τον κ. Ευσταθιάδη, που μολονότι γλωσσολόγος αυτός της αγγλικής γλώσσας και της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας δεν μπόρεσε να καταλάβει ή δεν θέλησε να παραδεχθεί δημόσια ότι η γραμματική που συντάσσουμε δεν διαφέρει σε πνεύμα, μέθοδο και σκοποθεσία αλλά και στο τελικό αποτέλεσμά της από ανάλογα έργα, όπως λ.χ. η Γραμματική της Αγγλικής του Sinclair (τον οποίο μας αναφέρει μάλιστα ως υπόδειγμα, χωρίς να προσέξει ότι το έργο του περιλαμβάνεται ήδη στην επιλεγμένη βιβλιογραφία μας).
Αλήθεια, γνωρίζουν οι κριτές μας κανένα έργο, ελληνικό ή ξένο, που να πραγματεύεται το όνομα της Ελληνικής με τον ίδιο συστηματικό, ουσιαστικό, ολιστικό και πρωτότυπο τρόπο που ακολουθεί η δική μας επιστημονική ανάλυση των ουσιαστικών (σημασιολογική, συντακτική, μορφολογική, επικοινωνιακή); Γιατί το μόνο που θα είχε τέτοιες «φιλοδοξίες», το βιβλίο του κ. Ρ.Μ. «Η νεοελληνική γλώσσα» είναι γλωσσολογικά ασπόνδυλο, δεν ξεχωρίζει το ουσιώδες από το επουσιώδες και στον όγκο των πληροφοριών μιας άκριτης περιπτωσιολογίας αφήνει το δάσος να κρυφτεί από τα δέντρα (ασυγκρίτως καλύτερος, βεβαίως, αλλά με άλλη μέθοδο και άλλη αναλυτική προσέγγιση από τη δική μας είναι ο τρόπος που εξετάζεται το όνομα στη Γραμματική του καθηγητή κ. Αγ. Τσοπανάκη).
Η μορφολογία των ονομάτων
Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι τόσο ο κ. Ρ. Μ. όσο και ο κ. Στ. Ευσταθιάδης προσπερνούν, ανυποψίαστοι και οι δύο για τη σημασία της, τη νέα ολοκληρωμένη ταξινόμηση της μορφολογίας των ονομάτων της Ν. Ελληνικής που εφαρμόζουμε, με περιθωριακές ή και ανακριβείς παρατηρήσεις οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τη ριζική πρότασή μας να αλλάξει η περιγραφή και η διδασκαλία του νεοελληνικού ονόματος και να τοποθετηθεί σε νέα βάση, στη βάση του αριθμού των πτώσεων (δικατάληκτα – τρικατάληκτα ονόματα: θεωρία Κουρμούλη).
Αν με ενοχλεί προσωπικά κάτι σ’ αυτή την κριτική, είναι η μικροψυχία των κρινόντων να πιαστούν από ασήμαντες (εκτός ελαχίστων περιπτώσεων) και μεμονωμένες παρατηρήσεις, για να υποβαθμίσουν συνειδητά το κύρος μιας επίπονης, προσεγμένης και εμφανώς πρωτότυπης επιστημονικής δουλειάς πέντε γλωσσολόγων, από τους οποίους οι δύο είναι γνωστοί πανεπιστημιακοί με πείρα στην ανάλυση της Ελληνικής. Εδώ είναι που γεννώνται και ζητήματα συναδελφικού ήθους, όταν σε μια τέτοια επιστημονική εργασία δεν βρίσκεις (εκτός από μερικές συγκρατημένα θετικές φράσεις του κ. Ευσταθιάδη) τίποτε άξιο λόγου!… Ολα πάσχουν! Καμία προσφορά! Κι όλα αυτά με σαθρή έως ανύπαρκτη επιστημονικώς επιχειρηματολογία, με συνεχείς παρανοήσεις και με αναφορά σε ελάχιστα δευτερευούσης σημασίας παραδείγματα, παρωνυχίδες για το όλο έργο. Σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να ανακαλυφθούν ή και να εφευρεθούν λάθη… Αλλά αδυναμίες, ω αγαθοί, και παραλείψεις και αβλεψίες και αστοχήματα υπάρχουν στο βιβλίο μας. Τα γνωρίζουμε πρώτοι εμείς και καλόπιστα (πραγματικά καλόπιστα) μας έχουν επισημανθεί από διαφόρους συναδέλφους. Ομοια όπως υπάρχει κι ένας ενθουσιασμός από συναδέλφους μας (γλωσσολόγους, φιλολόγους, εκπαιδευτικούς, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων κ.ά.) γι’ αυτή τη νέου τύπου γραμματική που δίνει στον αναγνώστη να καταλάβει και να συνειδητοποιήσει για τη γλώσσα μας πράγματα που περνούν απαρατήρητα στις συνήθεις γραμματικές.
Και μια που μιλάμε για θέματα συναδελφικού ήθους: τις παραμονές εκδόσεως μιας δικής μου γραμματικής, εγώ τουλάχιστον δεν θα δημοσίευα άρθρο εναντίον μιας άλλης γραμματικής, όπως κάνει ο κ. Ρ. Μ. Γιατί τότε και οι σκοποί της κριτικής και ο χρόνος εμφάνισής της είναι αντικειμενικά ύποπτοι. Το ίδιο συναδελφικό ήθος μαζί με μια συναίσθηση προσώπων και πραγμάτων που απαιτείται από ώριμους ανθρώπους και μια αίσθηση ορίων που πρέπει να υπάρχει στον πραγματικό επιστήμονα υπαγορεύουν την ανάγκη να αποφεύγονται ανεξέλεγκτοι και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί περί «σύγχυσης» και «ετεροχρονισμένης γραμματικής» κ.λπ. του κ. Ρ. Μ., που η ανύπαρκτη γλωσσολογική του συγκρότηση και η ελλιπής γλωσσική του γνώση (γράφει λ.χ. ανελλήνιστα στο άρθρο του «είναι συμπτωματικό της σύγχυσης που επικρατεί…» εννοώντας «είναι χαρακτηριστικό…»!!!) δεν του δίνουν το κύρος για τέτοιες αξιωματικές κρίσεις, που προϋποθέτουν άλλα γλωσσικά και γλωσσολογικά κότσια.
«Εμπειρική,κακόπιστη και άδικη»
Η κριτική του κ. Ρ. Mackridge είναι εμπειρική, κακόπιστη και άδικη πλην ελαχίστων περιπτώσεων ήσσονος σημασίας στις οποίες έχει δίκιο. Για να καταλάβει ο αναγνώστης τη βαρύτητα της κριτικής του κ. Ρ.Μ., αρχίζω με το εξής. Ο κ. Ρ. Μ. μας επικρίνει γιατί δεν δώσαμε στη Γραμματική μας μαζί με τα ουσιαστικά και το επίθετο και τις αντωνυμίες. Χρησιμοποιεί μάλιστα χαρακτηρισμούς όπως «αγνοούνται…», «παρασιωπάται…» κ.λπ. Ο κ. Ρ. Μ. εν προκειμένω και αγνοεί και παρασιωπά ο ίδιος ό,τι ήδη στην πρώτη σελίδα του βιβλίου εξηγούμε (σελ. 1, σημ. 1): «τα υπόλοιπα ονοματικά στοιχεία (επίθετο, άρθρο, αντωνυμία κ.λπ.) εξετάζονται σε άλλο κεφάλαιο λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους (προσδιοριστικής, υποκαταστασιακής κ.λπ.)». Εμφανιζόμαστε, λοιπόν, να αγνοούμε αυτό που εξηγούμε και συνειδητά δεν ακολουθούμε, γιατί ας το καταλάβει, επί τέλους, ο κ. Ρ. Μ. το ουσιαστικό έχει άλλη λειτουργία από το επίθετο, όπως άλλη λειτουργία έχει κι η αντωνυμία, γι’ αυτό και δεν πάνε μαζί (το επίθετο είναι στο κεφ. 5 της Γραμματικής μας, όπου εξετάζεται η λειτουργία του προσδιορισμού, ενώ οι αντωνυμίες είναι στο κεφ. 6 όπου εξετάζεται η αναφορά και η δείξη). Να γιατί λέω ότι ο κ. Ρ. Μ. δεν έχει καταλάβει τι κάνουμε και μας επικρίνει ακριβώς γι’ αυτά για τα οποία οι άλλοι όλοι μας επαινούν. Δεν μπορώ δε να μη παρατηρήσω ότι κρίνει και επικρίνει και έχει άποψη για το θέμα ο κ. Ρ. Μ., όταν ο ίδιος (σ’ ένα βιβλίο 500 σελίδων) δεν έχει καν περιλάβει έναν ορισμό του ονόματος ούτε μιλάει πουθενά σαφώς για τη λειτουργία του ονόματος ή όταν ο κ. Ρ. Μ. μιλάει για το γένος του ονόματος στο κεφ. 2 πολύ πριν μιλήσει για το όνομα (στο κεφ. 4) και άλλα τέτοια γλωσσολογικώς αμίμητα.
Ο κ. Ρ. Μ. δεν μπόρεσε να καταλάβει, άρα και να εκτιμήσει, τη σημασία της κλιτικής ταξινόμησης και διάρθρωσης του ονόματος που εφαρμόζουμε στη Γραμματική, διακρίνοντας τα ονόματα σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα δικατάληκτα και τα τρικατάληκτα (αντίθετα προς τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη όπου ταξινομούνται με βάση το γένος αρσενικά, θηλυκά, ουδέτερα και τη Γραμματική Τσοπανάκη όπου διακρίνονται κυρίως σε ισοσύλλαβα και ανισοσύλλαβα). Με την ταξινόμηση αυτή φαίνεται ανάγλυφα (και μπορεί εύκολα και αποκαλυπτικά να διδαχθεί) η δομή του νεοελληνικού ονόματος. Ολο αυτό το ογκώδες οικοδόμημα περνάει απαρατήρητο και το «κάρφος» στους οφθαλμούς του κ. Ρ. Μ. είναι τι θα κάνουμε με το ύδωρ ή το ήπαρ! (Αλήθεια, από το ύδωρ και το ήπαρ θα κριθεί μια γραμματική περιγραφή της Ν. Ελληνικής; Κι ύστερα κατηγορήθηκε ο Τσοπανάκης στη Γραμματική του για λογιοτατισμό!). Εδώ είναι αναπόφευκτη πάλι μια σύγκριση με το τι κάνει στα ουσιαστικά ο ίδιος ο κ. Ρ. Mackridge. Τα διακρίνει α) σε ουσιαστικά «με δύο τύπους σε κάθε αριθμό», β) σε ουσ. με γεν. -ου (Εδώ ο κ. Ρ. Μ. ξέχασε το κριτήριο του αριθμού των τύπων… Ιδού παράδειγμα συνεπείας κριτηρίων που απαιτεί μια επιστημονική ανάλυση!) και γ) σε «μια πρακτικά σχηματισμένη συλλογή πολλών ανομοιογενών κλιτικών ομάδων από ουδέτερα ουσιαστικά που δεν επιδέχονται ένταξη σε καμιά από τις δύο άλλες κατηγορίες» (διάβαζε «κατηγορία – χαβούζα»!). Αποτέλεσμα της σύγχυσης και της άγνοιας του νεοελληνιστή που καταπιάνεται με θέματα τα οποία αγνοεί (και θεωρεί από πάνω ότι μπορεί και να τα κρίνει…) είναι ότι τα ουδέτερα ουσιαστικά της Ν. Ελληνικής έχουν μεν δύο τύπους, αλλά δεν ανήκουν στην ειδική κατηγορία των ουσιαστικών με τους δύο τύπους (εδώ περνάμε από τη γραμματική στη μεταφυσική!), αλλά ανήκουν στην κατηγορία των ουσ. σε -ου (δέντρου όπως ανθρώπου), ενώ άλλα ουδέτερα με δύο επίσης τύπους, τα ουδ. σε -μα (σώμα), σε -ιμο (πλύσιμο), σε -ος (έδαφος) ανήκουν στην «κατηγορία – χαβούζα»! Και επικαλείται (σε μια παρενθεσούλα) ο κ. Ρ. Mackridge τον γλωσσολόγο καθηγητή Η. Ruge, αλλά η ανάλυση του κ. Ruge έχει άλλο σκεπτικό, άλλη επιστημονική βάση, άλλη μεθοδολογία και, φυσικά, στο σύνολό της άλλο κύρος.
Ο παπουτσής και ο βαρκάρης
Αδυνατώντας να δει το δάσος ο κ. Ρ. Μ. μένει σε μεμονωμένα χαμόδεντρα, σε παρατηρήσεις λ.χ. ότι λείπουν οι «κλίσεις» (sic). Η κλίση του παπουτσής (συγχέει ο κ. Ρ. Μ. την κλίση με τον τονισμό, γιατί το παπουτσής ως ανισοσύλλαβο κλίνεται όπως το βαρκάρης που δίνουμε στο βιβλίο), η κλίση του ευγενής (ως επίθετο θα αναλυθεί στα επίθετα), η κλίση του ύδωρ και του ήπαρ (κλίνονται όπως το κρέας ή το καθήκον, δηλ. σε -τος, -τα, -των) κ.τ.ό. Προκειμένου ειδικά για τον τονισμό, μας επικρίνει γιατί δεν δίνουμε το φύλακας (που τονικά συμπεριφέρεται όπως το κανόνας: φυλάκων = κανόνων), καθώς και για το κυβέρνηση – κυβερνήσεως (για τα ονόματα αυτά έχουμε ειδική υποσημείωση στη σελ. 23!) ενώ παρασιωπά ο κ. Ρ. Μ. ότι έχουμε ειδικό κεφάλαιο (σελ. 22-24) με τα κύρια προβλήματα του τονισμού των ουσιαστικών (γιατί λ.χ. λέμε κανόνων αλλά ταμιών, τουριστών κ.τ.ό.) που δεν υπάρχει αλλού.
Για τον κ. Ρ. Μ. το όνομα νερό κ.ά. δεν ανήκουν στα «μη αριθμητά», άρα είναι αριθμητό! Επομένως κατά τη λογική του όλα τα ονόματα ύλης είναι αριθμητά. Αρα θα πούμε «πάνω στο αυτοκίνητο υπάρχουν τρεις σκόνες», «στον κήπο τέσσερα χώματα» και «πέντε αέρες στο δωμάτιο» (για να είμαστε συνεπείς με τις «αερολογίες» του κ. Ρ. Μ.). Δεν καταλαβαίνει, προφανώς, ο κ. Ρ. Μ. ότι όταν λέμε «φέρε δύο νερά» και «αγοράσαμε τρεις σκόνες για το πλυντήριο» εννοούμε αντιστοίχως «ποτήρια», «κουτιά» κ.λπ., δηλ. δεν αριθμούμε το νερό (που δεν είναι αριθμητό), αλλά το περιέχον (ποτήρι, κουτί κ.τ.ό.).
Με υποκριτικό τρόπο (ή από άγνοια;) επικρινόμαστε γιατί δεν δίνουμε στο όνομα αναλυτικούς ορισμούς για το υποκείμενο και το αντικείμενο (ως παράδειγμα χρησιμοποιείται το έμμεσο αντικείμενο). Αλλά και οι μαθητές του Λυκείου γνωρίζουν ότι αυτά έχουν να κάνουν με το ρήμα κι εκεί (στον β’ τόμο του ρήματος που θα κυκλοφορηθεί στους επόμενους μήνες) μιλούμε εκτενώς γι’ αυτά. (Αν διέθετα μάλιστα περισσότερο χώρο, θα έδινα εδώ τι γράφουμε γι’ αυτά στον υπό έκδοση τόμο, για να φανεί πόσο ασύνετα και αντιδεοντολογικά προτρέχουν οι κριτές μας). Ωστόσο, επειδή θέτει θέμα ορισμού του εμμέσου αντικειμένου, ας δούμε πώς ορίζει ο ίδιος το έμμεσο αντικείμενο, που το πραγματεύεται στη χρήση της γενικής κι όχι στη σύνταξη του ρήματος! Στη σελ. 119 γράφει για το παράδειγμα «πες του Κώστα πως θα έρθω», δηλ. για το έμμεσο αντικείμενο: «πρόκειται στην πραγματικότητα για δοτική» (!) και παρακάτω (στη σελ. 120) «η γενική, κατά τις κυριότερες χρήσεις της με ρήματα στην παραδοσιακή ομιλουμένη Ελληνική, παρουσιάζεται με σημασία δοτικής ή αφαιρετικής». Ετσι απλά, χωρίς καν να εξηγεί πώς εννοεί τη δοτική στη Ν. Ελληνική ή την αλήστου μνήμης αφαιρετική. Με τέτοιες αντιλήψεις (και γνώσεις) περί της συντάξεως του ρήματος ο κ. Ρ. Μ. θεώρησε ότι μπορεί να αναλάβει και ρόλο συγγραφέα γραμματικής της Ν. Ελληνικής (οψόμεθα…) και ρόλο κριτή της Γραμματικής μας.
Κι ένα παράδειγμα από την κριτική του κ. Ρ. Μ. στον χώρο της παραγωγής και σύνθεσης («εξ όνυχος τον λέοντα» που λέει και ο κ. Μαρωνίτης για την κριτική που ανέλαβε την πρωτοβουλία να μας ασκηθεί με βάση αυτά που έχουμε δημοσιεύσει αλλά προληπτικά και για όσα δεν έχουμε ακόμη δημοσιεύσει…). Μας υποδεικνύει, λοιπόν, ο κ. Ρ. Μ. ότι δεν πρέπει να λέμε ότι το -λογία είναι «ψευδοεπίθημα» (έτσι ορίζουμε εμείς και άλλοι πριν από μας σχηματιστικά στοιχεία όπως -λογία, -αρχία, -ποίηση κ.λπ. που ούτε επιθήματα αποτελούν ούτε απλά β’ συνθετικά). Το φιλολογία, λέει (πιάνεται από ένα παράδειγμα που δεν είναι πράγματι χαρακτηριστικό), παράγεται από το φιλόλογος. Και το φρασεολογία και το περιπτωσιολογία, κ. Mackridge; Παράγονται από τα ανύπαρκτα φρασεολόγος και περιπτωσιολόγος; Κι από που παράγονται τα εννοιολογία, γενεαλογία, μεθοδολογία, συνταγολογία, παλιλλογία κ.τ.ό.; Ολη η επίκριση του κ. Ρ. Μ. στο κεφάλαιο αυτό προέρχεται από μια τριπλή παρανόηση: α) δεν έχει κατανοήσει πώς λειτουργεί η συγχρονική προσέγγιση και περιγραφή και συγχέει τη διαχρονική ανάλυση με τη συγχρονική. β) δεν αντιλαμβάνεται ότι σε μια γραμματική η αναφορά σε επιμέρους σχηματιστικά (παραγωγικά) στοιχεία είναι ενδεικτική και όχι εξαντλητική. γ) δεν καταλαβαίνει ότι σε μια λειτουργική – επικοινωνιακή γραμματική, όπως η δική μας, η γραμματική ύλη εξ ορισμού αναδιατάσσεται (ψάχνει λ.χ. ο κ. Ρ. Μ. να βρει το στερητικό αν- στην παραγωγή, ενώ εμείς το εξετάζουμε κανονικά στην άρνηση, και μάλιστα στη λεξική άρνηση κ.ο.κ.).
Θα χρειαζόμουν πολύ χώρο, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να διαθέσει το φιλόξενο «Βήμα», για να απαντήσω σε όλες τις παρατηρήσεις του κ. Ρ. Mackridge. Στάθηκα στις κυριότερες από αυτές. Νομίζω, ωστόσο, ότι και από αυτό το μικρό δείγμα φάνηκε το «βάθος», το «κύρος» και το ήθος της αήθους κριτικής, που το ξαναλέω όχι μόνο δεν βρήκε τίποτε καλό στη δουλειά μας αλλά με έπαρση και θράσος δεν θα αποφύγω τη λέξη μας υποδεικνύει ο άσχετος με τη γλωσσολογία κ. Mackridge να «επανεξετάσουμε ριζικά τη γενική βάση της εργασίας μας»! Βγήκαν τα ρηχά πιάτα και ζητάνε σούπα, που λέει κι ο λαός μας.
Επικοινωνιακός ρόλος και πραγματικότητα
Για τον κ. Ευσταθιάδη ισχύουν οι γενικότερες παρατηρήσεις που αναφέραμε στην αρχή. Ωστόσο, αναγνωρίζω ότι η κριτική του κ. Στ. Ευ., ο οποίος ζώντας στην Ελλάδα συμβαίνει να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, είναι πιο προσεκτική και σε ηπιότερο ύφος. Ανάλογη θα είναι εδώ και η απάντηση. Ο κ. Ευ. θα ήθελε τη γραμματική μας έχει δίκιο να το ζητάει περισσότερο επικοινωνιακή. Σ’ αυτή την εύλογη κριτική απαντώ ότι το όνομα (ουσιαστικό) καθ’ εαυτό δεν προσφέρεται όσο λ.χ. το ρήμα ή, κυρίως, όσο οι ποικίλοι προσδιορισμοί (χρόνου, τόπου, αιτίας κ.λπ.) για μια περισσότερο επικοινωνιακή προσέγγιση. Παρά ταύτα, καταφέραμε, νομίζω, να δείξουμε τον γενικότερο επικοινωνιακό ρόλο που παίζει στη γλώσσα το όνομα (μηχανισμός αναφοράς στον κόσμο της πραγματικότητας). Σε όλη την πραγμάτευση του ονόματος (με εξαίρεση το καθαρά μορφολογικό κομμάτι) επιμείναμε στη σημασιολογική και χρηστική διάσταση, πράγμα που μπορεί να διαπιστώσει κανείς στη σημασιολογική διαίρεση των ονομάτων, στην ανάλυση του αριθμού, των πτώσεων και του γένους και σε πλήθος επί μέρους παρατηρήσεων.
Ως προς την παρατήρηση ότι θα ήταν προτιμότερη η χρήση του όρου «δομικολειτουργικός» αντί του «δομολειτουργικός» είναι προφανές ότι οι λέξεις – κλειδιά δομή και λειτουργία μάλλον παρά τα επίθετα δομικός και λειτουργικός δηλώνουν καλύτερα την αναλυτική μας προσέγγιση γι’ αυτό και προτιμήσαμε το δομολειτουργικός.
Στην κριτική του κ. Ευ. ότι η γραμματική μας δεν μπορεί να είναι συγχρόνως γλωσσολογική (δηλ. επιστημονική) και χρηστική («παιδαγωγική – σχολική»), εμείς πιστεύουμε ότι ο τρόπος που δίνουμε τα πράγματα με σαφήνεια, απλότητα, ακρίβεια και πολύ δηλωτικά παραδείγματα ανταποκρίνεται και στους δύο σκοπούς. Αντιθέτως, μια χρηστική γραμματική που δεν θα είχε επιστημονική βάση μεταβάλλεται αυτομάτως από χρηστική σε άχρηστη.
Στην παρατήρηση του κ. Ευ. για ελλιπή βιβλιογραφία η απάντηση είναι ότι δίνουμε μια επιλεγμένη βιβλιογραφία από έργα απολύτως συναφή με το αντικείμενο του βιβλίου, αποφεύγοντας κάθε (εύκολη άλλωστε) επίδειξη βιβλιογραφικής σοφίας. Θα μας ενδιέφερε, ωστόσο, να πληροφορηθούμε αν έχουμε παραλείψει κανένα ουσιώδες έργο σε σχέση με τη γραμματική της Ν. Ελληνικής και τα θέματα που εξετάζουμε ο κ. Ευ. δεν προχωρεί σε καμία συγκεκριμένη υπόδειξη προσθήκης ή παράλειψης στη βιβλιογραφία μας. Μια συνεχής αθέλητη, ελπίζουμε παρανόηση των προθέσεων και των λόγων μας υποβόσκει στην κριτική του κ. Ευ., όταν αναφέρεται σε πιο ειδικά θέματα. Αντί να ξεχωρίσει και να επαινέσει ο κ. Ευ. ότι η Γραμματική μας είναι η μόνη που εξετάζει συστηματικά τη συνδυαστικότητα του ονόματος στην Ελληνική (όλες τις περιπτώσεις χρήσεως του ονόματος στη σύγχρονη Ελληνική), κρινόμαστε και επικρινόμαστε γιατί λ.χ. λέγοντας ότι τα ουσιαστικά συντάσσονται με συμπληρωματικές προτάσεις αναφέρουμε μόνο δύο παραδείγματα τέτοιων προτάσεων! Αλλά δεν αντιλαμβάνεται ο κ. Ευ. ότι σκοπός μας δεν είναι να μιλήσουμε για τις συμπληρωματικές προτάσεις (αυτό γίνεται στον επόμενο τόμο του ρήματος) αλλά για μία από τις περιπτώσεις συνδυαστικότητας του ρήματος; Και δεν αντιλαμβάνεται επίσης ότι μιλώντας για εγκλειστικό και αποκλειστικό πληθυντικό (για πρώτη φορά σε ελληνική γραμματική) δεν αναφερόμαστε στο τι είναι ο πληθυντικός στην Ελληνική αλλά τι δηλώνει ο πληθυντικός του προσώπου γενικότερα; (περί του πληθυντικού του προσώπου της Ελληνικής γίνεται εκτενής λόγος στα πρόσωπα του ρήματος). Αυτό που συμβαίνει και με τον κ. Ευ. είναι ότι δεν τον ενδιαφέρει τι νέο ή τι σημαντικό προσφέρει η γραμματική μας (ψάχνει να βρει λάθη. Κι επειδή λάθη ουσιώδη δεν βρίσκει, καταφεύγει σε γενικότητες ή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, μολονότι δεν λείπουν και ελάχιστες πραγματικά ελάχιστες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, που χάνονται όμως κι αυτές σ’ ένα γενικότερο αρνητικό και επιθετικό κλίμα το οποίο συντηρείται τεχνητά στο κείμενό του.
Η απάντηση στους κ. Ρ. Μ. και Στ. Ευ. τελειώνει εδώ. Κατ’ ανάγκην αναφέρθηκα μόνο σε ό,τι μου επέτρεψε ο χώρος. Αν χρειαστεί, θα επανέλθω. Με αληθινή θλίψη λέω μόνο τούτο: κρίμα που ο άφθονος χώρος που διέθεσε «Το Βήμα» δεν αξιοποιήθηκε από τους δύο κριτές μας, για να κρίνουν καλοπροαίρετα όσο και αυστηρά δεν θα μας πείραζε αλλά και να στηρίξουν μαζί ένα έργο που είναι φανερό ότι, όταν ολοκληρωθεί, όχι μόνο θα αποτελέσει το πιο σύγχρονο επιστημονικό έργο αναφοράς για τη δομή και χρήση της σύγχρονης Ελληνικής (παράλληλα προς το ιστορικό έργο του Τριανταφυλλίδη και το πολύ σημαντικό έργο του Τσοπανάκη), αλλά και ένα έργο που μπορεί να αλλάξει τον τρόπο προσέγγισης της ελληνικής γλώσσας στην ανάλυση και τη διδασκαλία της. Αυτό έπρεπε να χαιρετίσουν όσοι πονάνε την ελληνική γλώσσα. Αντ’ αυτού ξανάρθαν στην επιφάνεια η γκρίνια, η μιζέρια κι ο φθόνος.
Εμείς, όμως, δεν πτοούμεθα. Θα συνεχίσουμε, αξιοποιώντας μάλιστα κάθε χρήσιμη παρατήρηση και κριτική απ’ όπου κι αν προέρχονται, γιατί δεν είναι η κριτική που μας ενοχλεί αλλά το ύφος και το ήθος με το οποίο ασκούνται ενίοτε. Τον χειμώνα θα βγει ο β’ τόμος με το ρήμα της Ελληνικής. Η Γραμματική μας θα ολοκληρωθεί. Μακάρι για τη γλώσσα μας να συνταχθούν κι άλλες γραμματικές από Ελληνες γλωσσολόγους και να μη περιμένουμε και για τη μητρική μας γλώσσα «τα φώτα εξ Εσπερίας», που καμιά φορά αποδεικνύονται και πυγολαμπίδες.